Μαντίλι που ενδείκνυται για το σκούπισμα μύξας. Αποτελείται από πολλά φύλλα χαρτιού ώστε να μη μουλιάζει και τρυπάει με αποτέλεσμα τη διαρροή μύξας στο χέρι, ενώ η απαλή υφή του δεν τραυματίζει τα ρουθούνια και την περιοχή πάνω του άνω χείλους. Η συσκευασία είναι μικρή ώστε να χωράει παντού και επανασφραγιζόμενη ώστε ακόμα και το τελευταίο μυξομάντιλο να είναι το ίδιο καθαρό με το πρώτο.

(Με αηδία:) - Πάρε ένα μυξομάντιλο ρε βρωμιάρη που γλύφεις τις μύξες σου! Σου πέφτουν κατευθείαν απ' τη μύτη στο στόμα ναούμε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που φέρνει κλάσιμο. Το λέμε κυρίως για τροφές όπως η αγκινάρα, το σταφύλι, τα όσπρια, το μπρόκολο κι άλλα.

- Α δε μπορώ άλλο τον Τάκη, κάθε φορά που πρόκειται να πάω σπίτι του θέλει να μου μαγειρέψει εκπληξούλες και φτιάχνει όλο κάτι κλαστικά και μετά θέλει και να γαμηθούμε, ε όχι ρε φίλε, δεν έχει, μέχρι να το καταλάβεις δεν έχει κοκό.
- Τι αχάριστη και στριμένη που είσαι ρε πούστη μου, δε σου φτάνει που έχεις βρει τον τέλειο γκόμενο, το μπρόκολο σε χάλασε μωρή λινάτσα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η τουαλέτα στη στρατιωτική αργκό.

Πάλι με έβαλε αγγαρεία να καθαρίσω την καλιόπη!

Got a better definition? Add it!

Published

Είναι ειδική καρέκλα-καροτσάκι με μία τρύπα στο κάθισμα, έτσι που να μπορεί κάποιος να αφοδεύει καθήμενος. Κάτω από την τρύπα υπάρχει ειδικό δοχείο συλλογής. Συνήθως χρησιμοποιείται στα νοσοκομεία για αυτούς που δεν μπορούν να πάνε μέχρι την τουαλέτα.

Στο τρόλλεϋ: - Μεγάλε, γιατί κρατάς την κοιλιά σου;
- Άσε, μην παίζεις με τον πόνο μου. Από χθες με πάει κλαστοχέστος.
- Αν είμασταν τώρα στο νοσοκομείο θα είσουνα βασιλιάς στο θρόνο σου...

(από ironick, 20/05/08)(από ironick, 20/05/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ακαταστασία, το ρημαδιό, το χάος.
Επίσης η δυσμενής, δυσάρεστη κατάσταση.

  1. - Πρόσεχε με την πορτοκαλάδα ρε Μήτσο, το έκανες το χαλί σκατέ ολέ.

  2. - Με πήρε χτες τηλέφωνο και είχα και τα νεύρα μου, της τα έχωσα και γίναμε σκατέ ολέ.

(από ironick, 22/09/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πάντα στον πληθυντικό γιατί ποτέ δεν είναι μία. Ή, κι αν είναι, δεν είναι μονοκόμματη. Είναι αυτές που μας έχουν κάνει να περπατάμε με το κεφάλι κάτω. Που όταν τις πατάμε νιώθουμε χειρότερα απ' ό,τι αν διαμελιζόμασταν από μια πραγματική νάρκη. Τις συναντάμε καθημερινά, στα πεζοδρόμια, στα πάρκα, έξω από το σπίτι μας. Και θα έρθει η αποφράς στιγμή κατά την οποία, παρά την προσοχή μας, θα τις πατήσουμε, θα τις νιώσουμε να απλώνονται σε όλη την επιφάνεια της σόλας του παπουτσιού μας και θα τις μεταφέρουμε (ολόκληρες ή τα κατάλοιπά τους) μες το σπίτι ή μέσα στο αυτοκίνητο. Είναι το σήμα κατατεθέν της χώρας που επιμένει να το παίζει τσιβιλιζατσιόν χωρίς να τηρεί τους βασικούς κανόνες -μάλλον γιατί οι κανόνες ακόμα είναι μεγαλύτερη ντροπή και ταμπού από τη μπόχα και τα σκατά.

Νάρκες είναι, για όσους δεν το πιάσαν ακόμα, ό,τι αφήνει πίσω της μια βόλτα με τον (κατοικίδιο και ποτέ αδέσποτο, γιατί οι τελευταίοι ξέρουν να καλύπτουν τα ίχνη τους) σκύλο. Και ας μην κατηγορούνται άδικα οι σκύλοι ούτε όμως και οι Φιλίππες που τους βγάζουν βόλτα. Τα αφεντικά είναι πλήρως υπεύθυνα γι' αυτό. Και προσωπικά ξέρω μόνο δύο αφεντικά που κυκλοφορούν με το περίφημο σακουλάκι και δεν αφήνουν τις κουράδες των σκύλων τους εκτεθειμένες. Πού και να είχαμε και άλογα, όπως στη Λόντρα ή στο Νιουγιόρκ.

Για να λέμε όμως και του στραβού το δίκιο, στις χώρες αυτές έφτυσαν αίμα για να επιβάλουν τον νόμο καθότι η βρωμιά του δυτικού κόσμου έχει γράψει ιστορία την οποία δεν πρόκειται, ευτυχώς, να γράψουμε εμείς ποτέ.

Ο υπερθετικός βαθμός είναι (στον ενικό αυτή τη φορά, γιατί είναι μία και καλή): τούρτα. Και αφορά τα άλογα, τις αγελάδες και τους ελέφαντες.

Πρόσεχε μαλάκα πού πατάς γιατί αυτή την εποχή πέφτουν τα φύλλα από τα δέντρα και είναι πολύ επικίνδυνο να πατήσεις νάρκες κρυμμένες από κάτω χωρίς να το πάρεις χαμπάρι.

(από ironick, 09/11/08)

βλ. και ναρκοπέδιο, τούρτα, κουρατζίνα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το νερόβραστο φαγητό, με πολύ ζουμί και ελάχιστη γεύση. Ετυμολογικά η λέξη προέρχεται από τον ήχο που ακούγεται ρίχνοντας στερεά υλικά στο νερό που βράζει.

- Ψηλέ, τι έχουμε για φαΐ;
- Πατάτες μπλουμ.
- Πάλι ρε πούστη μου... Πατάτες μπλουμ, μακαρόνια μπλουμ, για το πούτσο είναι ο μάγειρας... Πότε θα πάω σπίτι μου να φάω σαν άνθρωπος...

O νερόβραστος δήμαρχος της Νέας Υόρκης Michael BLOOMberg. (από Vrastaman, 12/09/08)Πάλι μπλουμ ... (από poniroskylo, 12/09/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αντικειμενικός και σαφής όρος που περιγράφει ό,τι και οι ανούσια εξευγενισμένοι όροι χαρτί υγείας, χαρτί τουαλέτας κτλ. Εφόσον η χρήση περιορίζεται σε κάτι τόσο συγκεκριμένο, τι χρειάζονται οι ευγένειες;

Πάντως το κωλόχαρτο χρησιμοποιήθηκε πρώτη φορά το 1880 στην Αγγλία όχι ως ρολό αλλά ως φύλλα χαρτιού σε κουτί. Παλιότερα υπήρχαν οι εξής μέθοδοι καθαρισμού:

  • Φύλλα ή κλαδιά.
  • Εφημερίδες.
  • Το αριστερό χέρι (παραδοσιακή μέθοδος Ινδίας).

Σε δύσκολες περιπτώσεις ο μέσος πολιτισμένος άνθρωπος επανέρχεται στις πρωτόγονες μεθόδους.

Σε κάποιες περιπτώσεις χρησιμοποιείται και για έγγραφα ή βιβλία που μας είναι εντελώς άχρηστα (πτυχία, δημόσια έγγραφα, σχολικά συγγράμματα κ.ά.).

Πληροφορίες: http://www.focusmag.gr/articles/view-article.rx?oid=222430

Παρακαλώ όποιος βρεθεί πρωινή ώρα στο Πολυτεχνείο να περάσει από την υπηρεσία καθαρισμού και να τους πει ότι τελείωσε το κωλόχαρτο.
Αν δεν είναι κάποιος εκεί να το πει στην επιστασία.
Και οι δύο υπηρεσίες βρίσκονται στο ισόγειο της πρυτανείας.
Όποιος το κάνει να με ενημερώσει μετά.
(την επόμενη φορά θα στείλω στη λίστα του αναξιοπρεπούς!)

(https://theatre.ntua.gr/pipermail/zucco/2008-April/000053.html)

Δες και πατόχαρτο, σκατόχαρτο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η τουαλέτα στο στρατό που δεν έχει κάθισμα. Καθόλου ανατομικές και πολύ βρώμικες!

Χτές έχασα το πρώτο ημίχρονο του αγώνα γιατι είχα αγγαρεία και καθάριζα τις τούρκικες...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μουσική που απαρτίζεται από συνπορδίες.

Τον πρώτο λόγο έχουν τα πνευστά. Η μουσική που την ακούς, αλλά κυρίως την μυρίζεις.

(Το λήμμα ανήκει στα Κλασικά).

-Πήγαμε στο Μέγαρο χτες. Ακούσαμε ένα κουαρτέτο κλασικής μουσικής για πέντε φασολάδες και τέσσερεις κωλοτρυπίδες. Αλλά, κυρίως, το μυρίσαμε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified