Ανώμαλα παραθετικά του κακός, που προέρχονται από λογοπαίγνιο με τη λέξη «χοίρος» και τα παραθετικά «χειρότερος, χείριστος».

Η έννοια είναι ακριβώς αυτή που καταλαβαίνετε: «πιο γουρούνι», «το απόλυτο γουρούνι». Πβ. και την έκφραση «το μη χοίρων βέλτιστον» (= αυτό που δεν αρμόζει στα γουρούνια είναι το καλύτερο).

Το α΄ συνθετικό «χοιρο-/-χοιρο» μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε πλείστες όσες λέξεις, λογοπαίζοντας και με τη λέξη «χειρ-χειρός», π.χ. «χοιρόγραφο», «χοιροτεχνία», «εργόχοιρο», «χοιρούργος», «αυτόχοιρας» (όπου παίζουμε κατά τα γνωστά προπαροξύτονας εις -ας, π.χ. άνθρωπας, έμπορας κ.λ.π.), «χοιραφετημένος», «χοιραφέτηση», «εκεχοιρία»...

  1. Από εδώ:
    «Ήρθε ο καιρός να πάρω το αίμα μου πίσω. Τώρα αρχίζει ο αιώνας μου. Ο χοιρότερος αιών»

  2. (διάλογος σε εταιρεία εκτροφής χοίρων):
    - Άκου, αύξηση από μένα δεν παίρνεις! Βάλ' το καλά στο μυαλό σου! Και τώρα δίνε του!
    - Κύριε διευθυντά, ένα έχω να σας πω: είστε χοιρότερος και από τους χοίρους σας!

Θέλεις και λεζάντα, μωράκι μου; (από Αλάριχος Τεκέλογλου, 24/05/10)(από jesus, 24/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το «κάτι άλλο», το «επί πλέον» στο παίξιμο μουσικού οργάνου, κυρίως του τρίχορδου μπουζουκιού, αλλά όχι μόνον.

Ρεμπέτικη μουσική ιδιωματική λέξη της οποίας ως πατήρ φέρεται ο Μάρκος Βαμβακάρης. Κατάγεται από το ταξίμι, τα περισσότερα των οποίων ξεκινούν με ένα κοφτό παίξιμο 4 νοτών, ηχομημιτικά «νταρουνταντράμ», σαν να λένε «προσοχή», «ησυχία».

Αν λοιπόν η συνέχεια δεν είναι η αναμενόμενη, το παίξιμο δεν σε «γονατίζει», δεν σε «λιγώνει» και δεν σε ταξιδεύει, τότε δεν το έχεις το νταρουνταντράμ. Δεν έχεις αυτό το κάτι άλλο, που θα καθηλώσει το ακροατήριο. Είσαι ένας, μπορεί και πολύ καλός, «απλός» οργανοπαίκτης. Διότι δεν αναφέρεται στην δεξιοτεχνία, αλλά στο αν καταφέρνεις να μιλήσεις με την ψυχή του οργάνου.

Η λέξη βγήκε και έξω από τα ρεμπέτικα μουσικά τείχη, όχι όμως σαν οργανοπαικτική αξιολόγηση, αλλά σαν χαρακτηρισμός της ικανότητας που έχει ή δεν έχει κάποιος, σε σχέση με αυτό που καταπιάνεται.

Από την δεκαετία 1960 και μετά, η λέξη ξεχάστηκε και δεν χρησιμοποιείται πλέον.

-Μάρκο τι λές για τον Νώντα και το μουζουκάκι του;
-Καλός είναι, αλλά δεν το έχει το νταρουνταντράμ μωρ' αδερφάκι μου.

-Έμαθα πήρες τον Νικόλα στην δούλεψή σου. Πως τον κόβεις;
-Φίνος είναι και θα πάει μπροστά. Το έχει το νταρουνταντράμ.

(από Βασίλης-7, 30/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η δραστηριότητα της ταυτόχρονης διενέργειας δύο εκ των φυσικών αναγκών του ανθρώπου. Ενώ κάποιος προσπαθεί να αεριστεί κάνοντας την χαρακτηριστική γκριμάτσα με τα σφιγμένα χείλια ο οργανισμός αποφασίζει πως είναι μεγάλη μαλακία μια τέτοια οδός να εξυπηρετεί μόνο ένα ρεύμα και την ίδια στιγμή δίνει προτεραιότητα και σε κάποια υποτυπώδους μορφής κουράδα. Άμεση συνέπεια είναι η αλλαγή του βηματισμού του εν λόγω ατόμου σε πιο «μάγκικη» και η στάμπα στο παντελόνι που δικαιολογείται πολύ εύκολα με τον σιχτιρισμό του ανυποψίαστου βοηθού σερβιτόρου, επειδή και καλά σκούπισε την καρέκλα που κάθισε ο μάγκας πλέον με βρεγμένο πανί. Η μυρωδιά είναι βέβαια ένα θέμα, αλλά αν είστε στο κατάλληλο σημείο αυτό είναι το τελευταίο που σας απασχολεί, μιας και το περιβάλλον είναι σύμμαχος, πχ Ψυρρή.

Ο ήχος την στιγμή της πραγματοποίησης του φαινομένου, γιατί περί τέτοιου πρόκειται, είναι τόσο απολαυστικός και τόσο σκανδαλιστικά και τσαχπινογαργαλιάρικα υγρός, που θα θέλετε να τον ακούτε συνέχεια. Κι αν συνέβη σε μέρος με θόρυβο τότε είναι ακριβώς σαν να σας έρχεται μωρό έξω από την πόρτα χωρίς πριν να έχετε καν ζμπρώξει, εκμηδενίζοντας δηλαδή το κομμάτι «αμιγές καλού» της γνωστής ρήσης.

- Τί έγινε ρε Σάκη τελικά; Το έχωσες στην Κικίτσα;
- Άσε ρε, χτύπησε πάλι ο Μέρφυ. Ήταν αμόλυντη παρθένα η μικρή.
- Και δεν ήθελε ε;
- Όχι ρε, δεν έβλεπε την ώρα, αλλά τα είχα και αξύριστα.
- Και δε γούσταρε με τρίχες ε;
- Όχι ρε, τρελαινόταν με τις τρίχες, αλλά εχέκλασα.
- Και σιχάθηκε ε;
- Όχι ρε, ήταν κρυωμένη και δεν κατάλαβε τίποτα, αλλά δεν είχα καπότες.
- Και φοβόταν ε;
- Όχι ρε, ήθελε την πρώτη της φορά να το νιώσει καλά.
- Ε τι σκατά έγινε τότε ρε;

και τα ιγκουάνα εχεκλάνουν! (από Jonas, 04/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το γνωστό «Γάμησε τα»...

- Πως πάει ρε μαλάκα. Όλα καλά;
- Άμησετα.

Βλ. και γάμησέ τα κι άφησέ τα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όπως το βρωμαντικός. Οι κυρίες της εποχής διαβάζανε ρομάντσα, αλλά η Ελλάδα ήταν (είναι) μες στην βρώμα. Σάτιρα της αστικής ελληνικής κοινωνίας.

- Φοβερό βρωμάντσο αυτό με τον Γκλέτσο! Με συγκίνησε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το «ρομαντικός» και «βρώμα». Ατάκα Καραγκιόζη από παλιά, αρχές του 20ου αιώνα, τουλάχιστον. Ήταν ιδανικό ο ρομαντισμός, στην αστική κοινωνία της Αθήνας, αλλά ο Καραγκιόζης ήταν η πικρή καθημερινότητα.

Καραγκιόζης: Έλα να κάτσουμε εδώ, δίπλα στην παράγκα, είναι πολύ βρωμαντικά!

Got a better definition? Add it!

Published

Σημαίνει χώνω η αγγαρεύω κάποιον. Το μπιφτέκωμα ετυμολογείται εκ της στρατιωτικής ορολογίας τρώω μπιφτέκι, συνώνυμο του τρώω αγγούρι. Η έκφραση έχει παρεισφρήσει και στην πραγματική οικονομία.

- Είσαι για κάνα φραπέ το βράδυ;
- Άσε ρε φίλε ο ρουμάνος και πάλι με μπιφτέκωσε. Θα ξενυχτήσω αποδελτιώνοντας τσιμπιδάκια...
- Μαύρη χελώνα σ' έχει κατουρήσει μ' αυτό το παπάρι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη η οποία, απ' όσο γνωρίζω, λανσαρίστηκε από τη Μαλβίνα. Υφασματοσκόπηση είναι το οφθαλμόλουτρο, το μπανιστήρι, αλλά σε ευγενική εκδοχή, σε πολύ δήθεν πιάτσες, αφορά δε πολύ δήθεν κώλους που διαγράφονται μέσα από πολύ λεπτά υφάσματα.

- Πού ήσασταν χθες;
- Είχαμε κάτσει στο Da capo για μια υφασματοσκόπηση.

(από ironick, 31/08/08)

Λογοπαίγνιο με το φασματοσκόπηση.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν τιμή ενός προϊόντος είναι ιδιαίτερα υψηλή και δεν συμβαδίζει με την ποιότητά του, τότε χρησιμοποιούμε τον όρο «πιασοκωλιά».

- Ρε ήπια ένα καφέ στη Γλυφάδα και πλήρωσα 5€!!! Άσε, μεγάλη πιασοκωλιά!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φανταστικό ηρεμιστικό φάρμακο, χρησιμοποιούμενο συχνά και προτεινόμενο σε μεγάλες δόσεις.

- Δεν αντέχω άλλο κολλητέ! Παιδιά, γυναίκα, δουλειά, υποχρεώσεις! θα τρελαθώ!
- Αγαπητέ μου, εγώ παίρνω γραψαρχιδίνη των 500mg τρεις φορές τη μέρα και μου περνάνε όλα!

(από allivegp, 27/02/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified