Ο μαλάκας (από τον -κυριολεκτικά- διπεριοδικό ήχο με τον οποίο συνδέεται ο αυνανισμός).
Άσε ρε, τον ντιγκιντάγκα!
Ο μαλάκας (από τον -κυριολεκτικά- διπεριοδικό ήχο με τον οποίο συνδέεται ο αυνανισμός).
Άσε ρε, τον ντιγκιντάγκα!
Got a better definition? Add it!
Ο άξεστος, ο βάρβαρος, ο βρωμιάρης. Κοινώς ο χοντρόπετσος. Το αντίθετο του ευγενικού.
Η τραγίλα δεν είναι απαραίτητα υποτιμητική προσφώνηση γιατί πολλές φορές συμπίπτει με την αυθόρμητη ειλικρίνεια και στη σημερινή κοινωνία πρέπει να είσαι και λίγο τράγος!
Επίσης: τραγί, τραγόπουλο=τραγόπαιδο (λίγο τράγος), αρχιτράγος (ουγκ...)
- Χθες ήσουν με τον χοντρό, ρε Μάκη;
- Γάμα τα ρε... μπήκε μέσα να μου δώσει λεφτά και βρώμαγε σαν τραγί... Άσε που μπαστακώθηκε και δεν έλεγε να πάρει πούλους...
- Αρχιτράγος δηλαδή...
- Ήσουν με την πρώην καριολίτσα σου πριν;
- Ναι ρε, της τα έχωσα κανονικά σαν τράγος και δεν την άφησα να πει κουβέντα... το ζώο.
- Καλά έκανες... καλό τραγόπουλο είσαι!!!!
Got a better definition? Add it!
Λέξη με διπλή σημασία.
1. Η σούζα στα καγκουρίστικα (πρέπει να είσαι λίγο άτομο για να το πεις)
2. Ο πιτσιρικάς στα μάτια μιας διψασμένης για sex σαραντάρας.
- Κι έσκασε μύτη ο ψηλός με τη χουσβάρνα και το σηκώνει ξερολούκουμο μπροστά από το μπατσικό... Μάγκας ο δικός σου, σου λέωωωωωωωωω.
- Ρε φίλε σου λέω με κοίταζε όλο το βράδυ σαν ξερολούκουμο η σαραντάρα...
- Και μετά;
- Σπίτι της ρε ... Άσ' το... Με ξεζούμισε ρε... Μου ήπιε το μεδούλι, σου λέω... Θα πάρει καιρό μέχρι να μου ξανασηκωθεί... Με πέθανε!
Got a better definition? Add it!
Η εύπιστη κοπέλα.
– Καλά, η Κατερίνα το πίστεψε όταν της είπα ότι είμαι ερωτευμένος μαζί της και τώρα μου έχει γίνει τσιμπούρι!
– Εγώ σου το 'χα πει ότι είναι αγαθομούνα...
Η καημένη μωρέ, είναι τόσο αγαθομούνα που πίστεψε ότι ο Χρήστος την έχει ερωτευθεί…
Got a better definition? Add it!
Αυτός/αυτή που του/της έχει βγει ο κώλος (από τι άραγε). Χρησιμοποιείται μεταφορικά για να δηλώσει άτομο που δεν έχει τσίπα.
- Πήγα στην εφορεία και ήταν εκεί μια ξεκωλιάρα φόλα που έβαφε τα νύχια της και μας είχε να περιμένουμε είκοσι άτομα ουρά... Ούτε που την ένοιαζε που βλέπαμε τι κάνει.
Got a better definition? Add it!
Ο δήθεν ερωτικός.
α. Πολύ τον σεξουλιάρη μας παριστάνει ο Μάκης...
β. Σεξουλιάρα γκόμενα, αλλά δεν την πήδαγα με τίποτα.
γ. Αγόρασα ένα φόρεμα πολύ σεξουλιάρικο. Να δούμε πού θα το φορέσω...
Got a better definition? Add it!
Η γυναίκα που ειδικεύεται στις πίπες ή που δίνει τέτοια εντύπωση λόγω της εμφάνισης και του ντυσίματός της.
Η Μπάφι Ντέιβις πάντα έπιανε κότσο τα μαλλιά της για να φαίνεται καλύτερα η τέχνη της. Μεγάλη πιπού!
Got a better definition? Add it!
Είναι η κοπέλα που έχει ειδίκευση στη στοματική ικανοποίηση του αρσενικού και αυτό την ευχαριστεί κι εκείνη.
Βλ. και πιπού.
-Η Ελένη χθες πήρε πίπα και στον Γιώργο...
-Έλεος την πιπόβια σε όλους πια!
Got a better definition? Add it!
τσαχπινογαργαλιάρα, τσακπινογαργαλιάρα /-ης: Ορισμός που δίνεται σε ανθρώπους παιχνιδιάρικους και πονηρούληδες. Πιο πολύ σε γυναίκες που φλερτάρουν με όλους και γελάνε αβίαστα για όλα ενώ τα μάτια τους λένε πως τα κάνουν όλα σε όλες τις στάσεις.
- Την είδες την Κατερίνα;
- Άσε, της μίλησα για λίγο και έσταζε πόθο για το κορμί μου. Όλο υπονοούμενα. Πολύ τσαχπινογαργαλιάρα.
Σχετικά: τσαχπινιάρης, τσαπερδόνα, τσαχπινογαργαλόπουστα, τσαπερδονοκωλοσφυρίχτρα, τσαχπινομπιρμπιλογαργαλιάρης
Got a better definition? Add it!
Ο άντρας που δεν έχει δυνατότητα να τεκνοποιήσει.
- Τα έμαθες για τον Γιάννη; Εδώ και 3 μήνες προσπαθεί να κάνει παιδί με τη γυναίκα του αλλα εκείνη δεν μπορεί με τίποτα να συλλάβει.
- Εχει δηλαδή πρόβλημα η Μαρία;
- Όχι ρε, ο Γιάννης είναι άσφαιρος, πήγε στο γιατρό και έκανε εξατάσεις και το έμαθε...
Got a better definition? Add it!
Published