Further tags

Κανονικές συνθήκες.

(προφορά: κάπα σίγμα)

Υπό Κ.Σ. η Μαίρη σήμερα έχει άδεια και θα βρεθούμε από το μεσημεράκι.

Got a better definition? Add it!

Published

Το αραλίκι, το χουζούρι, η τεμπελιά.

Λέξη τουρκικής προελεύσεως (rahat), που με τη σειρά της είναι δανεισμένη απο τα αραβικά.

- Πως περάσατε Θεσσαλονίκη;
- Χαλαρά ρε, φραπεδιά, ραχάτι και γκομενίτσες όχι πολλά πολλά!

Got a better definition? Add it!

Published

Η πράξη ενός κάφρου, πράξη ανάδειξης μαγκιάς ή σταρχιδισμού.

Φίλε ήταν μεγάλο καφριλίκι να ρευτείς μέσα στην τάξη!

Got a better definition? Add it!

Published

Κυριολεκτικά, τραμπάκουλο: το ογκώδες και αργό ιστιοφόρο.

Μεταφορικά αν πούμε παθαίνω τραμπάκουλο θα πει ότι ταράζομαι, τρώω πακέτο, παθαίνω ζημιά.

Λέξη ιταλικής προελεύσεως από το trabaccolo

- Βγήκατε τελικά με εκείνα μουνιά χθες;
- Δε σε είπανε οι άλλοι τι έγινε ρε; Ήταν κάτι μοσχάρια και οι τρεις, η μία πιο άσχημη απο την άλλη! Πάθαμε μεγάλο τραμπάκουλο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο απόλυτος εγωισμός.

Της ψωλής μας ο χαβάς ανασταλτικός παράγων για την πρόοδο της κοινωνίας. (παλιό αναρχικό σύνθημα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αερολογίες, κάτι το ανύπαρκτο που μας το αναφέρουν μόνο για να δημιουργήσουν εντυπώσεις.

- Με την Κάτια πώς πάει;
- Άσε με τώρα... Τέρμα, δεν μπορώ άλλο. Άρχισε πάλι να μου λέει για την οικογενειακή περιουσία που είχαν και που την έχασαν και πράσιν' άλογα. Έφριξα άσχημα.

Πράσινο άλογο κατά την ημέρα του αγίου Πατρικίου στην Ιρλανδία (από Khan, 16/03/15)Το ίδιο. (από Khan, 16/03/15)

Βλ. και πράσινα άλογα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πράξη που δηλώνει μαγκιά, πράξη με το έτσι θέλω, αλλιώς πράξη σταρχιδισμού.

Θα μου ρίξει πόρτα ο πορτιέρης εμένα; Θα μπω μέσα νταηλίκι, με το έτσι θέλω!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το βρισίδι, η βωμολοχία που προκύπτει από θυμό, πχ σε καυγά.

- Σήμερα η μάνα μου με εκνεύρισε τόσο που την άρχισα στα χεσίδια, παρεξηγήθηκε, δεν μου μιλάει και έχω γίνει κώλος, δεν ξέρω πώς να την πλησιάσω τώρα...
- Ε μάθε και συ ρε μαλάκα να ζητάς καμιά φορά συγνώμη...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ο βλάκας, κυρίως με την έννοια του ανεπίδεκτου μαθήσεως.

  2. Η κοτσάνα, η βλακώδης κουβέντα.

  1. Η Νατάσα, μεγάλο τούβλο. Οι γονείς της έχουν ξοδέψει μια περιουσία σε ιδιαίτερα και σε φροντιστήρια, αλλά δίνει τρίτη φορά εξετάσεις και δεν περνά...

  2. Και κει που συζητούσαμε σοβαρά, άρχισε να μου πετάει κάτι τούβλα, την χέσαμε τελείως την κουβέντα, πάει.

βλ. και μπετόβεργα, στόκος, γκασμάς

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σπάω τα νεύρα.

Ήρθε να μου σπάσει το καυλί με τις μαλακίες της και έφυγε χαρούμενη λες και δεν τρέχει τίποτα. Τι να πω, με αυτή τη γυναίκα τα έχω χάσει τελείως...

Δες επίσης και σπάστης, σπασαρχίδης,o, σπασικαύλιος / σπασικάβλιος, ο,

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified