Ο γερμανός μεταφραστής θα έγραφε τρελές αρλούμπες αν δεν υπήρχε το σλανγκρ να του εξηγήσει ότι αυτή η φράση δεν κυριολεκτεί ακριβώς, αλλά είναι περισσότερο σχήμα λόγου που δηλώνει:

  1. ότι τελικά, «συνεννοηθήκαμε», βγήκε άκρη από την κουβέντα μας, από κει που σκάλωνε σε κάτι αδιαφανές, απροσδιόριστο, κοινώς μισόλογο και ύποπτο από πλευράς σου. Δηλ. με αυτά που μου έλεγες δυσκολευόμουν να σε πιστέψω, αλλά τώρα που το εξήγησες καλύτερα επανήλθα και καλά στην αρχική εικόνα που είχα για σένα. Τις περισσότερες φορές όμως το λέμε με δυσπιστία ή ειρωνικά, για να δείξουμε ότι καταλάβαμε πως ο άλλος μας δουλεύει ψιλό γαζί.

Παρομοίως λέμε: «έτσι πες μου/μας (ντε)», «πες το Χρυσόστομε», «τώρα μιλάς», « α μπράβο», «να γεια σου», κττ.

  1. αρχή αφήγησης που μας προδιαθέτει για γκαντέμικη εξέλιξη εις βάρος τού πάντα αθώου κι ανυποψίαστου αφηγούμενου πρωταγωνιστή.

Συντάσσεται με το «να» και σημαίνει: πήρα την απόφαση (μετά από πολλή σκέψη) να..., «έκανα να (ξεκίνησα να)...». Πολύ συχνά συνοδεύεται και από έναν μεμψιμοίρικο χαρακτηρισμό του αφηγούμενου («είπα ο μαλάκας να...», «είπα η κακομοίρα να...»).

Πολύ πιθανό να βαστάει η έκφραση από τη ρήση «είπε ο Εβραίος να πάει στο παζάρι κι ήταν η μέρα Σάββατο».

1.α. Τι ερωτηση ειναι αυτη; Σου φαινεται να το εκανα εγω; Οχι δεν το εκανα εγω!

α ειπα και γω

1.β.
καλά το κατάλαβα, είπα κι εγώ, εσύ να μιλήσεις, αν είναι δυνατόν!.. Το στόμα σου το έχεις μόνο για να τρως.

1.γ. Σύσταση ειδικής ομάδας της ΕΛ.ΑΣ για προστασία των ανήλικων, προανήγγειλε ο Μ. Όθωνας
είπα και γω...(;) ..που στο δ****ο θα πήγαιναν τα χρήματα που περικόπηκαν από την παιδεία. Στην αμορφωσιά..

  1. ΑΠΟΓΟΗΤΕΥΣΗ
    Είπα και γω ένα Σάββατο να βγω να πάω στα λεγόμενα βλάχικα για κοντοσούβλι, που τόσο καλά λόγια είχα ακούσει. Δοκίμασα το εν λόγω μαγαζί... Τι το ήθελα; Το φαγητό ήταν σκέτη απογοήτευση. Οι πατάτες άνοστες, το κρέας μέσα στα μπαχαρικά σε σημείο να μη θυμίζει γευσtικά κρέας(κοντοσούβλι χοιρινό). Απλά τζάμπα έφυγε το 20αρικο. ΑΙΣΧΟΣ.

(από το νέτι ούλα)

Got a better definition? Add it!

Published

Κλασικότατη καθημερινή έκφραση αποδοκιμασίας ή αγανάκτησης. Σα να λέμε τα πιάσαμε τα λεφτά μας, δέσαμε μούτσο, όλα του γάμου δύσκολα κι η νύφη τραβεστί και δεν συμμαζεύεται.

Βλ. μήδι 1. αατα.

(από Jonas, 27/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

«Κάνω οχτάρια» σημαίνει οδηγώ ή παραπατώ σε βηματισμό που θυμίζει το σχήμα 8. Γιατί είναι αδύνατο να πάω ίσια.

Οφείλεται στο μεθύσι ή σε ζάλη. Όταν αφορά την οδήγηση, είναι αποτέλεσμα κάποιας λανθασμένης (ή ξεπίτηδες καγκούρικης) κίνησης.

Με ρώτησε η μάνα του αν ήπιε πολύ χθες ο γιος της, τι να της πω, ότι είχε γίνει ντίρλα και παραπάταγε και έκανε οχτάρια, και ότι τελικά πήρα εγώ το αυτοκίνητο αλλά το στουκάραμε στη μάντρα; Ε της είπα ότι φταρνίστηκε και του ξέφυγε το τιμόνι.

(από Khan, 07/02/12)Στο 1.00, "για σένα κάνω στην άσφαλτο οχτάρια", ούμπερ ποίηση Αντύπα. (από Khan, 07/02/12)

Τρεκλίσματα: ζεϊμπεκιά, οχτάρια, στρέκλα-δίπλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Πείθομαι πολύ εύκολα, σαν το ψάρι που τσιμπάει το δόλωμα, μασάω, ψαρώνω.

  2. Τρώω ελαφρά.

  3. Κολλάω μια αρρώστια (πχ γρίπη, αφροδίσιο, κλπ).

  4. Τσιμπάω ένα αρχίδι ή δυο αυγά μελάτα.

  5. Την προστακτική, τσίμπα! = πάρε, τσάκω.

  1. - Ρε συ, λέει αλήθεια ο Χαρδαβέλας ότι το τέλος του κόσμου θα έρθει το 2012;;;
    - Τι τσιμπάς ρε πστ κάθε μαλακία που ακούς στην τηλεόραση, θα την πετάξω!

  2. Τι λες, να τσιμπήσουμε κάτι σπίτι ή να βγούμε;

  3. - Πώς είσαι έτσι;!
    - Γάμησέ τα, κάτι τσίμπησα μου φαίνεται, νιώθω χάλια. ααααααΑΨΟΥ!!!!!!
    - Στα μούτρα σου, μαλάκα, φύγε μη με κολλήσεις και μένα!

  4. Την κατέβασα την ταινία, τσίμπα την.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η έκφραση «μ' αυτά και μ' αυτά», δηλώνει :

1) Την επανάληψη ασήμαντης ή προγραμματισμένης δραστηριότητας χωρίς εξάρσεις , εκπλήξεις κι αλλαγές στα ρουτινιάρικα τεκταινόμενα.
Ουσιαστικά περιγράφεται η συγκεκριμένη δράση ως ασήμαντη και άσκοπη που κάνει τους συμμετέχοντες είτε να μην μπορούν να προχωρήσουν το έργο τους είτε να βαριούνται αφόρητα.

2) Επίσης χρησιμοποιείται για να καταδείξει κάποια ομαδοποίηση ερεθισμάτων ικανά να προκαλέσουν ανάσυρση κοινών συνειρμών και αναμνήσεων, παλιότερων φυσικά γεγονότων...

3) κι ακόμη σε σειρά ομαδοποιημένων δυσκολιών και αντιξοοτήτων που επιβραδύνουν και δυσκολεύουν την επίτευξη κάποιου στόχου.

Συνήθως η συγκεκριμένη έκφραση συνοδεύεται από το ρήμα «φτάσαμε» δείχνοντας έτσι ότι η διπλή χρήση της οριστικής αντωνυμίας σαφώς αναφέρεται σε κάποιου είδους δράση.

1) Το παιχνίδι είναι σούπα, μονομαχίες στο κέντρο, σκληρά μαρκαρίσματα και λάθος μπαλιές... Μ 'αυτά και μ' αυτά λοιπόν φτάσαμε στο ογδόντα πέντε και το σκορ είναι στο μηδέν - μηδέν.

2) ... Εγώ πάντως μ' αυτά και μ' αυτά ξαναθυμήθηκα Μαλβίνα και συνειδητοποίησα πόσο λείπει. Τι θα είχε πει ο στόμας της αν ζούσε... (απο μπλογκ).

3) ... Τέτοια διαδρομή δεν έχουμε κάνει και τη συνιστούμε αν θέλετε να ζήσετε το απόλυτο offroad, με φόντο τα Ιμαλάια παρακαλώ. Ο δρόμος, ήταν κυρίως σκληρό χώμα με τρύπες και κροκάλες, με ατέλειωτα νεροφαγώματα από τα χιόνια που λιώνουν και πιο σπάνια υπήρχαν κάποια κομμάτια ασφάλτου, που και πάλι ήταν μέσα στην ανωμαλία. Μέσα σε όλα αυτά είχαμε και τις νταλίκες που έπρεπε να προσπερνάμε ή να περιμένουμε να περάσουν αφού το πλάτος του δρόμου αυτού είναι δεν είναι τρία μέτρα. Μ ' αυτά και μ' αυτά φτάσαμε μόνο μέχρι το Κέιλονγκ την πρωτεύουσα τις κοιλάδας Λαχαούρ, στα 3.600 μόλις μέτρα... (από μπλογκ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φιστίκι. Συνομοταξία: αγγειόσπερμα (Magnoliophyta), ομοταξία: δικοτυλήδονα (Magnoliopsida), υφομοταξία: ροδίδες (Rosidae), τάξη: σαπινδώδη (Sapindales), οικογένεια: ανακαρδιοειδή (Anacardiaceae), γένος: πιστακία (Pistacia).

Αυτά με τα επιστημονικά. Μέχρι πρότινος γνωρίζαμε το αράπικο, το κελυφωτό, το αλμυρό, το Αιγίνης ή σαν φιστίκ και τελευταία μάθαμε και το κάσιους. Τόσο ίδια αλλά και τόσο διαφορετικά μεταξύ τους, τα οποία, λόγω του λαϊκής τους κατανάλωσης, έδωσαν και μερικά μαργαριτάρια στη slang ανάλογα με την ποικιλία.

Τον καθάρισε σαν φιστίκι. Αναφέρεται σε όλες τις ποικιλίες φιστικιού που καθαρίζονται από το τσόφλι ή από τις φλούδες με μία μόνο κίνηση. Το λήμμα χρησιμοποιείται για να δείξει ότι κάποιος καθάρισε κάποιον, είτε κυριολεκτικά, είτε μεταφορικά, με εξαιρετική ευκολία και χωρίς δεύτερη σκέψη.

Το ρούφηξε σαν φιστίκι. Χρησιμοποιείται στο ποδόσφαιρο ή στο σεξ για να δώσει έμφαση στο μέγεθος της οπής σε σχέση με την διεισδούμενη σε αυτήν οντότητα. Πηγή έμπνευσης, το φιστίκι με κέλυφος ή το Αιγίνης, από το οποίο αρπάζουμε το φιστίκι με το χαρακτηριστικό ρούφηγμα.

Τα τρώει σαν φιστίκια. Είναι γνωστό εξάλλου ότι «μετά το ποπ δεν έχει στοπ» και «κανείς δε μπορεί να φάει μόνο ένα». Αναφέρεται σε όλα τα φιστίκια τα οποία ως αλμυρά και λιπαρά που είναι, είναι άκρως εθιστικά και, φυσικά, άκρως παχυντικά. Αυτός επομένως που «τα τρώει σαν τα φιστίκια», τα τρώει με χαρακτηριστική ευκολία, με μεγάλη ταχύτητα και αδιάλειπτα.

Τα φιστίκια και γενικότερα οι ξηροί καρποί, μας έχουν δώσει δεκάδες λήμματα, όπως: αλμυρό φιστίκι, φιστίκι, φιστίκι αράπικο, κατάπιε το στραγάλι, φουντούκι κ.α., τοποθετώντας τους ξηρούς καρπούς πολύ ψηλά στην κατάταξη των πηγών έμπνευσης της αργκό.

  1. - Τι έκανε ο ΠΑΟΚ στα πλέι οφ;
    - Τι να έκανε; Τους καθάρισε όλους σαν φιστίκια.

  2. Αυτό το παιδί τρώει τους κεφτέδες σαν φιστίκια. Πού τα βάζει ρε παιδί μου!!!

  3. Μαλάκα έπαθα ζημιά, νόμιζα ότι είχα κάποια σχετικά προσόντα, αλλά αυτή τον ρούφηξε σαν φιστίκι. Σου μιλάω τον εξαφάνισε. Στην αρχή τρόμαξα αλλά μετά...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η έκφραση χρησιμοποιείται καθ' υπερβολήν, για να δηλώσει την «σχεδόν» απουσία, ή τον εξαιρετικά χαμηλό βαθμό ή μέγεθος κάποιων πραγμάτων.
Η έκφραση ακολουθείται από ουσιαστικό, μονάδα μέτρησης, ή αφηρημένη έννοια. Με μηδέν βαθμούς, με μηδέν στροφές, με μηδέν αυτοπεποίθηση, με μηδέν βυζί, με μηδέν ντροπή, με μηδέν συμμετοχή κ.ο.κ.

  1. - Χθες γνώρισα μια γκόμενα...
    - Για λέγε, για λέγε...
    - Θεά, ωραίος τύπος, αλλά με μηδέν βυζί.
    - Για να λες εσύ που είσαι του σαμπανιζέ, ότι είχε μηδέν βυζί, φαντάζομαι ότι θα έχει κοιλότητα, η καμένη η κοπεγιά!

  2. - Ρε τι χάλια έπαιξες χθες. Σαν σταματημένος πήγαινες.
    - Ε, τι περίμενες; Με μηδέν βαθμούς, να χορεύω στη χορταρού; Νορβηγός είμαι;
    - Σωστά, ξέχασα ότι σε πήρανε στην ομάδα για Βραζιλιάνο!

  3. (από το σλανγκρ, και σχόλιο της συγγραφικής εδώ)
    όλες οι ταχύτητες κουμπώνουν και κάνουν τον θόρυβο. Απλά την πρώτη επειδή την βάζεις με μηδέν στροφές, την ακούς, γιατί δεν υπάρχει θόρυβος.....

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπαρμπαδισμός ολκής. Χρησιμοποιείται σχεδόν πάντα από μεγαλύτερους σε ηλικία, πατερναλιστικά προς μικρότερους που, ως γνωστόν, έχουν όρεξη για αναίτιες εξόδους και βαριούνται να κάθονται σε μια καρέκλα, ή επί του καναπέος.

ΕπΙσΤηΜοΝιΚή ΑνΑλΥσΗ
Όταν κάποιος κάθεται για πολύ ώρα σε μία καρέκλα (και ιδίως αν κατά τακτά διαστήματα αφήνει και καμία), δημιουργείται μια νοτεράδα μεταξύ των κωλομάγουλων, η οποία παίρνει και την εσάνς του σκατού. Η άβολη αυτή κατάσταση (για όσους βρεθούν σε απόσταση αναπνοής, π.χ. σε σινεμά), αποφεύγεται όταν το αντικείμενο σηκωθεί από την καρέκλα και βολτάρει, με αποτέλεσμα να διεισδύσει κάποια άλφα ποσότητα καθαρού αέρα μεταξύ σώβρακου και κωλοχωρισιάς (κυριολεκτικό κωλαέρισμα). Βοηθούν πολύ και οι βόρειοι άνεμοι σε αντίθεση με τους νότιους και υγρούς, που δυσχεραίνουν την κατάσταση.

ΣλΑνΓκΙκΗ ΑνΑλΥσΗ
Κωλαέρισμα είναι οι βόλτες χωρίς λόγο. Το χαζοξενύχτι με ατέλειωτες βόλτες στην άδεια χειμωνιάτικη πόλη (πεζή, με αυτοκίνητο ή μηχανή). Ο εκσφενδονισμός έξω από το σπίτι ή το γραφείο, για τον οποιοδήποτε, αλλά πάντα ασήμαντο λόγο. Δηλαδή, όταν αερίζουμε τον κώλο μας, έστω και αν είναι φρεσκοπλυμένος.

  1. - Έντεκα πήγε και ο γιος σου δεν έχει ξυπνήσει ακόμα!!!
    - Τι να κάνουμε, παιδί είναι.
    - Εσυ τον έχεις κακομάθει, και η μάνα σου! Πού πήγε χθες και βγήκε στις δωδεκάμισι το βράδυ. Για κωλαέρισμα πήγε; Και δεν είπες και τίποτα. Μόνο να βάλει κασκόλ να μην κρυώσει!!!
    - Εσύ γιατί δεν είπες τίποτα;
    - Εγώ αν άρχιζα θα γινόμασταν κώλος, και θα μου έλεγες τα δικά σου... «Άσε το παιδί, θα μας ακούσει πάλι όλη η γειτονιά κλπ»

  2. - Ρε, τι θέλετε εδώ τέτοια ώρα, και με τι ήλθατε;
    - Με τις μηχανές, βαριόμασταν και είπαμε να σου έρθουμε...
    - Μόνο που είναι διακόσια χιλιόμετρα, και βρέχει....
    - Είχαμε ανάγκη από κωλαέρισμα. Δε λες που ήρθαμε, μόνο μας βάζεις και χέρι ρε μούχλα. Βάλε μπύρες και παράγγειλε πίτσες. The night is still young! που λέει και ο Steve Young!

(από electron, 06/02/10)(από electron, 06/02/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

«Tρίχες!»: Επιφώνημα που χρησιμοποιείται για να δώσει την απάντηση «πολύ λίγο» σε ερώτηση που αφορά ποσά (π.χ. χρηματικά).

- Πόση είναι η επιδότηση ανέργου που πήρες;
- Τρίχες! Με αυτά τα λεφτά, ούτε μια βδομάδα δεν τα βγάζω πέρα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που δείχνει επιφυλακτικότητα, έλλειψη πίστης, αβεβαιότητα και ανασφάλεια. Λέγεται όταν μας ζητούν να εμπιστευτούμε κάποιο πρόσωπο το οποίο δεν γνωρίζουμε, χωρίς να υπάρχει κανένα εχέγγυο, καμία εγγύηση, ή απόδειξη για την αξιοπιστία του συγκεκριμένου προσώπου. Ούτως ειπείν, η έκφραση δεν στέκεται ποτέ μόνη της, αλλά πάντα δηλώνει αντίθεση.

Η έκφραση προήλθε από την πιθανότητα (ή την ελπίδα) να αλλάξουμε ξαφνικά φύλο, κι από 'κει που τον δίναμε ν' αρχίσουμε ξαφνικά να τον παίρνουμε ή τανάπαλιν. Σημαίνει δηλαδή, στην κυριολεξία, «ρε φίλε, εγώ δεν ξέρω αύριο αν θα το γυρίσει το φύλο ο κώλος μου, κι εσύ μου ζητάς να εμπιστευτώ αυτόν τον άγνωστο;» Δηλαδή δεν ξέρω τι κόλπα θα μου κάνει κάποιος τόσο κοντινός μου, όπως είναι ο κώλος μου, και μου ζητάς να εμπιστευτώ κάποιον άγνωστο;

  1. - Ο Γιώργος, ξέρεις, ο γκόμενος της Γιώτας, ανοίγει μαγαζί και ψάχνει λεφτά. Να του δανείσουμε 5.000€;
    - Τι λε, ρε μαλάκω,; Τον ξέρουμε κι από χθες;
    - Καλό παιδί φαίνεται, του έχω εμπιστοσύνη.
    - Εγώ δεν έχω εμπιστοσύνη στον κώλο μου, το Γιώργο θα εμπιστευτώ; Ας δανειστεί απ' τη Γιώτα.

  2. - Εσείς εμπιστεύεστε τη νέα κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ;
    - Ρε κοπέλα μου, εγώ δεν εμπιστεύομαι τον κώλο μου, την κυβέρνηση θα εμπιστευτώ;

Να τον εμπιστεύομαι τον κώλο μου, ή όχι; (από panos1962, 25/11/09)Δεν έχω εμπιστοσύνη ούτε στον κώλο μου, πα να κλάσω και χέζομαι... (από Galadriel, 18/02/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified