Further tags

Διαλύω, χαλάω κάτι.

  1. - Το βράδυ έχω κουβαλήματα και θα χρειαστώ το αυτοκίνητο.
    - Σήμερα βρήκες; Μου γάμησες το πρόγραμμα!

  2. Τι φάλτσα ήταν αυτά; Το γάμησε το τραγούδι!

  3. Αυτός ο άσχετος πήγε να μου φτιάξει τον υπολογιστή και μου τον γάμησε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ιδιότητα του μαλάκα, κυριολεκτικά ο αυνανισμός. Μετριέται σε κιλά.

Ήθελα νά 'ξερα πόσα κιλά μαλακία κουβαλάει αυτός ο παίχτης...

Οι μαλακίες πληρώνονται. Ιδού η απόδειξη! (από Khan, 17/03/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(πληθυντικός μόνο) Εμφατικός χαρακτηρισμός των οπισθίων. Συνήθως συνοδεύεται από την έκφραση «θα σου/ της ξεσκίσω τα».

- Τι άλογο είναι αυτή η Ελένη!
- Ε ρε και να την βάλω κάτω, θα της ξεσκίσω τα κωλοβάρδουλα!

ΒΑΡΔΟΥΛΟ ΔΕΡΜΑΤΙΝΟ ΑΠΛΟ (από dryhammer, 15/05/14)βάρδουλα (από dryhammer, 15/05/14)γαντζόκλειδο για βάρδουλες (από dryhammer, 15/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οτιδήποτε ανδρικό τραβάει την προσοχή των γυναικών και τις κάνει προθυμότερες για σεξ. Συνώνυμο της γκομενοπαγίδα.

- Ε, όπως και να το κάνουμε, το συγκρότημα είναι μουνοπαγίδα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται για να στολίσει κάποιον που προκαλεί απορία ή θυμό με τις πράξεις του. Συνώνυμο του την παίζω. Συνοδεύεται συνήθως από την παλινδρομική κίνηση της χειρός, που παραπέμπει σε αυτοϊκανοποίηση.

  1. (Ύστερα από αντικανονική προσπέραση:)
    - Καλά μαλάκα, τρομπάρεις;;

  2. - Ο Γιάννης πάει γυρεύοντας μου φαίνεται... Έχει τη Μαρία για επίσημη, τη Νίκη αναπληρωματική και το ψήνει και με την Ελένη.
    - Τρομπάρει ο μαλάκας; Κακά ξεμπερδέματα θά' χουμε!

(από panos1962, 07/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Χρησιμοποιείται μετά από μεγάλη έκπληξη για να δηλώσει περιεκτικά όλη την απορία και την τρομάρα του ομιλητή.

  2. Η πρώτη έκφραση που φτάνει στο μυαλό κάποιου προκειμένου να εκφράσει απορία σε συνδυασμό με αγανάκτηση για μια πρόσφατη διαπίστωση.

  1. — Τι στον πούτσο;;;
    — Τι ήταν αυτό ρε μαλάκα σεισμός;

  2. Τι στον πούτσο; Πας καλά; Αυτά σου είπα να πάρεις γαμώτο μου;
    Τρέχα πάλι σούπερ μάρκετ και φέρε Ο,ΤΙ ζήτησα!

Δες γενικότερα: η ευχή και ο πούτσος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πολύ πιο απλά, η εισχώρηση κατά την ερωτική πράξη... Εμπεριέχει φαλλοκρατικές τάσεις...

Μια γκόμενα χθες... την κάρφωσα για τα καλά...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η αφύσικη υπερδιέγερση του πέους, συνήθως τα πρωινά λόγω της ανάγκης για ούρηση...

- Ξύπνησα νωρίς γιατί είχα κάτι κατουρόκαυλες...

Αγουροξυπνημένος μου φαίνεσαι Μπρους... (από Galadriel, 16/03/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην κυριολεξία αυτός που κατά την ερωτική συνεύρεση δεν έχει αρκετή στύση. Μεταφορικά χρησιμοποιείται ως απαξιωτικός χαρακτηρισμός.

  1. - Αυτόν τον καιρό είμαι πολύ ντεκαυλέ...
    - Τι, δεν γαμάς καθόλου;
    - Γαμάω μωρέ, αλλά είμαι μαλακοκαύλης.

  2. - Κοίτα τον Γιώτη, πάλι σε γκόμενα την πέφτει! - Τι πηγαίνει μωρέ ο μαλακοκαύλης; Αφού όλο χυλόπιτες τρώει!

Βλ. και κάμα σούπα, μαλακογάμης, -καύλης

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκ της υγράνσεως του γυναικείου κόλπου κατά την σεξουαλικήν διέγερσιν, υποδηλώνει μεταφορικώς και με τρόπον ενθουσιώδη κάτι που είναι πολύ καλό, τέλειο. Συνώνυμα: (μες την) καύλα, τζετ, τζιτζί.

(Γιάννης) - Έχω βάλει τις μπύρες στην κατάψυξη και είναι μπουμπουνιστές! (Βαγγέλης) - Μούσκεμα είσαι!

βλ. και στάζω, τσουπλί

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified