Further tags

Η κατάσταση του ανθρώπου που τον χαρακτηρίζει η φράση «ωχ αδερφέ μου...». Χαρακτηρίζει τους απαθείς ανθρώπους που ακόμα και χαμός να γίνεται γύρω τους αυτοί αδιαφορούν και ασχολούνται μόνο με τα δικά τους (και αυτό στην καλύτερη των περιπτώσεων).

-Θα έρθεις μαζί στην πορεία αύριο; -Μπα, δεν νομίζω μωρέ, έχω κανονίσει να πάω για καφέ. Αλλά εντάξει, θα πάτε εσείς οπότε εμένα τι με θέλετε; -Αυτός ο ωχαδερφισμός θα μας φάει ρε Κυριάκο και θα περάσουν και τον νόμο τελικά...

Δες ακόμη: σκεμπεδισμός, σταρχιδισμός.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Για αυτούς που τον πουτσοπαίζουν, γενικά που είναι πέρα βρέχει και στον κόσμο τους.

Υ.Γ. Γιορτάζουν την Καθαρά Δευτέρα.

- Άντε καλή Σαρακοστή ρε Λία και χρόνια σου πολλά, μην ξεχάσω...
- Ευχαριστώ, αλλά γιατί;
- Ε βρε αδερφάκι μου, όλον τον χρόνο πετάς τον αετό. Αμόλα καλούμπα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση η οποία χρησιμοποιείται κυρίως από άντρες για άντρες, όχι απαραίτητα βέβαια, όταν αυτοί γκρινιάζουν ή παραπονιούνται σαν γκόμενες.

- Τι λες να πάμε Ψυρρή σήμερα;
- Πάλι εκεί μωρέ την άλλη φορά ήταν τίγκα στους κάγκουρες κλπ.
- Πώωωω, πάλι τσινάει η πουτανίτσα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός της παλάμης, χρησιμοποιείται στην περιγραφή της πράξης της μαλακίας.

- Καλά, αυτός πως την βγάζει τόσο καιρό;
- Δουλεύει την χείρα με τα πέντε ορφανά!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μεγάλη έκπληξη, κάτι το απρόσμενο, κάτι το φοβερό.

- Καλά ε!! την είδα κι έπαθα μουνόπλακα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(ή αλλιώς «μας πήραν τα ζουμιά», «μας πήραν τα μέλια»). Όταν στην παρέα υπάρχει ζευγάρι και είναι όλο μέσα στις γλύκες και στα φιλιά μεταξύ τους.

Σιγά ρε! Πώς κάνετε έτσι εσείς; Μας πήραν τα σορόπια!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άδικα, άσκοπα. Εκφράζει θυμό, δυσαρέσκεια.

Με σταμάτησαν τις προάλλες οι μπάτσοι με το αμάξι και πλήρωσα 50 ευρώ γαμησιάτικα για τις ζώνες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η χάρη (συνήθως παράνομη, κρυφή) που ζητάμε από κάποιον να κάνει για εμάς.

Σχετικά λήμματα: βύσμα, δόντι

-Τα έκανα πλακάκια με την γραμματέα του υπουργού και είπε οτι εντάξει, θα μας το κάνει το ρουσφέτι.

Βλ. και κονέ, χαυλιόδοντας. Σχετικά: bluetooth, ρουσφετοπωλείο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ολοκληρωμένη φράση «να δεις τα ραδίκια ανάποδα» σημαίνει ότι θα σε θάψω και μιάς και θα είσαι κάτω από το χώμα θα μπορείς να βλέπεις τα ραδίκια από την ανάποδη (ίσως να εννοεί τις ρίζες).

Σχετικά λήμματα: θυμαράκια

Έτσι και δεν μου φέρεις τα λεφτά αύριο θα σε κάνω να δεις τα ραδίκια ανάποδα!

(από Galadriel, 25/01/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μονοπώλιο. Όταν κάνεις ή χρησιμοποιείς κάτι συνεχώς.

-Μαμά, πες τίποτα στον Γιώργο γιατί το 'χει πάρει εργολαβία το Playstation..
-Τι εργολαβία παιδάκι μου, σπίτι θα χτίσει;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified