Συνηθισμένη έκφραση από αρχαιοτάτων. Λέγεται είτε από ανοησία αυτού που το προφέρει, είτε γιατί προσβλήθηκε από κάτι που είπε ο φιλοξενούμενος του, ή εν γένει απευθύνεται στο άτομο που βρίσκεται στην παρέα και έχει εμπάθεια προς αυτό.

Σάκης: Λοιπόν φιλαράκια, τα λέμε αύριο.
Λάκης: Κάτσε μέχρι να φύγεις.
Σακης: Αχαχαχαχα... καλά τα λέμε, θα σε δω στο πλοίο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κανονίζουμε μπασκετάκι για Σάββατο βράδυ, ένεκα ότι μεγαλώσαμε, δουλειά σπίτι κ.λ.π. και οι εποχές που ήμασταν δεκάξι και παίζαμε κάθε μέρα φύγαν ανεπιστρεπτί. Η παρέα είναι 10 άτομα, σπανίως μαζευόμαστε ζυγός αριθμός (φαντάσου τι τραβάει ο Πλατινί), και συνήθως εμφανίζονται βία έξι άτομα.

Έλα που σήμερα μαζευτήκαμε και οι δέκα, και ο Μάκης έφερε και έναν εξτρά. Το σύνολον 11. Άντε τώρα να παίξεις μονό...

Οπότε ο Μάκης που έκανε την μαλακία, ως άλλος Κύρος Γρανάζης προτείνει να αγγαρέψουμε έναν πιτσιρικά από την απέναντι μπασκέτα (δια της βίας, γιατί είμαστε και άγριοι) και να κάνουμε (ή παίξουμε) πρωταθληματάκια. Δλδ, να κάνουμε τέσσερις ομάδες (των τριών) και να παίξουν όλες οι ομάδες εναντίον όλων, μονά στα 11, και να ανακηρυχθεί ο νικητής. Σαν τους όμιλους του champions' league ένα πράμα.

Τα πρωταθληματάκια είναι η λύση όταν υπάρχει μεγάλος αριθμός διαθέσιμων παικτών για μονό. Το τέλειο είναι τρεις εναντίον τριών. Δύο εναντίον δύο είναι ξελίγωμα μεγάλο γιατί δεν ανασαίνεις, και τέσσερις εναντίον τέσσερις έχει γρίνα γιατί πάντα κάποιος αδικείται σε πάσες και προσπάθειες... Άσε που κάποιοι κατασκηνώνουν κάτω από το καλάθι.

Τα πρωταθληματάκια αποτελούν μια Σολομώντειο λύση, διότι είναι η λύση που δυσαρεστεί λιγότερο. Σε αντίθετη περίπτωση, ή θα γαμιόταν το παιχνίδι (4vs.4), ή κάποιος θα περίσσευε.

Αυτό για τώρα που έχουμε κάποια ηλικία. Όταν ήμασταν μικροί και είχαμε κουράγιο για διπλά, συνήθως καταφεύγαμε στη λύση αυτή, διότι είτε το γήπεδο ήταν μισό, είτε γιατί η άλλη μπασκέτα ήταν πιασμένη από άλλη παρέα.

Πάρτο-βάλτο: Χότζας (από πρόχειρο).

(νομίζω ότι είναι ενσωματωμένο στον ορισμό, με το μαλάκα το Μάκη)

(από electron, 01/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έχω επαφή με κάποιον, κάνουμε παρέα, κλπ.

Η έκφραση σπανίως χρησιμοποιείται θετικά. Συνήθως λέμε «Δεν μιλέμαι», εννοώντας ότι τσακώθηκα, χώρισα τα τσανάκια μου, έκοψα, κάνω μούτρα, κουτουλού.

- Τά 'μαθες; Η Βάλια και η Κάτια δεν μιλιούνται λέει!
- Έλα!!!

(από MXΣ, 18/08/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δεν πρόλαβα να βγάλω λέξη από το στόμα μου, ή να κάνω οτιδήποτε, επειδή κάποιος άλλος μονοπωλούσε την συζήτηση ή, γενικώς, τα 'κανε όλα μόνος του.

Παίζαμε στο ίδιο γήπεδο, σφύριξε η λήξη και την μπάλα στα πόδια μου δεν την είδα, την είχε ο άλλος, ο παράλλος, κάποιος, εγώ μια φορά δεν την είδα. Η μπάλα σε αυτό τον βαθύ στοχασμό είναι η μεταφορική έννοια που εκφράζει την σειρά στην συζήτηση, ή σε μια συνέχεια ενεργειών.

Αφορά συνήθως διαλόγους, συνομιλίες κ.λπ. μεταξύ δύο ή περισσότερων προσώπων. Παίζει ιδιαίτερα άμα σου κάτσει συζήτηση με άτομα που διακόπτουν τον εαυτό τους, μπουρμπούραγες και γλωσσοκοπάνες.

Και καλά άμα τον ξέρεις τον άλλο, κολλητός κιέτσ', είσαι προετοιμασμένος αρμοδίως κι όταν τον πιάνει η μαλακία, του παίρνεις την μπάλα από τα πόδια θρασύτατα τ. «πάλι μονότερμα θα με πας ρε, κάτσε να σου πω εγώ και μου λες». Αν δεν τον ξέρεις και σου βρεθεί σε παρέα απρόοπτα την έκατσες, αφενός γιατί σε πιάνει απροετοίμαστο, αφεδύο γιατί τί να του πεις τώρα ξένου ανθρώπα, τόνε ντρέπεσαι και την τρως...

Όταν αφορά ενέργειες, συχνά δεν είναι και χάλια να μην παίρνεις πάσα, μπορείς να ξαπλώσεις κάτω από το πεύκο παίζοντας την φλογέρα σου, όσο ο άλλος κάνει τα πάντα για πάρτη σου κι όταν ολοκληρώσει, να σηκωθείς, να τινάξεις τις πευκοβελόνες και να τον ευχαριστήσεις που σε βοήθησε.

Πάσα: acg από το ΔΠ.

  1. Κρυφό τεύχος της Φραπέ Slangossip (το εξώφυλλο που απορρίφθηκε):

Νέα από την τελευταία συνάντα slang.gr Νοτίου Ελλάδος: «Δεν πήρα πάσα» ομολόγησε ο ρουμάνος. Ποια πρωτοπαλίκαρά του μονοπώλησαν την συζήτηση. Έξτρα cd με τα ροχαλητά όσων δεν είδαν καν την μπάλα... μπόνους μήδι με δαιμονικό γέλιο, έτοιμο για uploading.

  1. (ευγενική χορηγία από poniroskylo)
    - Είχε και κάτι ντολμαδάκια... ωραία φαινόντανε, αλλά δεν πήρα πάσα... μέχρι ν' ανοίξω το κρασί, πέσανε όλοι οι νηστικοί και τα εξαφανίσανε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που περιγράφει μια μάζωξη γνωστών μεταξύ τους ανθρώπων, φίλων ή συγγενών, σε στενό κύκλο, συνήθως σε σπίτι κάποιου από την παρέα, για κανένα ουζάκι, για κανένα μεζεκλίκι, για κουβεντούλα και καλό χαβαλέ.

Και οι δύο συνιστώσες λέξεις (biz bize) είναι τουρκικές αντωνυμίες, ολόκληρη δε η έκφραση σημαίνει αυτολεξεί εμείς σε εμάς ή εμείς για μας. Η επιτυχέστερη, δηλαδή, μετάφραση είναι το γνωστό εμείς κι εμείς.

Πρβλ. και αζμπέτε.

[Ασίστ acg από το δημόσιο πρόχειρο.]

- Έβγαλα τη φουφού, την καθάρισα και πήρα κρεατικά, πράμα που σαλεύει! Το βράδυ σας έχω υπερπαραγωγή!
- Θα έρθει πολύς κόσμος;
- Όχι ρε, μπιζ μπιζέ φάση, εσύ φέρε μόνο την κιθαρούλα σου κι είμαστε πρώτοι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ατάκα από σύντομο ανέκδοτο που έχει περάσει στην καθομιλούμενη, είτε σαν χοντράδα από αποτυχημένα καμάκια, είτε ως αστεϊσμός ιδίως σε ανδροπαρέα για ασαράντιστους.

Συνήθως δε, προσθέτουμε ενδιάμεσα και κάτι ακόμη πιο σαχλό για να δέσει το γλυκό, όπως «πιες ένα ποτό» ή «δες την συλλογή γραμματοσήμων μου». To «πάμε σπίτι μου», που θα έπρεπε να προηγείται, παραλείπεται ή υπονοείται.

  1. (σκηνή από Greek καφετέρια. Αυτή πιπίνι τριζάτο, αυτός βερμουδιάρης χλέμπουρας)
    - Μωρό, πάμε για ένα ποτάκι μετά...;
    - Α μπα*, έχω να διαβάσω για εξετάσεις…(μαζεύει τα τσαμασίρια της)
    - Έλα μωρέ μωράκι, ένα ποτάκι θα πιούμε, δεν θα σε δαγκώσω.
    - Δεν μπορώ σου λέω, με περιμένουν οι φίλες μου… (έτοιμη να φύγει)
    - Κοίτα, έλα, πίνεις ένα ποτό, κι άμα δε σ' αρέσει ντύνεσαι και φεύγεις! - Α, να χαθείς, γελοίε! (φεύγει τρέχοντας…)
    - Πάλι μόνος σήμερα, γαμώτο… Τι να φταίει άραγες;

  2. (συνάδελφοι, Παρασκευή βράδυ μετά το γραφείο…)
    - Πάμε για μιά μπυρωίνη με τα παιδιά να κουλάρουμε, θα ‘ρθεις μεγάλε ;
    - Α μπα*, πάω σπίτι, με περιμένει η γυνή, το πυρ (γιος) και η θάλασσα (κορούλα)…
    - Έλα μωρέ για καμιά ώρα, θα έχουμε μπυροκατάσταση, δεν θ 'αργήσουμε!
    - Όχι σου λέω, είναι μπερδεγουέη η φάση (και θα ξενυχτήσω και στο slang.gr…)
    - Έλα ρε συ, πιες ένα ποτό, κι άμα δε σ' αρέσει ντύνεσαι και φεύγεις!
    - (το σκέφτεται, και για να μην τον περάσουν και για μάπα…) Καλά τότε, για ένα ποτάκι μόνο, ε ;

*@ φίλε Gatz ούτε εδώ υπάρχει αναφορά στους ΑΒΒΑ…

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύνθετη έκφραση που δηλώνει αγανάκτηση για την και καλά παρακμή του ανδρικού φύλου με την εμφάνιση διάφορων φαινομένων όπως οι στρέι, οι μετρό, η τριχοφοβία και τα παρόμοια.

Δευτερευόντως, περιγράφει την ανάμιξη ή και το νταλαβέρι προσώπων από πολύ διαφορετικά περιβάλλοντα, ηθικές αξιολογήσεις και καταβολές ο καθένας, ανθρώπων των οποίων ο συγχρωτισμός και η συναναστροφή μας προξενεί έκπληξη μάλλον δυσάρεστη.

Ο σλανγκισμός δομείται αφενός από την προϋπάρχουσα εξαπανέκαθεν εκφρασούλα «μαλλιά-κουβάρια» που σημαίνει το μπλέξιμο και, αφεδύο, την προσθήκη του ζεύγους «πούστηδες και παλικάρια» που προκαλεί αυτήν την έντονη αντίθεση. Τώρα βέβαια, μετά την πολιτογράφηση και του «πονάν τα παλικάρια;» η αντίθεση μπορεί να στερείται κάποιας βάσης, ωστόσο, κατά την εποχή που σφυρηλατήθηκε το λήμμα, τα παλικάρια ήταν ακόμα άντρακλες με τη βούλα και οι πούστηδες ήταν πούστηδες, όμορφα, ωραία και νοικοκυρεμένα, λέμε τώρα...

Πιο συγκεκριμένα, οι χρήσεις της έκφρασης κυμαίνονται ως εξής:

  1. Μόλις έχουμε πληροφορηθεί ότι κάποιος βαρβάτος, που τον είχαμε για αρσενικό λίρα εκατό, το σηκώνει το σακάκι. Αλλά και γενικότερα, για να μιλήσουμε απαξιωτικά για το κύμα εξόδου από την ντουλάπα που μας χαλάει ως Ελληναράδες.

  2. Για να επικρίνουμε τον πολιτικό αμοραλισμό αυτών που είναι με άλλο κόμμα το πρωί και άλλο το βράδυ (άλλωστε οι αγγλοαμερικανοί λένε για την διαπλοκή πως όλοι στο ίδιο κρεβάτι καταλήγουν).

  3. Όταν η αντιμετώπιση της κοινωνίας ή ενός μικρόκοσμου είναι ίδια και για τους άξιους και για τα λαμόγια.

  4. Όταν στην παρέα μας ή σε έναν χώρο μαζευτεί ασύνδετο και ό,τι νά 'ναι πλήθος.

  1. - Έστρωσε ο καιρός κολλητέ, δεν ξεκινάμε σιγά-σιγά κάνα μπασκετάκι με τους άλλους; Έφτιαξα σκεμπελιακούς όλο το χειμώνα αραχτός.
    - Ποιοι είναι οι άλλοι που λες;
    - Ο Φώντας και ο Νώντας, γιατί;
    - Έχεις χάσει επεισόδια αγόρι μου. Αυτοί από γυμναστική το έχουν γυρίσει σε σπαγκάτα και μπαλέτα τώρα πια...
    - Μιλάς με γρίφους, γέροντα! Την ξεφλουδίζουν την μπανάνα;
    - Ίσια και παλικαρίσια...
    - Τι να πω... Πούστηδες και παλικάρια γίναμε μαλλιά-κουβάρια... Μας χάλασαν και την άθληση ρε γαμώτο...
    - Βόλεϋ δωματίου ξέρεις;
    - Κι εσύ με τεκνό Βρούτε; Ευχαριστώ, δεν θα πάρω. Τρεις πιθαμές από τον κώλο μας κι όπου θέλει ας μπει....

  2. - Το ξέρω ότι είμαι λίγο κολλημένος ρε συ, αλλά δεξιά εγώ δεν ψηφίζω. Ευχή και κατάρα του θείου μου που μαρτύρησε στην Ίφκινθο...
    - Καααλά. Λες και δεν είδες τι αλλαξοκωλιές έγιναν την τελευταία φορά.
    - Δηλαδή;
    - Πού ζεις; Παπαθεμελήδηδες, Μάνοι, Ανδρουλάκηδες, Κοντογιαννόπουλοι, Μπίστηδες, Δαμανάκες... Θες κι άλλους;
    - ...
    - Άστα-βράστα. Πούστηδες και παλικάρια γίναμε μαλλιά-κουβάρια...

  3. - Εγώ παλεύω σαν τον μαλάκα να πάρω τις άδειες από δεκαπέντε φορείς για το αιολικό, που έχω τον πιο σοβαρό φάκελο στην περιφέρεια και που στο κάτω-κάτω, τόσο πίσω που είναι η χώρα θά 'πρεπε να μας προσέχουν εμάς που ανοιγόμαστε στην πράσινη ενέργεια, πρωινό στο κρεβάτι θά 'πρεπε να μας φέρνουν κι αυτός...
    - Αυτός τι;
    - Πάει και μου παρευρίσκεται σε δεξιώσεις και απευθύνει συγχαρητήριους λόγους, υπουργός πράμα, στο κάθε λαμόγιο της παραλιακής, που έχουν στο κεφάλι τους ο καθένας πενήντα καταδικαστικές για τα κωλομάγαζά τους...
    - Γάμησέ τα κι άφησέ τα φίλε μου. Πούστηδες και παλικάρια γίναμε μαλλιά-κουβάρια...

  4. - Καλά, γιατί γίνεται ξαφνικά τέτοιος χαμός στο μπαράκι; Εδώ γαμάει ο κουφός τον μουγκό! Χάσαμε το στέκι μας ρε πούστη μου...
    - Άσε, μου τά 'πε η μπαργουμάνα. Έβαλε ο μαλάκας το αφεντικό έναν πουσταρίκο φίλο του σεναριογράφο και ανέφερε το μαγαζί σε ένα σήριαλ της πούτσας και το έκανε μόδα. Κοπάδια ολόκληρα έρχονται, λες και κάτι θα καταλάβουν...
    - Η σάρα και η μάρα... Πούστηδες και παλικάρια γίναμε μαλλιά-κουβάρια...

Ετς! (από joe909, 02/12/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ομαδικός εναγκαλισμός νεοκεκαρμένου συμμαθητού.

Χαριτωμένη δραστηριότητα παρελθουσών δεκαετιών όπου ο ανθός της ελληνικής κοινωνίας απεφόρτιζε την επιθετικότητα του στους σβέρκους των πλησίον του και ουχί στην δημόσια και ιδιωτική περιουσία.

Πάνε πια αυτά!

- Ο Βασίλης κουρεύτηκε!
- Μπούγιοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοο!
- Ααααααααα
- Ζεις αιώνια κι΄ανασαίνεις, όταν λες μολών λαβέ!
(Οιμωγές)

Βλ. και σχετικά λήμματα φατούρο και σύννεφο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από τις εμβληματικές λέξεις του Τσιφόρου. Και κυρίως χάρη στον Τσιφόρο, νομίζω, έχει διασωθεί.

Το γκεζί είναι λέξη με τούρκικες ρίζες. Στα Τούρκικα gezi είναι ο περίπατος, η εκδρομή, ίσως κι ένας τόπος αναψυχής. Στα Ελληνικά, όμως, η λέξη έχει πάρει άλλες σημασίες, πολύ διαφορετικές.

Κάνω γκεζί ή πιάνω γκεζί σημαίνει κάνω παρέα, συντροφιά, αναπτύσσω προσωπικές σχέσεις -ίσως αυτή η σημασία να είναι πιο κοντά στο Τούρκικο ορίτζιναλ καθώς ένας ευχάριστος περίπατος συνήθως γίνεται με παρέα. Ο Τσιφόρος χρησιμοποιεί τη λέξη για να περιγράψει μια φιλία μεταξύ ανδρών (παρ.1) αλλά, αν θυμάμαι καλά, και τη σχέση ενός ζευγαριού που τά 'χει βρει και ετοιμάζονται να σπιτωθούν.

Παρέα, βέβαια, κάνουν και άνθρωποι με κοινά οικονομικά ενδιαφέροντα, όχι απαραίτητα νόμιμα, και ο Τσιφόρος χρησιμοποιεί τη λέξη επίσης για να περιγράψει γενικά την πιάτσα, το μάγκικο περιθώριο (παρ.2) και με τη σημασία αυτή το γκεζί γίνεται συνώνυμο και με το κουρμπέτι (παρ.3).

Η λέξη έχει περάσει και στην καθομιλουμένη ως γιαλαντζί μαγκιά και, σε πρώτη φάση, σημαίνει απλώς το επάγγελμα, το σινάφι (παρ.4). Έται, μπαίνω στο γκεζί = μπαίνω στο επάγγελμα. Υποδηλώνει, όμως, και την ρουτίνα της δουλειάς καθώς και την εμπειρία που κάποιος αποκομίζει όταν βρίσκεται σ' έναν επαγγελματικό χώρο πολύ καιρό (παρ.5). Όταν, λοιπόν, κάποιος λέει είμαι στο γκεζί υπονοεί και ότι ξέρει καλά τα κατατόπια αλλά και ότι, βασικά, έχει βαρεθεί. Και όταν η βαρεμάρα και η μονοτονία γίνονται τα κυρίαρχα στοιχεία και προφανής οδός διαφυγής δεν υπάρχει, τότε το γκεζί γίνεται συνώνυμο και με το λούκι (παρ.6).

  1. Πιάσανε λοιπόν το γκεζί (= κάνανε παρέα). Τα βράδια φύσαγε ο αγέρας, παγώνανε οι πλάκες, τουρτουρίζανε κάτου από τη μονή κουβέρτα οι κρατούμενοι και στη γωνιά ο Τεράχ μπέης δώσ' του το λακρεντί με τον Τάσο... (Από το Ο Μαγικός Άνθρωπος, του Ν. Τσιφόρου, η επεξήγηση από το gerontakos.blogspot.com)

  2. Λεφτά πολλά είχε ο Φέτας, εφόσον χρόνια στο γκεζί, έκανε μεγάλες δουλειές με τα πάντα, από κλεπταποδόχο μέχρι δανειστή. (Από το 'Βικτωρία η Ωχρά' του Ν.Τσιφόρου)

  3. «...Για δες πως την φερμάρουν στο γκεζί
    μες στο κουρμπέτι για τα σέα και τα μέα
    κάτι σαΐνια μαστοράκια στο γαζί
    και την βολεύουνε κιμπάρικα κι ωραία...» (Από το ρεμπέτικο-μαϊμού Το ταράφι και η πιάτσα των Πλέσσα-Καλαμαριώτη)

  4. - Θυμάστε το πρώτο-πρώτο σκίτσο που κάνατε στη ζωή σας;
    - Ναι. Ήταν τελικός κυπέλλου. Ολυμπιακός-Παναθηναϊκός. Έβαλα τις δυο ομάδες να τραβάνε εκατέρωθεν τα χερούλια του κυπέλλου και να τα έχουν ξεχαρβαλώσει. Δημοσιεύτηκε το πρωί στην «Αθλητική Ηχώ» και το απόγευμα το ματς κατέληξε σε μακελειό. Όλοι με είπαν προφήτη! Προσλήφθηκα απ' την εφημερίδα και μπήκα στο γκεζί! (Συνέντευξη του σκιτσογράφου Κ. Μητρόπουλου στο www.os3.gr)

  5. Η λύση στο μπέρδεμα είναι εύκολη : να πίνεις περισσότερο και να σκέφτεσαι λιγότερο...τι σκατά, 8 χρόνια μέσα στο γκεζί το ακαδημαϊκό το έχω φιλοσοφήσει! (Από το leavingandliving.blogspot.com)

  6. Είχε αρχίσει η ιστορία πια να ξεκι­νήσει αυτή η διάσπαση, η σύγκρουση με τους έξω, με τους γραφειοκράτες, από τα κάτω. Και δυστυχώς μεσολαβεί η δικτατο­ρία όπου μπαίνουμε ξανά όλοι μαζί στο γκεζί -λούκι το λέμε σήμερα- και γίνεται πάλι από τα πάνω, όπου είναι μπασταρδεμένη η υπόθεση, είναι προδομένη από χέρι. (Συνέντευξη του Χ. Μίσσιου στη Ρήξη, από το www.ardin.gr)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(ή αλλιώς «μας πήραν τα ζουμιά», «μας πήραν τα μέλια»). Όταν στην παρέα υπάρχει ζευγάρι και είναι όλο μέσα στις γλύκες και στα φιλιά μεταξύ τους.

Σιγά ρε! Πώς κάνετε έτσι εσείς; Μας πήραν τα σορόπια!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified