Αυτός που περπατάει λες και έχει καταπιεί κρεμάστρα.
Ο πολύ γυμνασμένος (ή φουσκωμένος - γνωστός και ως τρόμπας ή πρησμένος), ο οποίος δεν παραλείπει σε κάθε ευκαιρία να επιδεικνύει τους μυς του (κυρίως σε γυναίκες).
Αυτός που περπατάει λες και έχει καταπιεί κρεμάστρα.
Ο πολύ γυμνασμένος (ή φουσκωμένος - γνωστός και ως τρόμπας ή πρησμένος), ο οποίος δεν παραλείπει σε κάθε ευκαιρία να επιδεικνύει τους μυς του (κυρίως σε γυναίκες).
Σχετικά: Κ.Δ.Ο.Α., κορμαρίων, μποντέος / μπονταίος, μποντιμπιλντεράς, ντούκι, σβάρτσος, σφίχτης, τίγκας, τίγκατρον, τρίπατος, φουσκωτός, χτιστός.
Got a better definition? Add it!
Το πουλάω μούρη στα γαλλικά... Το ποζερίζειν.
-Κοίτα το μαλάκα. Όλο πουλ μουρ είναι, κι αν τον ρωτήσεις δεν ξέρει τίποτα...
Βλ. και πολ μουρ, πουλ μουρ, Paul Moore.
Got a better definition? Add it!
Got a better definition? Add it!
Ο γκαζάκιας, αυτός που τρέχει πολύ με το αυτοκίνητο ή με τη μηχανή του χωρίς όμως να έχει ιδιαίτερες ικανότητες στην οδήγηση. Συνήθως το κάνει εκεί που υπάρχει κόσμος, για επίδειξη, με αποτέλεσμα να γίνεται επικίνδυνος για τους υπόλοιπους. Γκαζοφονιάδες θα μπορούσαν να είναι οι κάγκουρες και τα σπατάνια, αλλά αυτοί συνήθως κυκλοφορούν με πολύ αργή ταχύτητα και δυνατά τη μουσική για να τους προσέχουν οι γύρω.
- Πάμε εκδρομή την Κυριακή στην Χαλκίδα. Θα οδηγεί ο Βασίλης. - Τι λες ρε, είσαι τρελός που θα μπω εγώ σε αυτόν τον γκαζοφονιά; Προτιμώ να πάω με το ΚΤΕΛ και να χάσω την ώρα μου περιμένοντας παρά να πάω με τον Βασίλη και να είμαι εκεί σε μισή ώρα και να’ χω κλάσει πατάτες!
Βλέπε και ο φονέας των δρόμων, καυλοτίμονος, καυλόγκαζο.
Got a better definition? Add it!
Δες και ζαμανφού, ζαμάν φου, ζεμανφουτίδης.
Got a better definition? Add it!
Αυτός που έχει μικρό πέος.
Η Άννα δεν έχει πρόβλημα με τους μικροτσούτσουνους. Βασικά, δεν έχει πρόβλημα με κανέναν...
Βλ. και κοντοτσούτσουνος, ρεβιθοτσούτσουνος, τσουτσούνι. Ακόμη: -τσούτσουνος.
Got a better definition? Add it!
Ολίγη από παρτσακλό, ολίγη από ντιπ για ντιπ αλλού, το πιριπιτσόλι (ενίοτε και πιρπιστόλι) απαντάται σε όλη την ελληνική επικράτεια. Είναι συνήθως γένους θηλυκού, αν και σπάνια έχουν καταγραφεί εμφανίσεις αρσενικών πιριπιτσολιών. Είναι ένα αλαφροΐσκιωτο πλάσμα, άκακο για το ευρύ κοινό και δεν έχει γνωστούς εχθρούς στο ζωϊκό βασίλειο. Παρά ταύτα, η εν γένει χαζοχαρούμενη διάθεσή του, ενίοτε κουράζει και εκνευρίζει. Η έννοια έχει και μια ενδυματολογική διάσταση, αφού το πιριπιτσόλι προσομοιάζει σε χαρμπαγιάγκαλο.
Ρε συ, τι πιριπιτσόλι είναι αυτή η Ντέπυ; Κατ' αρχήν όλο φοράει κάτι περίεργα σαν φάσιονβίκτιμ ένα πράμα. Κάτι παρδαλά, κάτι μυστήρια. Και όλο χαχανίζει, ρε πούστη μου. Της έλεγα για τον ΠΑΟΚ προχθές κι αυτή γελούσε. Τι γελάς μωρή, της λέω.
Got a better definition? Add it!
Παράφραση της λέξης παλληκάρι. Ο παλληκαράς, ο για τον πούτσο, ο τσολιάς, ο εκπροσωπών τα τρία κακά του έθνους: μαγκιά, κλανιά κι εξάτμιση και κώλος φινιστρίνι, που λέει και η τοις πάσι πλέον γνωστή ρήση.
(βαριέμαι και να σκεφτώ παράδειγμα για την πάρτη του. Αυτοσχεδιάστε παρακαλώ...)
Got a better definition? Add it!
Υποτιμητικός χαρακτηρισμός για φοιτητή. Παραπέμπει στο φυτό.
Όλοι οι φοίτουλες πλακώνουν τους φραπέδες μήπως και τους έρθει η Θεία έμπνευση και περάσουν κανένα μάθημα, γιατί όλο το εξάμηνο το βγάζανε σε καφετέριες. (από το διαδίκτυο)
Καθίστε ρε παιδιά, κάθε μέρα από εκεί περνάω και δεν έχω δει και τίποτα το αξιόλογο στο Πολυτεχνείο της Πατησίων. Ή εγώ είμαι στραβός και μου λένε ψέματα ότι βλέπω άψογα ή απλά υπάρχουν πολύ λίγες που είναι όμορφες. Αντιθέτως Ζωγράφου θα βρείς αρκετές κοπέλες που να σου αποσπάσουν τη προσοχή από τα μαθήματα (γιατί ως γνωστόν είμαστε και φοίτουλες). (από το forum στο polytexneio.gr)
Got a better definition? Add it!
Published
Ο μαλάκας με δεύτερο συνθετικό το όνομα Αντρέας, που προφανώς επιλέχθηκε γιατί ξεκινάει με άλφα και με το ίδιο γράμμα τελειώνει το πρώτο συνθετικό της λέξης. Είναι ίσως η μοναδική λέξη με ένα όνομα για συνθετικό το οποίο δεν είναι Θόδωρος ή Θοδώρα π.χ. γυναικοθόδωρος, Παστρικοθοδώρα. (αν κανείς ξέρει κανένα άλλο ας με διορθώσει)
Τρέχα ρε μαλακαντρέα θα χάσουμε το πλοίο.
Χαρακτηρισμοί με κύριο όνομα για συνθετικό: αστραπόγιαννος, βιαστικοθοδώρα, βουβαντώνης, γερολάζαρος, γυναικοθόδωρος, λωλοστεφανής, μαλακαντρέας, μαλακαντώνης, μουγγοθόδωρος, ντελημπάσχος, ντελήσαββας, παστρικοθοδώρα, στραβόγιαννος, τρελαντώνης, τρεμολάζαρος, τρομπογιώργης, τρυπαντωνάκης, ψευτοθόδωρος.
Got a better definition? Add it!