Further tags

Ειρωνικό υπονοούμενο για ύποπτη ή παράνομη ερωτική συνεύρεση. Εκφέρεται κυρίως με δηκτική διάθεση συνοδευόμενη από αρκετό φθόνο, και συνήθως αφορά σε άτομα του στενού φιλικού ή οικογενειακού περιβάλλοντος (σύζυγος, κόρη, γκόμενα κλπ).

  1. - Η Μαρία πήγε στη Ρώμη με το αφεντικό της για «δουλειές». Μου την έχει δώσει!
    - Μήπως είσαι παράξενος;
    - Στο ίδιο δωμάτιο μένουν ρε μαλάκα, τι λες εσύ, το βράδυ να παίζουν τις κουμπάρες;

  2. - Η Δέσποινα είναι κλειδωμένη στο δωμάτιό της με το Γιώργο δυο ώρες.
    - Λες να πηδιούνται;
    - Όχι, παίζουν τις κουμπάρες. Άιντε, σύνελθε!

Παίζουμε τις κουμπάρες; (από panos1962, 03/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται και τσοντοσινεμά ή πορνοσινεμά.

Αίθουσα κινηματόγραφου, η οποία προβάλλει αποκλειστικά σκληρές τσόντες, καμία σχέση με σοφτ πορνό και αηδίες.

Σήμερα οι επιχειρήσεις του είδους διάγουν τις τελευταίες ημέρες παρακμής τους σε αίθουσες πέριξ της πλατείας Ομονοίας, ενώ στην επαρχία έχουν εντελώς εκλείψει. Ιντερνέτι και ντιβιντί οδήγησαν στον μαρασμό της επιχειρηματικής αυτής δραστηριότητας. Δεν παίζει με την καμία να επιδοτηθούν από το Υπουργείο Πολιτισμού, όπως τα θερινά.

Οι αίθουσες αυτές, πολύ περισσότερο από την κλασσική τους χρήση, δηλαδή την παρακολούθηση της ταινίας (η μαλακία προαιρετική, πλην πολύ πολύ συνηθισμένη, προσοχή λοιπόν οι τολμητίες εξερευνητές στις πολυθρόνες), χρησιμεύουν κυρίως:

α) Για ψωνιστήρι, καθώς διάφορες καημόπουτσες την πέφτουν σε νεαρούς, οι οποίοι βρίσκονται εκεί είτε για τον ίδιο σκοπό, είτε για την πλάκα τους.

β) Για φτηνή ημιδιανυκτέρευση αστέγων, καθώς το εισιτήριο είναι φθηνότερο και από το φθηνότερο ξενοδοχείο, συν ότι βλέπεις και τσόντα και υπάρχει η bonus επιλογή μίας μαλακίας.

Η τιμή του εισιτηρίου (εννοείται φθηνότερο από κανονικό σινεμά) είναι πάντα διαπραγματεύσιμη, π.χ. δύο εισιτήρια πέντε άτομα.

Οι προβολές διαρκούν μέχρι τις δύο τη νύχτα το πολύ. Η λήξη της προβολής ανακοινώνεται προφορικά από την ταμία, συνήθως συνταξιούχος ή ξεπεσμένη τσατσά, με αγριοφωνάρες (άντε σπίτια σας τώρα, αύριο πάλι). Ποπ κορν και γρανίτες δεν θα βρεις, όμως το κάπνισμα επιτρέπεται.

Αριστουργήματα γραφιστικής τέχνης αποτελούν οι αφίσες που διαφημίζουν τα έργα έξω από τις αίθουσες, του τύπου «σήμερα τρία έργα σεξ».

Με ολίγον τι κουλτούρα να φύγουμε αλλά γλαφυρό τρόπο, περιγράφεται επίσκεψη αργόσχολου σε τσοντάδικο στο παλαιό τραγούδι των Κατσιμιχαίων «Τις Κυριακές από παιδί τις σιχαινόμουνα», με στίχους όπως «Ύστερα χώθηκα σε κάποιο σινεμά, γύρω μου κάθονταν πεντ΄ έξι Πακιστάνοι ... το χέρι μου γλιστράει στο παντελόνι, κομμένη ανάσα, αγωνία μη σε δουν….»

Δεν συνιστάται για σινεμά και σπιτάκι μετά. Πλην όμως απτόητος ο Ντε Νίρο στον Ταξιτζή, πήγε πρώτο ραντεβού την κυριλέ γκόμενα Σύμπιλ Σέπαρντ σε τσοντάδικο και μετά έμεινε να κοιτάει απορημένος που τον παραίτησε, αφού πρώτα προσπάθησε μάταια να της εξηγήσει ότι τέλος πάντων και αυτές ταινίες του Θεού είναι!!!!

Εντελώς ενδεικτικά αναφέρω το εμβληματικό σινεμά Αβέρωφ κάπου πίσω από την Ομόνοια.

Το σκηνικό σε πολλά θυμίζει το παλιό στριπτιζάδικο: υπερυψωμένη σκηνή, κλουβιά, χειροπέδες, κούκλες βιτρίνας, ένα κρεβάτι με ουρανό. «Παλιά εδώ ήταν το τσοντοσινεμά το «Ελίτ», μετά έγινε λάιβ σεξ σόου. Ο ιδιοκτήτης προσπάθησε, αλλά το μαγαζί είναι καταραμένο να είναι τσοντάδικο», είπε ο Πανούσης (από περιγραφή παράστασης του Τζιμάκου).

(από Vrastaman, 04/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέμε ότι κάποια μας φωτογραφίζει όταν φαίνεται το βρακί ή (ακόμα καλύτερα) το μουνί της καθώς κάθεται ανέμελα με ανοιχτά τα πόδια.

Όπως με όλες τις μορφές φωτογράφισης, μερικές είναι αυθόρμητες κι άλλες στημένες.

Συνειρμικό ασίστ από τα σχόλια του Πονηρόσκυλου εδώ.

- Αίαντα, για γύρνα διακριτικά στο τρεις η ώρα...η Σβετλάνα μάς φωτογραφίζει.

- Ἂτσα ἑξώμουνο μίνι ἡ Φωτεινοῦλα, Ἁλλῖβε!

Κλασική φωτογράφιση της Sharon Stone, καικαλά όχι στημένη. (από Vrastaman, 04/11/09)"Φωτογράφε, όλη την τέχνη σου να βάλεις", αφιερωμένο στην Φαιη Σκορδά και την Πετρούλα Κωστίδου (από Khan, 04/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για κλασικότατο λήμμα που μόλις και μετά βίας μπορεί να χαρακτηριστεί αδόκιμο και κατ' επέκτασιν να ενταχθεί στο σλανγκρ. Σημαίνει τον πουτσοκέφαλο, αυτόν που έχει στο μυαλό του το μουνί και γενικότερα το γαμήσι σε όλες του τις εκφάνσεις. Απαντά, σαφώς, και στο θηλυκό γένος τηρουμένων βέβαια των αντιστοιχιών· πορνόμυαλη, επομένως, είναι αυτή που έχει στο μυαλό της τον πούτσο, ενίοτε όμως και το μουνί. Ο όρος έλκει την καταγωγή από το αρχαίο πόρνος/η που σήμαινε τον άντρα, ή τη γυναίκα, που είχε ως κύρια ενασχόληση το γαμήσι και όλα τα paraphernalia.

  1. - Πρότεινα στον Νίκο να πάμε για ποτό και μου είπε «σπίτι σου ή σπίτι μου;». Ρε, το μαλάκα, μου την έχει δώσει!
    -Καλά, ρε συ, αυτός είναι πορνόμυαλος. Τι περίμενες, να σε πάει σε καμιά τσαγερί;

  2. - Η Ανθούλα είναι πορνόμυαλη. Όση ώρα της έδειχνα τον ισολογισμό αυτή με κοιτούσε στον πούτσο.
    - Μεγάλη πουτάνα. Εμένα μου την έπεσε από την πρώτη μέρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ως γνωστόν μόλις γεννηθεί το τέκνον, σπεύδουσιν συγγενείς και φίλοι να ασημώσωσιν (καλώς!) αλλά και να διαγνώσωσιν (κακώς!) εν είδει επαϊόντων πλήν αυτοκλήτων και ερασιτεχνών ντιενεϊτζήδων, εις ποίον μέλος της οικογενείας ομοιάζει περισσότερον, το βρέφος.

Μετά τον καταιωνισμόν (<αρχ. και στρατοκαβλ. καταιωνιστήρ=ντουζιέρα) πτυέλων επί της μάπας του δυστήνου βρέφους, οι προσφιλείς του ζεύγους αρχινάνε την κολυκυθιά:

  • Μην είν’ τα μάτια του παππού;

  • Μήνα της κουκουβάγιας;

  • Μη το προγούλι είναι της θειάς;

  • Μήπως στης μάνας φέρνει σόι;

  • Μπα κι έχει του μπαμπά το μπόι;

Και λοιπά.

Βεβαίως, όλ’ αυτά αφορούσιν κυρίως ειπείν εις την διαπίστωσιν της εκ πατρός ρίζης ταυτοποιήσεως, δεδομένου οτι mater semper certa est (δηλ. «να κάνει» η μάνα).

Εξ άλλου, όταν το τέκνον μεγαλώση, θα κληθεί πολλάκις να λάβη θέσιν εις την (υφ’ όσων ευρίσκονται ακόμα εν ζωή συγγενών τεθείσα) τραυματικήν ερώτησιν:

Ποιόν αγαπάς πιό πολύ; Τη μαμά ή τον μπαμπά;

Η ορθή και ειλικρινής απάντησις δέον όπως έχη: «Δε γαμιέσαι;»

(Αλλά τα καλά παιδιά δε λένε κακές λέξεις κλπ-κλπ).

Τα σόγια αλληλο-υπονομεύονται (πότε κρυφά-πότε φανερά) και εξαίρουν εαυτούς, οι φίλοι γελούν συγκρατημένα (αποφεύγοντας το ατόπημα να διατυπώσωσιν την γνώμη των) και το ζεύγος καρτερεί την ώραν που θα πάνε άπαντες στα ξεκουμπίδια...

Η έκφρασις χρησιμεύει ως πυροσβεστήρ των εκατέρωθεν αντιδικιών, συνήθως υπό του πατρός (δίκην διαιτητού), όστις λέγει χαριτολογώντας (!) οτι κατά την εποχήν της συλλήψεως του τέκνου, δήθεν (;) χρωστούσαν βερεσέδια εις τον οπωροπώλην ή τον εδωδιμοπώλην ή τον κρεοπώλην ή αλλαχού (αντιστοίχως), οπότε (εννοείται οτι) το τέκνον μάλλον φέρει τα χαρακτηριστικά ενός (;) εξ αυτών, μεθ’ ου επλάγιασεν η νύφη, ίνα πατσίση τα οφειλόμενα...

Άλλωστε τοιούτου είδους in natura συμψηφισμοί χρεών, εγένοντο κατά κόρον εις τας συνοικίας των παρελθόντων ετών (π.χ. γαμούσε ο σπιτονοικοκύρης τη ζουμπουρλή μπαταξού νοικάρισσα, ο πτωχός φοιτητής την θαλερή μπακάλαινα, ο κωλόμπος ποδηλατάς «χάριζε» γύρους κ.ο.κ.) αλλά ακόμη και σήμερα κάποιες τζαμπατζούδες και έκλυτες επιβάτισσες πληρώνουν τον ταρίφα σε ρήτρα Jim Bookie (!)

Φυσικά, τα ανωτέρω ελάμβανον χώραν την παλαιάν εποχήν, διότι τώρα δεν κάνουμε τέτοια αφού είμεθα Εβροπέη (το γράφει και εις τον τηλεφωνικόν κατάλογον) και εφ’ όσον άλλωστε και εν Αλβιόνι εν αντιστοίχοις περιπτώσεσιν, πατήρ απάντων των βρετανόπουλων πάλαι ποτέ εφέρετο ο θρυλικός γαλατάς (the milkman was round)...

(Πεθερά απ’ του αντρός το σόι):
-Πώπω ένα ωραίο μωράκι!
(Πατέρας):
-Είδες;
(Πεθερά απ’ του αντρός το σόι):
-Κοίτα το! Έχει την έκφραση του μπαμπά σου γιόκα μου!
(Μάνα):
-Μα τί λέτε καλέ μητέρα; Της μαμάς μου έχει...
(Πεθερά απ’ του αντρός το σόι):
-Της μαμάς σου ναί, αλλά όχι την έκφραση...
(Πατέρας):
-Εγώ λέω του μανάβη μοιάζει που του χρωστούσαμε κιόλας!
(Μάνα κάτωχρη):
-Ώστε λοιπόν ξέρεις...

(Η συνέχεια σε Βίπερ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επιθετικός προσδιορισμός, περιγράφων τον έχοντα στραβή ψωλή. Στις πλείστες των περιπτώσεων, ο κάτοχος αυτής διαθέτει πλούσια τα ελέη. Σπανίως δε, το θέαμα μπορεί να είναι τόσο αποκρουστικό, προκαλώντας τον γέλωτα ή και την απαξίωση / περιφρόνηση από την/τον ερωτική/-ό σύντροφο κατά τη διάρκεια της συνουσίας ή της πεολειχίας. Ανατομικώς, διακρίνομε τις ακόλουθες διευθύνσεις / κατευθύνσεις:

  1. άνω (ψωλή κυπαρίσσι),
  2. κάτω (ψωλή βρύση),
  3. δεξιά (δεξιόστροφη),
  4. αριστερά (αριστερόστροφη).

Στις δύο δε τελευταίες περιπτώσεις, πιθανόν να συνοδεύεται κι από αντίστοιχες πολιτικές πεποιθήσεις του κατόχου.

- Ωραίο παιδί ο πρώην σου ο Γιώργος...
- Ναι, αλλά πολύ στραβοψώλης!
- Εεεε... Δεν πειράζει... Μερικές το προτιμούν στραβό!!

Συνώνυμο της ψωλής-βρύσης και η χαμηλοβλεπούτσα. Δες και -ψώλης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χιουμοριστική έκφραση (μπαμπαδισμός πλέον), που περιγράφει ποιητικώς (ριμάροντας) εξαιρετικά κοντή μίνι φούστα, που με τη σειρά της επίσης περιγράφει ένα έμπειρο κωλαράκι.

Η αναφορά στο εναπομείναν ύφασμα, το οποίο μετά βίας μπορεί να συγκρατήσει τις εξέχουσες καμπύλες της φέρουσας.

Βέβαια, οι ημιπαρθένες το τραβολογούν νευρικά όσο και μάταια, κάθε φορά που κανας λιγούρης χαζεύει τις αγριομπουτάρες τους (κι όχι μόνο) σε στυλ «το φοράς-δεν το φοράς...»

Ο Φωτόπουλος, στο «Θόδωρο και το δίκαννο» (1962), μαλώνοντας με τη Νίτσα Τσαγανέα για το αν θα πάει η μοναχοκόρη τους (Σμαρούλα Γιούλη) στο πάρτυ ή όχι, λόγω του αποκαλυπτικού φορέματός της, διετύπωσε το α-Μίμη-το:

(Τσαγανέα): - Η δική μου κόρη θα πάει!
(Φωτόπουλος): - Η δική μου δεν θα πάει!
(Τσαγανέα): - Θα πάει-θα πάει-θα πάει!
(Φωτόπουλος): - Ε, τότε θα πάει η μισή. Η δική μου κόρη, από τη μέση και κάτω, δεν θα πάει!

29 κατασκευαστές φορεμάτων συνιστούν σταυροπόδι κατά το πρότυπο της Σάρον. Αυτοί, ξέρουν...

Συνώνυμα: Ξώμουνο, απολειφάδι, φαρδιά ζώνη κ.α.

-Την είδες τη μικρή με το μίνι;
-Αυτό ρε δεν είναι μίνι, είναι ό,τι έχει απομείνει!
-Ξεκωλάκια...

(από allivegp, 20/11/09)Κώλαση! (από panos1962, 20/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαλάω κάποιον, ή κάποια, σημαίνει στη λιμανίσια αγοραία αργκό του υποκόσμου το ξεπαρθένιασμα, ή γενικότερα το άγριο ξέσκισμα, το ξεπάτωμα. Βεβαίως ο όρος χρησιμοποιείται και από την «καλή» λεγόμενη κοινωνία, π.χ. «Πα, πα, πα, το χάλασε το κορίτσι μας ο αλήτης», ή «Τον έστειλαν οι γονείς του να σπουδάσει, αλλά τον έμπλεξε στα δίχτυα του ένας ελεεινός, τάχα ζωγράφος, και το χάλασε το παιδί».

  1. - Τα 'μπλεξε μ' αυτόν τον αλήτη το Μπάμπη το μανάβη και δε διαβάζει ντιπ το παλιοκόριτσο.
    - Καλέ, ξέρεις πόσα κορίτσια έχει χαλάσει αυτός; Τράβηξέ την από δαύτον πριν είναι αργά.

  2. - Τι κάνει ο Αντρέας του Νικόλα;
    - Τι να κάνει; Το γύρισε το φύλο. Δεν τα 'μαθες;
    - Άσε, ρε. Τι μου λές; Προπέρσι θυμάμαι που χτύπαγε γκομενάκια στην ψησταριά που δούλευε, στα κάστρα.
    - Ακριβώς! Το αφεντικό του τον χάλασε. Κάθε βράδυ τον πασπάτευε και του ζητούσε να του κάθεται για να μην τον απολύσει.
    - Πω, πω, καημένε Νικόλα, σε λυπάμαι. Κρίμα πάντως το παιδί...

Πήγε να ψωνίσει απ\' το Μήτσο και το χάλασε το κορίτσι ο άτιμος! (από panos1962, 20/11/09)διακορευτής ή περφορατέρ (από allivegp, 20/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τελείως μπαμπαδίστικο, αλλά πάντα επίκαιρο. Σημαίνει τον άνθρωπο τον ελεεινό, τον κίναιδο, αυτόν που χαμουρεύει αγοράκια και τα βάζει στο στραβό δρόμο, φτάνοντας ενίοτε σε ολοκλήρωση των ανομολόγητων πράξεών του, με, φεύ, ανεπανόρθωτες συνέπειες για τα γιουσουφάκια που έπεσαν στα επιδέξια χέρια του. Πολλές γκέισες ξεκίνησαν την καριέρα τους με τη «βοήθεια» κάποιου πρόθυμου τορναδόρου (μπακάλη, θείου, πνευματικού, γκαραζιέρη, ψαρά, μανάβη κλπ).

  1. - Πού είναι ο μικρός;
    - Τον έστειλα στον μπαρμπα-Μηνά να τον βοηθήσει λίγο στο μαγαζί.
    - Καλά, τρελή είσαι; Ρε συ, αυτός είναι τορναδόρος μέγας. Θα το χαλάσει το παιδί.

  2. - Ο Αντρέας είπε ότι ο Μήτσος ο ψιλικατζής χαμουρεύει το γιό του.
    - Τορναδόρος ο Μήτσος; Δεν του φαινότανε...

Καλόγερος τορναδόρος (από panos1962, 20/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο σερνικός που φημίζεται ή/και καυχιέται για το ότι προορισμός του στην ζωή είναι Ένας, το να γα-μά-ει. Να γαμάει όχι θεωρητικά ή μεταφορικά, αλλά κυριολεκτικά. Να (καλο)γαμάει και μετά να φεύγει. Προσόντα του (πρέπει να είναι) το σύστημα, η μέθοδος και η τεχνική σε προσέγγιση και σε πράξη, η εμφάνιση, το μέγεθος του φύλου του, τα γλυκόλογά του ή τα βρωμόλογά του. Συνήθως είναι περιζήτητος, κι ας λένε.

Βλ. όμως και ελαιώνας, στ.

- Του την έπεσα για ένα σέρβις, τον είχα για μέγα γαμιά βλέπεις, αλλά ξενέρωσα φιλενάδα...
- Γιατί;
- Άμα σου πω ότι, με το που γδύθηκε, άρχισε να βάζει τα ρουχαλάκια του ένα-ένα στο πλάι, τα δίπλωνε, τα ίσιωνε, τα ταχτοποιούσε... - Πω πω ξεκάβλαααα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified