Further tags

Της ιδίας πιθανότατα ρίζας με το μπανίζω, το μπανιστήρι και την μπανιστηροκάμερα, μπάνικο είναι κάτι το οποίο είναι όμορφο όταν το κοιτάς. Προφανώς και αναφέρεται σε γκόμενες και αυτοκίνητα, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν είναι σωστή η χρήση του και γι' άλλα αντικείμενα του πόθου.

Σε μία προσπάθεια λεπτομερέστερης εξήγησης του όρου, δανείζομαι την αγγλική έκφραση easy on the eyes, η οποία συνδέει κατά τον ίδιο τρόπο την ομορφιά ενός αντικειμένου ή ανθρώπου με την επίπτωση στα μάτια αυτού που το βλέπει. Βέβαια οι Άγγλοι το λένε με 4 λέξεις, εμείς με 1. Μερακλαντάν.

- Πφφφ! Πολύ μπάνικο ρε συ το εργαλείο.
- Δε λες τίποτα. Τετρακούνα, τούρμπο, 300 άλογα, γάμησέ τα...
- Όχι αυτό το εργαλείο ανόητε. Για το γκομενάκι μέσα στο αμάξι λέμε. Πολύ κολλημένος είσαι μωρ' αδερφάκι μου...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προφανώς και κολασμένη - κολασμένο. Αναφέρεται σε κάτι το οποίο είναι εξαιρετικό, ικανό να κολάσει και άγιο. Απαντάται και ως "κόλαση". Η χρήση του συνηθίζεται (αλλά δεν περιορίζεται) για περιγραφή γκόμενας ή φαγητού, δηλαδή για τα σοβαρά πράγματα στον μάταιο τούτο κόσμο.

1
- Το παστίτσιο κολασμένο σήμερα Πόπη μου.
- Εμ κολασμένο θα είναι, από το πρωί στην κουζίνα σαν το δούλο, ούτε ένα καφέ δε πρόλαβα να πιω η γυναίκα. Πήρε τηλέφωνο η Θέκλα και της το 'κλεισα λες και είμαστε μαλωμένες για να προλάβω να τα 'χω όλα στην εντέλεια για τον πασά, αλλά δε φταις εσύ, εγώ φταίω που με θέλαν καν και καν, και γιατροί και δικηγόροι και φαρμακοποιοί. Κι εγώ το ζώον, πήγα και πήρα εσένα.
- Τι το 'θελα και μίλησα. Πού και να ήταν μάπα...

2
- Κολασμένο μωρό η Μερόπη ρε μάγκα μου.
- Η γνωστή Μερόπη απ' τις 40 Εκκλησιές? Η Μερόπη με τον κώλο αναφοράς? Πλάκα με κάνεις ρε φιλαράκι? Έχει παραμιλήσει το σύμπαν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αλοιφές, λοσιόν, κρέμες, σπρέι, ματζούνια και ο,τιδήποτε άλλο απλώνουμε στο δέρμα μας - ειδικά αν είναι λιπαρό ή γλοιώδες και έχει έντονη μυρωδιά.

Ειδικότερα, ο όρος έχει τέλεια εφαρμογή στα κάτωθι:

  1. καλλυντικές κρέμες και μέικ απ
  2. αντιηλιακά και λοσιόν μαυρίσματος
  3. εντομοαπωθητικά π.χ. Autan

- Καλά ρε μανούλα μου, είναι δυνατόν να ξέχασες πάλι τα πασαλειψατέρ; Ντάλα μεσημέρι ... θα καψοκαούμε... αφού είπες ότι τα είχες βάλει στην τσάντα με τις πετσέτες ...

Got a better definition? Add it!

Published

Ενδεχομένως η χρήση του εν λόγω αντικειμένου για να περιγράψει το ανδρικό γεννητικό όργανο (το γνωστό καβλί) να είναι προγενέστερη της καλτ ταινίας του Γκουζγκούνη, «Το Παλαμάρι του Βαρκάρη», αλλά εκτιμώ ότι ως φόρο τιμής στον μεγάλο αυτό υπηρέτη της έβδομης τέχνης, πρέπει η πατρότητα του όρου να του δοθεί.

Το παλαμάρι γενικώς είναι μεγάλο και χοντρό οπότε καλό είναι η χρήση να γίνεται με μέτρο, όχι μικροί μεγάλοι στο καφενείο.

- Σιγά μη σου κάτσω. Ας γελάσω δυνατά. Χα χα χα.
- Άμα πετάξω έξω το παλαμάρι μανίτσα μου, τότε να δω αν θα γελάς.
- Τσου ρε Λάκη, φοβηθήκαμε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το σπέρμα. Από το χύσι + αμολάω.

Εκεί που παρακολουθούσαμε με αγωνία τον Πήτερ Νορθ να εκτοξεύει τα χυσαμόλια του στο υπερπέραν, άνοιξε η πόρτα και μπήκαν οι γονείς μου που είχαν γυρίσει νωρίτερα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο άνθρωπος που είναι γλείφτης σε βαθμό αηδίας, αφού βρωμάει υποκρισία από δέκα χλμ. μακριά.

- Με ποιον τα πήρες,ρε;
- Μ' αυτόν τον γλίτσα λέρα, τον Μάκη. Έχει λιώσει όλους τους καθηγητές στο γλείψιμο και πάντα την βγάζει καθαρή, ό,τι κι αν κάνει...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μοναδική ευκαιρία.

Έτσι τεφαρίκι μπορεί να είναι μια ψαρούκλα στην ψαραγορά με χαμηλή τιμή, ένα ωραίο διαμέρισμα που νοικιάζεται φθηνά κ.λ.π. Συνοδεύεται συχνά από τη λέξη πρά(γ)μα.

- Κοίτα τι σου δίνω! τεφαρίκι πράμα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το αγγλικό disco ball: η ασημένια μπάλα (ψηφιδωτή με καθρεφτάκια) που έγινε πολύ της μόδας στα 70s-80s. Ήταν κρεμασμένη πάνω από τις πίστες των ντισκοτέκ και περιστρεφόταν με έναν ειδικό μηχανισμό. Πάνω της έπεφταν προβολείς τους οποίους αντανακλούσε καλειδοσκοπικά κι έτσι γινόταν εφέ. Αποτελεί πλέον καλτ αντικείμενο και συναντάται σε διάφορους χώρους ως διακοσμητικό στοιχείο.

- Πήγαμε προχθές σ' ένα 80s πάρτι γαμάτο! Προβόλια, ντισκόμπαλα και Boney M!

(από Cunning Linguist, 30/03/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη παντός καιρού. Αναφέρεται σε οποιοδήποτε αντικείμενο το οποίο δεν ξέρουμε πώς ακριβώς το λένε. Μπορεί να είναι εξάρτημα, εργαλείο ή συσκευή, συνήθως μικρού ή μετρίου μεγέθους. Δεν είναι κακή επιλογή αν πρέπει οπωσδήποτε να μεταφράσουμε το gadget και είναι καλή μετάφραση για το widget. Για όσους τους απασχολούν αυτά.

Όπως και η συγγενής λέξη ματζαφλάρι, και το μαραφέτι χρησιμοποιείται ως ευφημισμός για το πέος.

  1. Graphics Tablet είναι εκείνο το μαραφέτι που χρησιμοποιείς στυλό και το σκίτσο μεταφέρεται στον υπολογιστή (Από forum για anime)

  2. Όλισβος ονομάζεται το εργαλείο εκείνο που αντικαθιστά το μαραφέτι που λείπει (ναυτικός - οδοιπόρος - χαμένο κορμί), ή το μαραφέτι που πάσχει από αφλογιστία / κοκορογαμία / μαλθακότητα (χαλβάς, πρόωρος εκσπερματιστής, ανίκανος) ή το μαραφέτι που δεν προσφέρεται (ποιος τη γαμεί αυτή). (Από το gourounia.livepage.gr)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται από γυναίκες, κοριτσάκια και αδελφές. Σημαίνει βρίσκομαι μέσα σε κάτι μαλακό και ζεστό (μην πάει ο νους σας στο πονηρό, είναι υγρό αυτό το τελευταίο), στεγνό, μπορεί να είναι ρούχο, μαξιλάρι, πάπλωμα, κλπ. Γενικά είμαι προστατευμένη από κάθε κακό και νιώθω πάαρα πολύ άνετα. Ωσεκτουτού δεν χρειάζομαι κανέναν. Συνοδεύεται από το τραγούδι εκείνο που έλεγε: I don't want anybody else, when I think about you I touch myself.

επίθετο: χουχουλιάρικο

Καλά, ε; Αυτό που πήρες είναι πολύ χουχουλιάρικο! Θα το φοράς στο σπίτι όλη μέρα και θα χουχουλιάζεις...

το χουχούλιασμα σε ένα ιδανικό κόσμο (από xalikoutis, 10/10/08)Blondie - I touch myself... ;) (από Cunning Linguist, 28/10/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified