Έκφραση με πολλές νοηματικές αποχρώσεις της ίδιας κεντρικής ιδέας:

  1. Ηθικώς ανέξοδα, ανεύθυνα.
  2. Αέρας κοπανιστός, αρχίδια - μάντολες.
  3. Μια τρύπα στο νερό.
  4. Χύμα στο κύμα.
  5. Μην την ψάχνεις.
  6. Αεριτζίδικα και, συνεκδ., τζάμπα και βερεσέ, αδικοχαμένα λεφτά.

Ετυμολογία αδιευκρίνιστη στον γράφοντα. Bana στα τουρκικά σημαίνει σε εμένα.

Βλ. και αέρα πατέρα.

  1. Από εδώ: «Είσαι καλός παίκτης και προφανώς συμφωνείς, όταν είσαι ΜΟΝΟΣ ΣΟΥ ουσιαστικά και αουτσάιντερ, μόνο αν βαρέσεις το φαβορί μπορεί να πάρεις τη θέση του, αλλιώς πάντα αουτσάιντερ θα είσαι. Και το ότι δεν μας έβαλε κανείς στο λέω, γιατί το γνωρίζω από πρώτο χέρι, όχι έτσι αέρα-μπανά.»

  2. Από εδώ: «Πάει εκείνη η εποχή που έπαιρνες ένα οικονομικό ψυγείο-για παράδειγμα-και «κρατούσε». Οι περισσότεροι πουλάνε μούρη κι αέρα μπανά.»

  3. Από εδώ: «Θα σε παρακαλούσα να προσέχεις λίγο τις εκφράσεις σου. Η Βικιπαίδεια δεν είναι χώρος πολιτικών τοποθετήσεων οτι μπαίνη εδώ μπαίνη τεκμηριωμένο και με πηγές όχι αέρα μπανά , γιαυτό καλό είναι όταν λές κάτι να το τεκμηριώνεις κιόλας» (sic)

  4. Από εδώ: «Όλη η κοινωνία αντιδρά ενάντια στην Κυβέρνηση των σκανδάλων και των απατεώνων! Όλη; Ακόμα κι οι τσιγγάνοι που πήραν αέρα-μπανά ένα τριχίλιαρο ευρά; Τι παράπονο έχουν κι αυτοί από την Νου Δου; Χαχαχαχαχαχαχαχαχαχαχαχαχα» (sic)

  5. Από εδώ (Γεωργίου σπήκινγκ): «Μια μετοχή που πέφτει είναι ο Ολυμπιακός.. Αέρα μπανά και ότι κάτσει...Ψυχική επαφή με τον προπονητή δεν έχει κανένας παίκτης, τον έχουνε πάρει τον Ιταλό στη πλάκα.»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ας υποθέσουμε πως κάποιο μέρος, υπαίθριο, στεγασμένο ή ημιυπαίθριο, κατακλύζεται από κόσμο. Κοσμοσυρροή σα να λέμε. Μαζική προσέλευση. Κοσμοπλημμύρα. Και δημιουργείται το αδιαχώρητο. Γίνεται το έλα να δεις. Κουτσοί, στραβοί στον Άγιο Παντελεήμονα (όπως έλεγε κι η γιαγιά μου). Σα να μοιράζουν λεφτά ένα πράμα.

Τότε ακριβώς λέμε πως εδώ πέφτει ξύλο.

Προφάνουσλυ, το ξύλο δεν νοείται κατά κυριολεξία: η έκφραση αποδίδει με γλαφυρό τρόπο την αγωνία όλων αυτών των συγκεντρωθέντων να εισέλθουν σε κάποιο Ναό (με την ευρύτερη δυνατή σημασία του όρου), να εξαγνιστούν σε κάποια σύγχρονη Κολυμβήθρα του Σιλωάμ. Η απλή είσοδος ενίοτε δεν είναι αρκετή, και η μάχη συνεχίζεται προς εξασφάλιση μιας ευνοϊκής θέσης εντός του συγκεκριμένου Ναού.

Η ατμόσφαιρα είναι συνήθως ηλεκτρισμένη, καθώς όλοι αλληλοϋποβλέπονται. Ο Άλλος εκλαμβάνεται ως απειλή, ως αυτός που πρόκειται ενδεχομένως να σου στερήσει ζωτικό χώρο. Η λέξη διαγκωνισμός αποκαθίσταται στις πραγματικές της διαστάσεις. Υπό αυτές τις συνθήκες, δεδομένης της υψηλής συγκέντρωσης διπόδων ανά τ.μ., το ξύλο παίζει από μεταφορική έκφραση να μετατραπεί σε πραγματικότητα. Διότι στο φινάλε, όλες οι μεταφορές δεν είναι και τόσο μεταφορές, αν το ψαχουλέψεις κάπως το ζήτημα.

Και έρχομαι στα παραδειγματάκια που όλοι περιμένατε.

  • Ξύλο πέφτει σε έναν μεγάλο ποδοσφαιρικό αγώνα.
  • Ξύλο πέφτει σε μια σπουδαία καλοκαιρινή συναυλία.
  • Ξύλο πέφτει σε μια μεγάλη ανοικτή προεκλογική συγκέντρωση.
  • Ξύλο πέφτει εντός και εκτός ενός λίαν γκλαμουριάρικου νυχτερινού διασκεδάδικου.
  • Ξύλο πέφτει (αυτό συμβαίνει συνήθως στο Αμέρικα) όταν, εκτός ελέγχου λοβοτομημένοι καταναλωτές, περιμένουν αξημέρωτα να ανοίξουν οι πόρτες του αγαπημένου τους πολυκαταστήματος σε περίοδο προσφορών. Μια τέτοια επείσακτη αμερικλανιά έχουμε κι εδώ τα τελευταία χρόνια, κάθε φορά που σκάει το καινούριο βιβλίο του μαλακοπίτουρα του Χάρι Πότερ: άλλο ένα ψευδοσυμβάν (Baudrillard) που στήθηκε από τα Μέσα, καταναλώθηκε από τα Μέσα, υπάρχει μόνο για τα Μέσα.

Όπως θα ψυλλιαστήκατε, το πέφτει ξύλο έχει συνδεθεί άρρηκτα με την κατανάλωση. Κατανάλωση ήχων, κατανάλωση προκάτ πολιτικών συνθημάτων, κατανάλωση ψευτογκλαμουριάς και νοθευμένων ξιδιών, κατανάλωση «εκτόνωσης» και «ψυχαγωγίας», κατανάλωση στημένων παιχνιδιών και πουλημένων διαιτησιών, κατανάλωση άχρηστων πολυμίξερ και αποχυμωτών, κατανάλωση της κατανάλωσης σε τελική ανάλυση.

Έπεφτε ξύλο θα ακούσεις να λένε όσοι παρευρίσκονταν σ' αυτόν τον τεχνητό πανζουρλισμό, για να κομπάσουν σε στιλ «ήμουν κι εγώ εκεί, ήτανε γαμάουα, δεν ξέρεις τι έχασες». Θα το πουν επίσης όσοι κονομάνε αμέσως ή εμμέσως απ' αυτά τα σκηνικά, ως ένα είδος αυτοδιαφήμισης: ιδιοκτήτες νυχτερινών μαγαζιών («έπεφτε ξύλο χτες βράδυ, δεν ξέραμε που να τους βάλουμε, αρχίσαμε να διώχνουμε αβέρτα»), διευθυντές και στελέχη εμπορικών πολυκαταστημάτων («Με τις νέες προσφορές μας, βλέπω από Δευτέρα να πέφτει ξύλο, να γίνεται μάχη σώμα με σώμα ποιος θα πρωτοαρπάξει»), διοργανωτές και χορηγοί συναυλιών κ.ο.κ.

Το θλιβερό όμως είναι να το ακούς κι από κείνους που δεν έχουν τίποτα (ή ελάχιστα) να κερδίσουν απ' αυτό το καταναλωτικό όργιο: υπάλληλοι σε διασκεδάδικα / καταστήματα κλπ που από την πλύση εγκεφάλου τείνουν να ταυτιστούν με τον αιμορουφήχτρα τον αφεντικό τους, πειθήνια πρόβατα που αποθεώνουν τον και καλά χαρισματικό πολιτικό ηγέτη, γηπεδικά κοπάδια που αναζητούν στο οπαδιλίκι την δικαίωση για της ζωής τους τα ναυάγια, απελπισμένοι μικροαστοί που νομίζουν πως παίρνουν εκδίκηση για το πενθήμερο εργασιακό γαμήσι.

- Φίλε έπρεπε να ήσουνα στο opening party στο Ακρωτήρι... Έπεφτε ξύλο κανονικά... Όλος ο καλός ο κόσμος μαζεμένος σου λέω, μουνιά επιπέδου Τσάμπιονς Λιγκ, φοβερή μουσικούλα, τα Φεραρικά να σκάνε το 'να μετά το άλλο... Τέτοια σκηνικά δεν είναι για να τα χάνεις.
- Έλα, μη μου πεις... Κάτσε να το πω στ' αρχίδια μου να τοποθετηθούν κι αυτά περί του θέματος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Πηγαίνω κάπου, μεταβαίνω. Το τράβηγμα = η μετάβαση. Συνήθως (αλλά όχι πάντα) η χρήση του υπονοεί ότι η μετάβαση αυτή προκαλεί δυσφορία στον μετακινούμενο, ότι είναι γι' αυτόν σκέτη ταλαιπωρία. Επί το κοσμιότερον, αλλά με την ίδια σχεδόν σημασία, χρησιμοποιείται το πολύ ευρύτερα διαδεδομένο «τρέχω» (αν δεχθούμε ότι το «τραβιέμαι» προκαλεί σεξουαλικούς συνειρμούς). Το «τρέχω» και το «τρέξιμο», αν και πιο πολιτικώς ορθά, δηλώνουν κατά κανόνα ένα βαθμό δυσφορίας του υποκειμένου. Αντίθετα, το «τραβιέμαι» παίζει να χρησιμοποιείται και ουδέτερα, ως ένας εξαιρετικά μαγκιόρικος τρόπος να πεις απλώς «πάω» κάπου.

  2. Βρίσκομαι μέσα σε μια ορισμένη κατάσταση, περνάω μια ορισμένη φάση στη ζωή μου με τις ιδιαιτερότητες και τα προβλήματά της. Εν προκειμένω δλδ, το ρήμα δηλώνει περισσότερο την εν χρόνω διάρκεια μιας κατάστασης ενώ στην περίπτωση 1 δηλώνει την κίνηση.

Παραδείγματα: τραβιέμαι με τα ναρκωτικά απ' τα 14, τραβιέμαι πολύ με τη δουλειά αυτό τον καιρό, τραβιέμαι τώρα 3 μήνες μ' ένα γκομενάκι, η Ρούλα τραβιέται με τα ψυχολογικά της τα τελευταία 2 χρόνια κ.ο.κ.

Τράβηγμα = η όλη φάση, το όλο σκηνικό με τα παλούκια του και τις μανούρες του (αλλά ενίοτε και τις καλές του στιγμές). Και εδώ παίζουν εναλλακτικά τα «τρέχω» και «τρέξιμο», αλλά σε λιγότερες περιπτώσεις. Π.χ. μπορείς να πεις «η Ρούλα τρέχει με τα ψυχολογικά της τα τελευταία 2 χρόνια» αλλά χλωμό να ακούσεις «τρέχει με τα ναρκωτικά από μικρός».

  1. Βρίσκομαι σε μπελάδες. Σημασία συναφής με την 2 (της οποίας ενδεχομένως θα μπορούσε να θεωρηθεί υποκατηγορία). Εδώ τα τραβήγματα είναι απλώς και μόνο μπελάδες, ενώ η όλη φάση μπορεί ανέτως να χαρακτηριστεί ως εξόχως μανουριάρικη. Τα «τρέχω» και «τρέξιμο» χρησιμοποιούνται σε απόλυτη αντιστοιχία, διαφέρουν όμως όσον αφορά την ένταση της μανούρας. Όταν σε έχει χώσει το αφεντικό να δουλεύεις υπερωρίες απλήρωτες, το λες «τρέξιμο», το λες και «τράβηγμα». Όταν όμως σε κυνηγάει κάποιος πιστωτής σου να τον ξοφλήσεις και απειλεί ότι, αν δε το κάνεις, θα σε θάψει, τότε έχεις απλά πολύ χοντρά τραβήγματα.

Γενικά και για τις τρεις περιπτώσεις: το «τραβιέμαι» είναι πιασάρικο διότι γραμματικώς ανήκει στη μέση φωνή, η οποία διατηρεί στενές επαφές τρίτου τύπου με την παθητική φωνή (και κλίνεται όπως αυτή). Τονίζει δλδ τη διάσταση του πάθους, του ακούσιου, του αναγκαστικού. Βλ. και το κλασικό «τραβάτε με κι ας κλαίω». Γιατί όλους μας αρέσει κατά βάθος να μας τραβολογάνε κι ας μη το παραδεχόμαστε. Έχει τη καύλα του ενίοτε να αφήνεσαι, να παρασύρεσαι, να άγεσαι και να φέρεσαι, να είσαι άθυρμα στον άνεμο, να μην προσπαθείς ψυχαναγκαστικά να τα έχεις διαρκώς όλα υπό τον έλεγχό σου, να αφήνεις και λίγο τα πράματα στην τύχη.

Some of them want to be abused, όπως έλεγαν και οι Ευρυθμικοί.

  1. - Μαλάκα ψάχνω να βρω λίγη φούντα για την Κυριακή που θα 'μαστε με τη Γωγώ. Γουστάρω να 'χω κάτι να την κεράσω, μη με πάρει και για μαλάκα... Tραβιόμαστε καμιά Ομόνοια λες;
    - Είσαι άσχετος τελικά. Στην Ομόνοια πας μόνο για ζαπρέ αγόρι μου, δεν πας για μαύρο... Για μαύρο μόνο στους γύφτους.
    - Ε άντε λοιπόν ρε φίλε, θα με πετάξεις με το μηχανάκι να ψωνίσουμε; Θα σου βάλω και βενζίνη...
    - Δε θα 'σαι καλά μου φαίνεται. Δεν τραβιέμαι τέτοια ώρα Ζεφύρι για κανένα λόγο... Αύριο και βλέπουμε...

  2. - Πόσα χρόνια τραβιόσαστε με το φροσάκι βρε μαλάκα; Τρία, τέσσερα; Πώς και την παλεύεις ακόμα;
    - Το κέρατο όμως που της έχω περάσει δεν περιγράφεται.

  3. - Πριν δυο χρόνια που λες, ο Γιαννάκης κι ο Τάσος κάνανε την κέντα και πήρανε το εκείνο το μπαράκι που πουλιότανε στο Μαρούσι. Το δούλεψαν καλά στην αρχή, κονομάγανε, γαμούσαν και τα γκομενάκια που πήγαιναν να ζητήσουν δουλειά... Κομπλέ η φάση, αμέρικαν ντρημ σου λέω κι έτσι...
    - Και μετά τι χάλασε;
    - Μετά ο ένας έμπλεξε με τα κοκορέτσια, τον άλλο τον έβαλε μες το βρακί της μια καριόλα μπαργούμαν που γνώρισε εκεί... Το παράτησαν το μαγαζί, άρχισαν να μπαίνουν μέσα... Χρώσταγαν στην εφορία, στο προσωπικό, στον προηγούμενο ιδιοκτήτη. Στο τέλος έβαλαν λουκέτο. Και τώρα έχουν όλους αυτούς να τους κυνηγάνε, χώρια τα δικαστήρια για τα ναρκωτικά. - Πω ρε φίλε, αυτά είναι χοντρά τραβήγματα.

αφού κορόιδο πιάνεσαι τί θέλεις και τραβιέσαι; (από joe909, 06/09/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απόσταγμα σοφιάς του ελληνικού λαού για ένα από τα αγαπημένα αθλήματά του. Οι διάφοροι ξύστες έχουν φτάσει σε επίπεδο να χρησιμοποιούν και εργαλεία γι' αυτήν την αμιγώς χειρωνακτική εργασία και έχουν καταλήξει, έπειτα από δοκιμές με διάφορα εργαλεία, πως καλή η τσουγκράνα, αλλά αφήνει κενά η άτιμη.

Χρησιμοποιείται για να χλευάσεις την παντελή έλλειψη ενεργοποίησης και το μόνιμο καθεστώς της ρέχλας. Ύπάρχει και η εκδοχή ξύσ' τ’ αρκίδια σ' με τον κασμά γιατί η τσουγκράνα αφήνει κενά.

- Έλα ρε Γιάννη, πού είσαι ρε, τι κάνεις;
- Καλά ρε, έχω εξεταστική αλλά αρχίδια, λιώνω στα γάρα, γιουτούμπε και σλανγκ.
- Α καλά... Φιλαράκι, ξύστα με κασμά γιατί η τσουγκράνα αφήνει κενά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται μόνο για τις γάτες και είναι ο ήχος που βγάζουν (με κάποιον άγνωστο μέχρι τώρα τρόπο) από το σώμα τους, μέσω της μύτης τους, όταν τις χαϊδεύεις ή όταν γενικά είναι ευτυχισμένες και χαλαρές. Το κάνουν όμως και σε πολύ δύσκολες στιγμές, όταν είναι πονεμένες ή ετοιμοθάνατες, πράγμα ιδιαίτερα σπαρακτικό, μπορώ να σας πω. Το κάνουν επίσης οι θηλυκές γάτες όταν θηλάζουν και περιποιούνται τα μικρά τους. Ο ήχος αυτός, μαζί με την ελαφρά δόνηση που τον ακολουθεί, λειτουργεί καταπραϋντικά, και για τις ίδιες (επενεργεί ως αγχολυτικό), αλλά και για τον άνθρωπο που τις έχει στην αγκαλιά του, στα πόδια του, στο κρεβάτι του, πάνω στο σώμα του γενικά.

Πολύ σπανιότερα λέγεται και «ρονρονίζω», από την γαλλική (για τις γάτες πάλι) ονοματοποιία «ron ron» (ρ. ronronner). Επίσης λέμε «γουργουρίζω», αλλά έτσι συγχέεται με τον ήχο που βγάζει το στομάχι μας όταν πεινάμε ή έχουμε καούρες.

Ο ήχος λέγεται «χουρχούρ».

Σήμερα η γάτα μου κρύωνε και δεν ξεκόλλησε από πάνω μου, όλη μέρα ήθελε αγκαλιά και χουρχούριζε.

αυτοί είναι άντρες! (από ironick, 04/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published

Λέξη-έκφραση πασπαρτού που με μιας διαγράφει ό,τι κακό έχουμε προηγουμένως πει είτε είναι μειωτικό για κάποιον άλλο, που τις περισσότερες φορές είναι, είτε ασεβές και δεν αρμόζει στην αγωγή αυτού που το λέει. Η χρήση της έκφρασης αποδεικνύει περίτρανα πως ακόμη υπάρχουν άνθρωποι που πιστεύουν στις τεχνικές της στρουθοκαμήλου. Βέβαια, η λέξη τείνει να γίνει λεκτικό πάσο για να ξεστομίζει κανείς ό,τι μαλακία του έρθει στο κεφάλι και μετά να βγαίνει λάδι ζητώντας συγχώρεση. Λογικό είναι μετά ο σοφός εκείνος άνδρας να εμπνευστεί το «Από τότε που βρέθηκε η συγνώμη χάθηκε το φιλότιμο».

Συνήθως ακούγεται από τύποις θεούσες που παραγγέλνουν με χωρίς γάλα τον καφέ σε περίοδο νηστείας δυνατά για να τις ακούσουν όλοι, από κουτσομπόλες που κρατούν τεφτέρι με το τι-και-πώς της γειτονιάς, του τετραγώνου, του δήμου κτλ, από τύπους με χαλαρό ηθικό υπόβαθρο σαν αντίδοτο στις τύψεις και από άλλους γκραν γαμάω τύπους που έχουν ψιλομπερδέψει την έννοια της συγχώρεσης με αυτή της «κάνω την παπαριά μου και μόνο ο Θεός είναι κριτής μου». Όλα τα παραπάνω ισχύουν και για το αντίθετο φύλο, αλλάξτε απλά τις καταλήξεις.

(Δύο θύαινες συζητούν αμέσως μετά την περιφορά του Επιταφίου)

- Αχ Κούλα, τι αγαλλίαση κι αυτή.
- Ναι βρε Τούλα, ο καημένος ο Χριστούλης πήρε τις αμαρτίες μας.
- Ναι, ναι. Κι εμείς οι αχάριστοι τίποτα δεν δίνουμε πίσω. Οι τελευταίοι των τελευταίων είμαστε.
- Ά, να γεια σου. Σαν την Μαριγώ την παστρικιά! Με καλσόν δίχτυ ήρθε η άτιμη.
- Αμ η Βαγγελιώ του χασάπη; Για εκκλησία ήρθες μαρή για για βίζιτα, θεμουσχώραμε. Η φούστα εσώρουχο ήταν θαρρώ!
- Άσε άσε, φωτιά θα ρίξει ο Θεός να μας κάψει...
- Που να έβγαζα καταρράχτη και Αϊζενάουερ μια ώρα αρχύτερα να γλίτωνα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εξοργίζομαι σε τέτοιο βαθμό που με πιάνει μια υστερία, ένα παραλήρημα από φωνές, ουρλιαχτά και μπινελίκια χωρίς αυτοέλεγχο, με αποτέλεσμα η κατάστασή μου να θυμίζει, κυριολεκτικά ή καθ' υπερβολή, λυσσασμένο άνθρωπο με αφρούς στο στόμα.

- Φιλενάδα έκανα μαλακία...
- Μίλα τέκνον μου. Με το Γιάννη;
- Ναι, αλλά όχι γκομενικά και τέτοια. Θυμάσαι το λουκάνικο που έχει και στέκεται στην αποθήκη και μαζεύει σκόνες; Έβγαλα κι έπλυνα τις παραλλαγές του...
- Και;
- Αυτά τα φθηνοπράματα δεν ήταν για πλύσιμο τελικά... Ένα μάτσο κουρέλια έβγαλα από το πλυντήριο. Τα είδε και έβγαλε αφρούς. Το τι άκουσα... Καθόταν κι έκλαιγε για κάτι λοχιόσημα, για κάτι πέυ-μπουκ, ιστορικά εξοδόχαρτα και κάτι τέτοια ακαταλαβίστικα.
- Χαχα! Και δεν του είπες αυτό που λένε στα αγοράκια; «Μέχρι να πας φαντάρος θα γιάνει!». Χαχα!
- Ναι, παίξε με τον πόνο μας τώρα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ρήμα λακάω ή λακίζω σημαίνει, ότι απομακρύνομαι γρήγορα, τρέπομαι σε φυγή, το βάζω στα πόδια, αντιλαμβανόμενος τον κίνδυνο.

Προέλευσης αρχαιοελληνικής [αρχ. λακῶ σκάω - τρέχω].

Προσωπικά το έχω ακούσει στην Πελοπόννησο (άλλη μία ιστορική φράση από εκεί) περιγράφοντας τη φυγή στην οποία τρέπονται τα ζωντανά, πρόβατα κυρίως, όταν αντιλαμβάνονται ανθρώπινη παρουσία.

  1. Αθλητικό σχόλιο στο διαδίκτυο:

Για άλλον πήγαινε, άλλον που δεν περίμενε είδε μαζί του και όπου φύγει-φύγει!! Είδε αυτόν που μετά χαιρέτισε κι αγκάλιασε ο Θανάσης Πολίτης και φιλήθηκε σταυρωτά μαζί του! Για τον άλλο πήγαινε, άλλον είδε και λάκισε! Το θέμα βέβαια, είναι γιατί…

  1. Ρητορικό ερώτημα διαδικτυακού forum:

russo, μήπως λάκισε ο γαμπρός γιατι δεν έδινες καλή προίκα;;;

  1. Έτερο σχόλιο ποδοσφαιρικού blog:

Λάκισε; Είναι πιθανό.
Ισως ο ίδιος έψαχνε αφορμή να φύγει μετά τη διαρροή της
περίφημης παραίτησής του:
αν αυτό συνέβη, δεν μου κάνει εντύπωση, ο Νικολαΐδης δεν δύναται
να λειτουργήσει υπό προθεσμία.
Αυτό που μέρες τώρα με τρώει είναι από πού λάκισε.
Συγχωρήστε μου την αδυναμία, αλλά δεν βλέπω και τίποτα που να μοιάζει σπουδαίο στον χώρο του ελληνικού ποδοσφαίρου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ευρέως γνωστή έκφραση «δουλεύω κάποιον ψιλό γαζί», σημαίνει ότι τον κοροϊδεύω με τέτοιον επιδέξιο τρόπο, που δεν γίνομαι αντιληπτός.

Το γαζί είναι το πολύ πυκνό ράψιμο με την ραπτομηχανή, το δε ψιλό γαζί ίσα ίσα που γίνεται αντιληπτό.

Μεταφορικά, το ρ. γαζώνω χρησιμοποιείται σε δύο ακόμα περιπτώσεις:

  1. Όταν πυροβολούμε ασταμάτητα πάνω σε κάτι, με αποτέλεσμα στο τέλος να φαίνεται σαν να ράψαμε την επιφάνεια, από τη βροχή των σφαιρών (π.χ. τον γάζωσαν με 300 σφαίρες).

  2. Όταν μάς τσιμπάει κοριός ή άλλο 'μοβόρικο έντομο (π.χ. με γάζωσε κοριός χθες).

  1. Πολιτικό σχόλιο από το διαδίκτυο:

ΤΕΛΙΚΑ μας δουλεύει όλους ο Τσίπρας! Προγραμματικές συγκλίσεις μόνο με… ψηφοφόρους του ΠΑΣΟΚ «βλέπει». Είναι απορίας άξιον πώς τον παίρνουμε στα σοβαρά τον άνθρωπο, όταν μας δουλεύει όλους ψιλό γαζί… Πώς είναι δυνατό να πάμε σε διάλογο μαζί του όταν επιμένει σε μια συμπεριφορά που παραπέμπει σε εφηβικά βίτσια;

  1. Ρητορικό ερώτημα από διαδικτυακό forum:

Γιωργάκη με 'γειά τη μηχανή!! Τελικά ποιά πήρες;;; Ωραία προσπάθεια φίλε. Εσύ έχεις βαλθεί να μας τρελάνεις... Ρε μήπως δεν είσαι αρχάριος και μας δουλεύεις ψιλό γαζί;;;

Η ιστορική διάσταση του δουλέματος ψιλό γαζί.. (από krepsinis, 10/03/09)

Ακόμη: δουλεύω κάποιον. Δες και πιάννω ψιλό γαζί στο cySlang.com.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. εκνευρίζω κάποιον, τον κουρδίζω, τον προκαλώ / θυμώνω πολύ, τσαντίζομαι, είμαι έτοιμος να τσακωθώ
  2. ερεθίζω /-ομαι, καβλώνω
  3. μαστουρώνω, μεθάω
  4. σουλουπώνομαι, φτιασιδώνομαι, βάφομαι, ντύνομαι.
  5. ταχτοποιούμαι (ανέρχομαι) επαγγελματικά
  6. χαλάω την διάθεση κάποιου
  7. διορθώνω
  1. Τον έφτιαξα τον δικό σου, τον έκανα πύρκαυλο με αυτά που του αποκάλυψα για τη Λίλιαν και πάει γραμμή τώρα να της τα πει ένα χεράκι... θα γίνει χαμός!

  2. Γιατί ρε μωρό μου δε φοράς πια εκείνα τα καβλιάρικα εσώρουχα που με φτιάχνανε έτσι ωραία και μου' ρχεσαι όλο με το περιοδόβρακο...

  3. Πάλι τα ίδια, κάθε μέρα έρχεται φτιαγμένος στη δουλειά, τα κάνει μαντάρα και πρέπει να βγάζω εγώ το φίδι από την τρύπα...
    (σ.σ. σόρυ για το λινκ, αυτό έχουμε!)

  4. Δώσε μου μισό να φτιαχτώ λιγάκι να μην είμαι έτσι χάλια -και σε πέντε φύγαμε!

  5. Είδες πώς φτιάχτηκε ο γιόκας τής κυρα-Περμαθούλας; Όχι θα τον άφηνε στα χαμηλά, τι νόμιζες... Σε λίγο θα γίνει Λαμπράκης στη θέση του Λαμπράκη έτσι όπως πάει.

  6. Τι να σου πω, μας έφτιαξες με τις αηδίες σου πρωινιάτικα...

  7. Φτιάξ' το μου ρε συ το γαμίδι, πάλι χάλασε ρε πστ!

Got a better definition? Add it!

Published