Further tags

Για τις δύσκολες ώρες... Αφού έχει «φαγωθεί», παραμένει σε κατάσταση σταντμπάι περιμένοντας μήνυμα / τηλέφωνο / σήματα καπνού για το επακόλουθο σέσιον... Μετά απ' αυτό ξαναπερνάει σε κατάσταση σταντμπάι κ.ο.κ...

- Κοίτα μαλάκα να κάνεις σχέση μ' αυτό το πουτανίδιο.
- Ε και τι να κάνω ρε φίλε; Αφού θέλω να γ_ _ _ _ ω.
- Ε, κράτα καμιά καβάτζα τότε ρε μαλάαακααα!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι η δυσχερής εκείνη κατάσταση, κατά την οποία οι διαστάσεις του πρωκτού επιμηκύνονται κατά τον εγκάρσιο και επιμήκη άξονα, ούτως ώστε να ομοιάζει ωσάν φινιστρίνι πλοίου.

- Λένε ότι ο Βαγγέλης τον παίρνει, αλλά εγώ πιστεύω ότι είναι φήμες.
- Πραγματικά το ίδιο θα πίστευα κι εγώ αν δεν μου έλεγε ο Σάκης ο κωλομπαράς ότι προχθές βράδυ πήγε σπίτι του και τού 'κανε τον κώλο φινιστρίνι.

(από John Kar, 21/05/08)Στο 3:10! (από patsis, 30/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γκόμενα που με την πρώτη ματιά δείχνει καθώς πρέπει, αλλά στο background ξεσκίζεται ασύστολα με κάθε είδος μόριο ανεξαρτήτου μήκους και εθνικότητος.

- Ωραία γκόμενα αυτή ρε μάγκα μου, κόψε ρε περπατησιά, κόψε αξιοπρέπεια... ΚΥΡΙΑ ΡΕΕΕ!!
- Ποια μωρέ εφταμάλακα, αυτή είναι η πρώτη σταχτοπούτσα Αττικής και προαστείων. Καλά, ακόμα τα αγγουράκια από τη πρωινή σου μάσκα ομορφιάς έχεις στα μάτια σου και δεν βλέπεις μπροστά σου; Έεεε... νισάφι πια βρε παιδί μου...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δυσάρεστη οσμή την οποία ουδέποτε αντιλαμβανόμαστε ως τέτοια κατά τη διάρκεια του σεξ, παρα μόνο μετά. Ευτυχώς θα μου πείτε, αλλιώς δεν κάναμε δουλειά. Η κωλίλα (την οποίαν αντιλαμβανόμαστε πρωτίστως στα χέρια μας, πχ. στο περίφημο κωλοδάχτυλο) είναι ό,τι απομένει συνήθως από την επαφή μας με τον πρωκτό του συντρόφου -έχει δεν έχει λάβει ο/η σύντροφος τα απαραίτητα μέτρα (πλύσιμο, αρωμάτισμα, κλπ).

Υπάρχουν όμως κι άλλα πράγματα που μυρίζουν κωλίλα, όπως ορισμένα τυριά. Δεν μυρίζουν τόσο τα ίδια, όσο το περίβλημά τους. Όσο περισσότερο βρωμάνε, τόσο καλύτερα και νοστιμότερα τυριά θεωρούνται - και είναι. Το θέμα είναι να ξεπεράσεις αυτή τη μπόχα, καθότι δεν είσαι φτιαγμένος για σεξ την ώρα που πας να φας το τυράκι σου.

- Πω ρε πούστη, τι βρωμάει έτσι;
- Το τυρί που αγόρασα να δοκιμάσουμε, αγάπη μου...
- Έχει μποχιάσει όλο το σπίτι κωλίλα!
- Πού να δεις τα χέρια μου τώρα που τό 'κοβα! Δεν φεύγει με τίποτα!
(και αρχίζει να τον κυνηγάει να του πιάσει τα μαλλιά. Μετά μπορεί να πέσει και κανα γαμησάκι, οπότε τελικά πάλι στα ίδια ερχόμαστε)

(από ironick, 20/05/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φρέσκο στο κουρμπέτι, ξεπεταρούδι. Λέξη που περιγράφει όμορφες νεαρές παρθένες που πρωτοκυκλοφορούν και ωσάν φρέσκα ραπανάκια που μας ανοίγουν την όρεξη, μας ξυπνούν άλλες ανομολόγητες ορέξεις.

- Πω πω μαλάκα, έλα να δεις!
- Έλα, τι είναι, πάλι εκδρομή βγήκε το Λύκειο;
- Καλά, γέμισε ο τόπος καβλοράπανα!
- Σκούπισε τα σάλια σου κωλόγερα, αυτά δεν είναι πλέον για μας....

(από John Kar, 21/05/08)(από ironick, 11/06/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ομαδικό σεξουαλικό όργιο στο οποίο πολλά άτομα μαζεύονται ταυτόχρονα σε έναν χώρο και επιδίδονται στο αγαπημένο τους άθλημα. Αρχικά, επειδή οι συμμετέχοντες προκειμένου να χαλαρώσουν έπιναν πολλά ούζα, ονομαζόταν συνθηματικά πάρτι με ούζα και για χάρη ευφωνίας έγινε παρτούζα.

- Γυναίκα μπορείς να μου πεις πώς είναι δυνατόν το παιδί μας να είναι κατάμαυρο ενώ και οι δύο μας είμαστε κατάξανθοι;
- Κοίτα να δεις, έπειτα από την περσινή παρτούζα να είσαι ευχαριστημένος που δεν γαβγίζει κιόλας...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση η οποία χρησιμοποιείται για να τονίσει ότι οι μεγάλες σε ηλικία γυναίκες έχουν λόγω εμπειρίας άριστη σεξουαλική συμπεριφορά.

- Φίλε τι ωραία γυναίκα είναι αυτή.
- Καλά ρε είναι τουλάχιστον 45 ετών ........
- Ναί αλλά όπως λέει και ο ελληνικός λαός, η γριά κότα έχει το ζουμί.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα παπάρια.

- ... και έτσι όπως μου την έπεσαν και οι τρεις, σκάω μια μπουνιά στον έναν, μια κλοτσιά στη μάπα του αλλουνού και ο τρίτος έφυγε σφαίρα, ακόμα τρέχει.
- Άντε ρε!
- Εμ τι με πέρασες; Εγώ έχω κάκαλα.

Σμήναρχος Κάκαλος (δηλαδή Αρχίδης;) (από spapakons, 25/12/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παρεΐστικο ερωτικό παιχνίδι, ιδιαίτερα προσφιλές μεταξύ εφήβων.

Στην τυπική μορφή του παιχνιδιού, η παρέα στήνεται κυκλικά γύρω από ένα μπουκάλι, το οποίο περιστρέφουν ένας ένας με τη σειρά. Αυτός ή αυτή που παίζει, οφείλει να φιλήσει όποιον ή όποια θα δείχνει το μπουκάλι αφού σταματήσει να περιστρέφεται.

Σε μεγαλύτερες ηλικίες η μπουκάλα μπορεί να παίζεται και λιγότερο αθώα. Για σκληροπυρηνικές παρέες.

  1. Η χαλάρωση και το ποτό έδωσαν τη θέση τους σε ιδέες παιδικές. Κάποιος έριξε την ιδέα να αναβιώσουν τα παιχνίδια των εφηβικών πάρτι και όλοι συμφώνησαν. «Να παίξουμε μπουκάλα», αυτή ήταν η επαναστατική ιδέα που έπεσε και όλη η παρέα ξέσπασε σε χειροκροτήματα και σε κραυγές επιδοκιμασίας.

Πρώτο ζευγάρι που «κλήρωσε» η μπουκάλα ήταν ο Αχιλλέας και η Νίκη. Δύο άνθρωποι που γνωρίστηκαν εκείνη τη μέρα. Η Νίκη σηκώθηκε με θάρρος και αποφασισμένη να φιλήσει τον Αχιλλέα. Τον βουτάει και κυριολεκτικά έχωσε τη γλώσσα της στο στόμα του [...] (από ιστολόγιο)

  1. Προτιμώ τελικά να τους θυμάμαι όπως ήταν τότε.
    Μικρά σκανδαλιάρικα τομάρια που μέσα στον πανικό που δίνουν τα νιάτα για ζωή αναστατώναμε το σύμπαν γύρω μας απλά και μόνο για να παίξουμε μπουκάλα. (από φόρουμ)

  2. Τα κορίτσια ήταν πολύ κουλ και ακομπλεξάριστα. Τότε σηκώνεται πάνω ο Δημήτρης και ρίχνει την μεγάλη βόμβα της βραδιάς:
    - Παιδιά έχω μια ιδέα. Τι λέτε να παίξουμε μπουκάλα;
    Σκάσαμε στα γέλια.
    - Σιγά μη παίξουμε και τυφλόμυγα, πετάχτηκα εγώ.
    - Δεν κατάλαβες, Σωτήρη. Αντί να φιλιόμαστε θα γαμιόμαστε.
    Μαχαίρι το γέλιο.

(από φόρουμ κι' αυτό)

H Sara Jessica Parker παίζει μπουκάλα και της λαχαίνει η Alanis Morissette (από Khan, 13/08/09)και μετά αρχίσαμε άλλες μπουκάλες... (από BuBis, 18/08/09)Στο 5:47 (απορώ πώς γίνεται να το ξεχάσατε!) (από mafie, 23/04/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκδήλωση τρυφερότητας. Κατ' άλλους, τυπικό σύμπτωμα της μάστιγας του γουτσισμού.

Για να λάβει χώρα μουσουνισμός απαιτούνται ένας μουσουνιστής και ένας μουσουνιζόμενος. Ο μουσουνιστής πλησιάζει τον μουσουνιζόμενο, βάζει τη μουσούδα του στον λαιμό, τους ώμους ή το στήθος του μουσουνιζόμενου και αρχίζει να τρίβεται και να ρουθουνίζει. Συχνά, ο μουσουνιστής πασπατεύει επίσης τον μουσουνιζόμενο και του ψιθυρίζει και διάφορες γλύκες. Το μουσούνισμα είναι συχνά, αλλά όχι απαραίτητα, προοίμιο για σαχλά.

Η λέξη μουσουνίζω προϋπήρχε κατά πολύ του γουτσισμού. Συναντάται σε ντοπιολαλιές - υπάρχει και ο τύπος μουθουνίζω - και σημαίνει ακριβώς ρουθουνίζω. Αναφέρεται συνήθως στον ήχο που κάνουν διάφορα ζώα όταν πάνε να μυρίσουν και ρουφάνε τη μύτη τους. Για να μην ξεχνάμε και τις ρίζες μας.

- Γούτσου-γούτσου το μωρό μου ... έλα να σε μουσουνίσω λίγο, γλυκό μου ...
- Ναι, ρε καλό μου, αλλά αρχίζει το ματς σε δέκα λεπτάκια ... και ξέρεις πού καταλήγουν αυτά ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified