Γενικά ο βλάκας, ο χαζός, ο μαλάκας. Ιδιαίτερα εύηχο.
- Πάλι άρχισες τις βλακείες ρε τιριτόμπα;
Γενικά ο βλάκας, ο χαζός, ο μαλάκας. Ιδιαίτερα εύηχο.
- Πάλι άρχισες τις βλακείες ρε τιριτόμπα;
Got a better definition? Add it!
Όρος συνώνυμος του γνωστού μαλάκα. Χρησιμοποιείται όταν θέλει κανείς να τονίσει τη μαλθακότητα ή και πολλές φορές την σκέτη ηλιθιότητα ενός ατόμου. Απαντάται στο αρσενικό γένος.
- Αυτός ο μαλαπέρδας ο Μάξιμος, χάλασε πάλι το τηλεκοντρόλ. Ας τον μαζέψει κάποιος πριν μου γκρεμίσει το σπίτι!!!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο μαρτυριάρης, ο σπιούνος, ο ρουφιάνος. Αυτός που λέει τα μυστικά ή καταδίδει άλλους.
- Θα πούμε στον Γιώργο πως θα κάνουμε κοπάνα; - Τι σε αυτό το καρφί; Όχι βέβαια, αυτός θα πάει να το πει σίγουρα!
Got a better definition? Add it!
Το μέσον, ο γνωστός ή ο γνωστός του γνωστού που συνήθως κάνει τα πράγματα να κυλήσουν στην Ελλάδα για να γίνει η δουλειά σου ή για να ωφεληθείς σε μια κατάσταση.
-Άστα ρε φίλε, πήρα μετάθεση στον Έβρο. -Καλά, δεν έχεις κανένα δόντι να σε φέρει Αθήνα να είσαι μες στο σπίτι σου;
Got a better definition? Add it!
Παράφραση της προσφώνησης «ψηλέ» ώστε να είναι πιο μάγκικη.
-Να σου πω ρε ψηλέα, θα κάνεις το κονέ με εκείνη την Κατερίνα που είχαμε βγει μαζί την άλλη φορά;
Got a better definition? Add it!
Ο μπανιαρισμένος στα σκατά. Χρησιμοποιείται ως όρος όταν δεν υπάρχει αίσθηση της πρωτοτυπίας στο μπινελίκι. Ζώα.
Μπήκε στο σπίτι μου ο σκατιάρης και έκανε ένα μήνα να ξεμυρίσει η σκατίλα.
Got a better definition? Add it!
Οι ανθρώπινες μάζες που δεν διαθέτουν την κοινή λογική και απλά άγονται και φέρονται χωρίς ελπίδα να γίνουν κάποτε κανονικοί άνθρωποι.
- Είσαστε ζώα ΖΩΑ!
(zimkostas, με ειδική προφορά γεμάτη απέχθεια, σαν να φτύνεις τον άλλο κατάμουτρα).
Σ.ς. Πρόκειται περί διάσημης ατάκας μιας εξέχουσας προσωπικότητας διαφόρων τσατοκοινωνιών, γνωστού γιαχουτζή σε μόνιμη κόντρα με την γράφουσα με την καλή την έννοια, αν υπάρχει τέτοια. Ζιμ, αν ζεις ακόμα, να ξέρεις ότι αυτή η μαλακία ορισμός που σου αφιέρωσα μου κόστισε έναν καλύτερο βαθμολογικό μέσο όρο στο σλανγκ, τί άλλη θυσία πια.
Got a better definition? Add it!
Βλ. και liposan, αβοκάντο, αρκούδα, βόιδαγλας, βους, βυζόχερος, εύχοντρος, ζελές, θωρηκτό Ποτέμκιν, ιπποπόταμος, κινητό χασάπικο, κουμπαράς, κρεοπωλείο η αφθονία, Μπίλιας, μπουρντούχας, ντουλάπα, ξίγκι, Οβελίξ, πατσοκοιλιάς, σμπόκος, τόφαλος, χοντρολίπαρος, χοντρομπαλάς
Got a better definition? Add it!
Ο άξεστος, ο βάρβαρος, ο βρωμιάρης. Κοινώς ο χοντρόπετσος. Το αντίθετο του ευγενικού.
Η τραγίλα δεν είναι απαραίτητα υποτιμητική προσφώνηση γιατί πολλές φορές συμπίπτει με την αυθόρμητη ειλικρίνεια και στη σημερινή κοινωνία πρέπει να είσαι και λίγο τράγος!
Επίσης: τραγί, τραγόπουλο=τραγόπαιδο (λίγο τράγος), αρχιτράγος (ουγκ...)
- Χθες ήσουν με τον χοντρό, ρε Μάκη;
- Γάμα τα ρε... μπήκε μέσα να μου δώσει λεφτά και βρώμαγε σαν τραγί... Άσε που μπαστακώθηκε και δεν έλεγε να πάρει πούλους...
- Αρχιτράγος δηλαδή...
- Ήσουν με την πρώην καριολίτσα σου πριν;
- Ναι ρε, της τα έχωσα κανονικά σαν τράγος και δεν την άφησα να πει κουβέντα... το ζώο.
- Καλά έκανες... καλό τραγόπουλο είσαι!!!!
Got a better definition? Add it!
Η χοντρή μπαζόλα. Η πιο άσχημη. Αυτή που δεν έχει απολύτως τίποτα όμορφο πάνω της... Η καταραμένη...
Σύντομη περιγραφή: Χοντρή σαν τσουβάλι (120kg), σκουρόχρωμη, μουστάκι απαραιτήτως, πολλή τρίχα (σε βυζιά, κώλους, μουνιά, πρόσωπο, χέρια, πόδια, δηλ. παντού), σγουρό, πυκνό, ανέμελο μαλλί -ντίκινσον κατάσταση)...
Συνήθως, επειδή είναι ζώα, ντύνονται προκλητικά μπας και βρούνε κανα πέος, αλλά και ντίρλα να είσαι δεν κάνεις τέτοια λάθη.
Επίσης γνωρίζονται μεταξύ τους και κυκλοφορούνε μαζί ως κοπάδι φώκιας.
- Μην κοιτάξεις δεξιά...
- Τι ρε;
- Περνάει κοπάδι φώκιας...
Βλ. και χουφτιάρα, μπράσκα, η, όρκα, πατοκαφρόλα, φακλάνα, φρι Γουίλι, free Willy, χαβούζα, η, χαβούζα, η, μπουρέκλα, θωρηκτό Ποτέμκιν, μποχλάδα /-ω, κεφτές με πόδια, κουνιότα
Got a better definition? Add it!