Further tags

Ο Αλέξανδρος Σούτσος (Κωνσταντινούπολη 1803- Αθήνα 1868) ήταν Φαναριώτης ρομαντικός πεζογράφος, σατιρικός ποιητής και θεατρικός συγγραφέας της Α’ Αθηναϊκής Σχολής.

Και επειδή ήξεραν στην παλιά Αθήνα τι καλαμπουρτζής ήταν ο Σούτσος, του έπαιξαν ένα παιχνίδι.

Τον εκάλεσαν σε μια συνεστίαση πολύ επίσημη και του σέρβιραν για φαγητό ένα ψητό αγελαδινό μουνί. Τότε αυτός, βλέποντας τι του είχαν σερβίρει, ξεκούμπωσε το παντελόνι του και την πέταξε έξω.

Οι κυρίες στην συνεστίαση θορυβήθηκαν και ο Σούτσος τους απάντησε «το κατάλληλο πιρούνι για το κατάλληλο φαγητό».

Κάποια στιγμή ο Σουρής περνούσε από το σπίτι του Σούτσου και τον βλέπει να τακτοποιεί κάτι βιβλία... - Ρε Γιώργη, του φωνάζει, τι κάνεις εκεί; - Δεν βλέπεις ρε μπαγάσα, απαντάει ο άλλος, στοιβάζω (στη βάζω)!! Αυτό ο Σουρής το εφύλαξε και μια μέρα που ο Σούτσος περνούσε απ' το σπίτι του, τον βλέπει στ' ανοιχτό παράθυρο να γράφει κάτι σ' ένα χαρτί και τον ερωτάει τι κάνει. Εκείνος του απαντάει... «στιχώνω... ρε Γιώργο... στιχώνω (στην χώνω)»!!

Η στερνή μου θέληση είναι όταν αποθάνω, εκατοντάδες γυναικών στο μνήμα μου επάνω, να γαμηθούν πατόκορφα από μπροστά και πίσω, μήπως μπορέσω και εγώ στο μνήμα μου και... χύσω!!

τα παραδείγματα που ακολουθούν είναι από το http://students.ceid.upatras.gr/~akis/jotd20/0573.html

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η παταγώδης ανταπόκριση του θηλυκού πληθυσμού για έναν άντρα, προφ για έναν γκραν γαμάω τύπο που σκάει μύτη σε έναν χώρο, ή στην πιάτσα γενικώς. Αλλά και για έναν κοινό θνητό, έναν άνθρωπο της διπλανής πόρτας, που όμως δείχνει στις γκόμενες πως είναι ο άντρακλας α λα Humphrey Bogart, με λίγα λόγια και αντρίκια και βλέμμα που κάνει τα λιοντάρια γατούλες.

Ανάλυση της έκφρασης: Όπως σλανγκικώς έχει καταδειχτεί από το φαινόμενο του γραμματοσήμου και άλλα ηχηρά παρόμοια, το γυναικολογικό επακόλουθο ενός τέτοιου εξ αποστάσεως σεξουαλικού ερεθίσματος είναι το νιμού να σαγηνευτεί και να ετοιμαστεί όλο προσμονή για δράση υγραίνοντας τα σκέλια του, αρκεί να να μην το παρακάνει και τελειώσει εντυπωσιακά ον δε σποτ. Υπερβολικό; Άβυσσος το μουνί της γυναίκας!

Υ.Γ. Να μην συγχέεται με το κατούρημα!

  1. - 'Ασε κολλητέ, η δικιά μου άρχισε να μου κάνει νερά...
    - Ξύνεται το μουνάκι της να σου τα φορέσει;
    - Εκεί πάει το πράγμα. Μου 'χει φάει τ' αυτιά γι' αυτόν τον ζεν πρεμιέ τον Γιάννη από το γραφείο. Και τι συμπαθητικός τύπος είναι, και να βγούμε μια φορά με τα παιδιά από τη δουλειά σου και τέτοιες πίπες. Σε τα μας τώρα το Δεσποινάκι;
    - Πάντως φίλε να την προσέχεις τη φάση, γιατί γι' αυτόν τον τυπά βρέχονται βρακάκια όπου περνάει, έχει μεγάλο σουξέ.

  2. - Καλά ρε μαλάκα, πώς ντύθηκες έτσι; Για ένα καφέ θα πάμε, όχι στα μπουζούκια.
    - Καλός είμαι;
    - Ζαγοραίος! Θα βραχούνε βρακάκια για την πάρτη σου!

  3. - Και που λες, γίνεται του μουνιού το ξέσκισμα, αυτός ο λεχρίτης απειλεί γενικώς για απολύσεις και μαλακίες, εμείς έχουμε μείνει παγωτό, δυο-τρεις γκόμενες κλαίνε...
    - Και μετά;
    - Μετά εμφανίζεται από το πουθενά ένα παλικάρι από άλλο τμήμα, ψύχραιμος κι ωραίος, και του λέει «άνθρωπέ μου, ηρέμησε, άσε τις απειλές γιατί είμαι μάρτυρας και θα σου φέρω εδώ επιθεωρήσεις, δικηγόρους και κανάλια να πάρεις και για το σπίτι». Είχε μια φωνή, ψάρωσαν όλοι. Έκανε τουμπεκί ο ρουμάνος, έβαλε την ουρά κάτω από τα σκέλια κι έφυγε. Οι κοπέλες λιώσανε, βρέξανε βρακάκια, αφού μετά πήγανε να τον βρουν και τον αγκάλιαζαν...

(από patsis, 24/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ω ρε πράμα που σαλεύει και τον μουστερή γυρεύει...

  • εκλεκτή πραμάτεια για εκλεκτούς πελάτας που την φωνάζει πλανόδιος πραματευτής,
  • ή και η τσατσά για τα κορίτσια της,
  • ή και ο εμποράκος ναρκωτικών για του εξαρτημένους,
  • ή και στον τεκέ ο τεκετζής, από όπου και πρωτοακούστηκε το ανωτέρω...
  • και η ψωλή καθώς αρχίζει να ανατέλλει,
  • και οι κάποιας ηλικίας κυρίες το παίρνουν μάτι και αναστενάζουν λέγοντας «ΕΡΕ πράμα που σαλεύει!»,
  • και ο έχων την ψωλή αναφωνεί «έχω πράμα που σαλεύει και το κωλομούνι γυρεύει».

Και τα στήθια τα βλέπαμε μόνο σε απαγορευμένα περιοδικά για το σεξ, και τώρα είναι από τα χαράματα φόρα παρτίδα: σαλεύουν και τον μουστερή γυρεύουν. ...

Όταν όμως τυχαίνει και πέφτει στα χέρια σου, «πράμα που σαλεύει και το μουστερή γυρεύει», όλα αυτά, αποκτούν σχετική μόνο σημασία.

οι κάποιας ηλικίας κυρίες (από ο αυτοκτονημενος, 06/04/09)Μαχαιρίτσας. "και πράγμα που σαλεύει"... (από Hank, 06/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γύρω στο 600 π.Χ., ο Κινέζος φιλόσοφος Λάο Τσε έγραψε ότι «και το πιο μεγάλο ταξίδι, αρχίζει με ένα βήμα».

Δύο αιώνες αργότερα, ο Πλάτων είχε παρόμοια φλασιά και εξεστόμισε το «αρχή ήμισυ παντός».

Χρειάστηκε να περάσουν μερικές χιλιετίες για να μεταβούμε από την πρηξαρχιδική θεωρία στην σλανγκική εφαρμογή της έννοιας!

Λίλιαν: - Βάλαμε χέρι στο βυζί, δέξου κώλε μαντάτα.
Λάουρα: - Εγώ το ξέρω διαφορετικά: «βάλαμε χέρι στο βυζί, δέξου μουνί μαντάτα».
Λίλιαν: - Ξανθό μου, το ένα γνωμικό απορρέει από το άλλο, εφόσον «από τον κώλο στο μουνί, δυο δάχτυλα και κάτι τι».
Λάουρα: - Τι σημαίνει απορρέει; Εννοείς τα φλόκια που ρέουν;
Λίλιαν: - ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από την Ιταλική λέξη duro που σημαίνει σκληρός. Στην ερωτική γλώσσα σημαίνει ο έχων καλή στύση, αλλά και γενικά αυτός που έχει ακμαίο ηθικό και ανεβασμένη λίμπιντο.

Ντούρος ο παππούς!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύμφωνα με την Βικούλα, οι αχινοί είναι μικρά θαλάσσια όντα με σφαιρικό κέλυφος και αγκάθια. Ανήκουν στην ίδια συνομοταξία με τους αστερίες. Τρέφονται κυρίως με φύκια αλλά και με μύδια.

Σλανγκιστί, ο αχινός αναλύθηκε ήδη από τον Γούτσανδρο. Δέον ωστόσο να προστεθούν μερικές εφαρμογές παραπάνω.

  • «Αχινός» αποκαλείται το παλαιάς-κοπής δασύτριχο και βερμουδιάρικο μουνί της συνομοταξίας Vagina Echinacea.
  • «Aχινομούνες» αποκαλούνται όσες, είτε εκ πεποιθήσεως είτε λόγω παρατεταμένης αγαμίας, φέρουν αχινό.
  • «Έγινε το μουνί μου αχινός» σημαίνει κρυώνουμε τα μάλα, κατά το τον έχω δαγκώσει.
  • «Αχινός» αποκαλείται και το μουνί, ένα εικοσιτετράωρο μετά την ξούρα.

    Αατα.

1.
μουνί: κιοκιό, έρημο, καημός, βάσανο, πράμα, αχαΐρευτο, ρημαδιακό, κλειδωνιά, σχιστό, αχινός, πουτί, πουλί, χύστος, νερόμυλος, μύλος.
(Φίλιππος Βλάχος, «Χωριάτικα Βρωμόλογα», 1986)

2.
Τους κυνηγούς δεν ζήλεψα που με κοντάρια ή βέλη
οχτάποδες καρφώνουνε σελάχια κι άγρια μύδια
ή τ ακανθώδη άγρια αιδοία που τα λένε
και αχινούς.

Ζηλεύω εγώ όσους με βέλος ρίχνουν
άγρια μήλα ή άγρια σταφύλια και κυδώνια,
τρυγούν αγριοκέρασα ή πίνουνε το νέκταρ
απ τα ποτήρια των ανθών μες στους αγριοτόπους.

Μα πάνω απ όλους ξέχωρα εκείνον μακαρίζω
τον άγριο τον ποιητή που το κορμί του κάνει
τόξο και βέλος έχοντας τον άγριο φαλλό του
καρφώνει τα δασύτριχα, χυμώδη αγριομούνια.
(Γιάννης Υφαντής)

3.
Κάθε πετρούλα κι αχινός.... ......Κάθε αχινός κι αγκάθι.....
(από εδώ)

4.
Παντως, πολυ μαλλιαρος Ο ΑΧΙΝΟΣ!! Αγριευτηκαμε!
Βαλε και εσυ κατι πιο απλο και λιγωτερο μαλιαρο!
Πας να διωξεις ολους τους πελατες;
(από εδώ)

5.
... αν φυσήξει το χειμωνιάτικο θα τους γίνει το μουνί αχινός απ’ το κρύο...
(από εδώ)

Αχινοί και αστερίες (από Vrastaman, 08/04/09)Αχινός γ-καυλωμένος (από Vrastaman, 08/04/09)Το λουλούδι Εχινάκια (Echinacea) για ρομαντικά αθεράπευτες βερμουδιάρες (από Vrastaman, 08/04/09)(από nick, 08/04/09)(από Vrastaman, 08/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατ' ουσίαν είναι η περίοδος λίγο πριν την άνοιξη όπου η φύση οργιά για βλάστηση και τα κλαριά των δέντρων φουσκώνουν από ζωή, έτοιμα να πετάξουν φύλλα και μπουμπούκια. Μεταφορικά όμως σημαίνει τους πρώιμους νεανικούς ή και γεροντικούς πόθους που νιώθουν οι πάσης φύσεως ξαναμμένοι.

Πέταξε την ζακέτα της, έβγαλε τις κάλτσες της και τον πλησίασε απειλητικά μεν, με ερωτική διάθεση δε. Ο Μάρτης δεν είχε ακόμη μπει καλά καλά και την είχαν πιάσει φουσκοδεντριές.

Πώς γεννιούνται τα δέντρα. (από Galadriel, 21/07/09)Let\'s do it like the trees! (από Vrastaman, 25/07/09)

βλ. και φουσκοθαλασσιές

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τόσο νόστιμο που σου συγχωρώ τα πεθαμένα σου άμα τη λήψει από στόματος μιας εκάστης μπουκιάς :-)

Και όταν τρώμε κάτι γλυκό, για να μη γκώσουμε πίνουμε λίγο νερό με κάθε μπουκιά. Με αυτόν τον τρόπο είναι σαν να τρώμε πολλά γλυκά.

Επίσης όταν τρώμε κρέας (λιπαρά εν γένει) πίνουμε και λίγο κρασί για να καθαρίσει το οινόπνευμα το λίπος από το στόμα.

ο ξερολιάς

ιδεοφέρων: χανκ

Τι ψωλάρα ρε φιλενάδα που είχε ο πούστης, κάθε εκατοστό στον κώλο μου και συχώριο... Αμ απ' το στόμα, τι να στα λέω, μπουκιά και συχώριο, τον πατέρα του την μητέρα του και όλα τα παππούδια του γενεές πενήντα πίσω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πιάνουν συνήθως οι γυναίκες την πρωτομαγιά και φυσικά δεν πρόκειται για κλαρί δέντρου, αλλά για το αντρικό μόριο.

Η πρωτομαγιά πριν καθιερωθεί ως εργατική αργία, ήταν η ημέρα πολλών παγανιστικών εορτών, τελετών και λατρείας προς τη φύση και φυσικά δεν υπήρχε μεγαλύτερη ένδειξη τιμής προς την μητέρα φύση από το να συνευρεθούν ερωτικά οι γυναίκες με τους άντρες.
Συνήθως σε αυτές τις τελετές ο αρχιερέας κρατούσε ένα κλαδί δέντρου στολισμένο με λουλούδια και από εκεί και έπειτα η σημειολογία έκανε το έργο της και το πέος απέκτησε και άλλο όνομα.

Αχ! την πρωτομαγιά λέμε να πάμε εκδρομή, να κάνουμε στεφάνι από λουλούδια, να πιάσουμε και κανένα μαγιόξυλο... αααχχχ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πέτρα της θάλασσας η οποία έχει πιάσει φύκια (μαλλιά). Συνηθίζεται να την μαζεύει ο κόσμος την ημέρα της Αναλήψεως, κατά την οποία ημέρα προτιμούσαν παλιότερα οι Έλληνες να κάνουν το πρώτο μπάνιο στην θάλασσα.

Μεταφορικά βέβαια σημαίνει το αιδοίο της γυναίκας λόγω προφανούς ομοιότητας στο... τρίχωμα.

Οπότε έχουμε την πρωτομαγιά που πιάνουν οι γυναίκες το μαγιόξυλο και της Αναλήψεως που πιάνουν οι άντρες την μαλλιαρή. Ουδείς παραπονούμενος!

- Πού πήγατε της Αναλήψεως κυρ-Κώστα;
- Στη Σαλαμίνα πήγαμε κυρα-Μαίρη, μπας και πιάναμε καμία μαλλιαρή να την στολίζαμε στην σερβάντα, αλλά τζίφος, τις πρόλαβαν άλλοι.
- Ε, του χρόνου να πάμε μαζί κυρ-Κώστα μου, μπας και σου φέρω γούρι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified