Further tags

Λέξη με διπλή σημασία.
1. Η σούζα στα καγκουρίστικα (πρέπει να είσαι λίγο άτομο για να το πεις)
2. Ο πιτσιρικάς στα μάτια μιας διψασμένης για sex σαραντάρας.

  1. - Κι έσκασε μύτη ο ψηλός με τη χουσβάρνα και το σηκώνει ξερολούκουμο μπροστά από το μπατσικό... Μάγκας ο δικός σου, σου λέωωωωωωωωω.

  2. - Ρε φίλε σου λέω με κοίταζε όλο το βράδυ σαν ξερολούκουμο η σαραντάρα...
    - Και μετά;
    - Σπίτι της ρε ... Άσ' το... Με ξεζούμισε ρε... Μου ήπιε το μεδούλι, σου λέω... Θα πάρει καιρό μέχρι να μου ξανασηκωθεί... Με πέθανε!

Mr Υφήλιος 2007 - οκ, δεν είμαι ακόμα σαράντα εντάξει; αχαχαχαχαααα (από Galadriel, 08/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη που χρησιμοποιούν οι γκόμενες για τους άντρες, επειδή ή τις φτύνουν, ή δεν ανταποκρίνονται πια στον ρόλο του «άντρα κυνηγού» ή τέλος πάντων δεν τις διεκδικούν όπως θα ήθελαν. Πάντως, και πέρα από αυτές τις προϋποθέσεις, οι κοπέλες χρησιμοποιούν τον όρο αυτό συνθηματικά όταν θέλουν να αναφερθούν σε άντρες.
Παράγωγα: υπέρκοτάρα (μούναρος), κοτέτσι (βλέπε τουμπανίαση -με άντρες όμως), κόκορας (όταν η κότα συνοδεύεται από κάποια, η κάποια είναι ο κόκορας)

- Κοίτα την κότα που μπήκε τώρα! Υπερκοτάρα!
- Αυτή η κότα νομίζω είναι κότα ηθοποιός, την έχω δει στην τηλεόραση.

Ένα από τα κόμματα στις εκλογές του 2009 (από Khan, 05/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αλλιώς = μπουζούκι. Ο «έχω πάντα δίκιο», το αγύριστο κεφάλι, ο ξερόλας.

- Ρεε μην επιμένεις, ο μεγάλος σεισμός στην Αθήνα είχε γίνει το 2000 όχι το 1999.
- Πωωω, ρε φίλε, τι μπουζούκι είσαι εσύ;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο του γκομενοφύλακα, αλλά αναφέρεται στην περίπτωση που οι γκόμενες είναι πολλές. Μάλιστα η παρουσία του γκομενοβοσκού αποτρέπει τους άλλους άνδρες να την πέσουν στα κορίτσια που τον συνοδεύουν, ενώ συχνά δίνει αναφορά στους γκόμενους των κοριτσιών, εξού και το «βοσκός», τις φυλάει από το φλερτ των άλλων ανδρών.

Σχετικό λήμμα: μουνοβοσκός, γκομενοφύλακας

- Κοίτα τον ρε με πόσες γκόμενες κυκλοφορεί!
- Όχι ρε, γκομενοβοσκός είναι ο τύπος,τις φυλάει για να μην τους την πέσουν αληθινοί άνδρες.

"Μα ναι κύριε ιδιοκτήτα μου, το θέλω το χωράφι, βοσκός είμαι - τί εννοείτε που είναι οι κατσίκες; αυτές που έχω εδώ να τις φυλάω δεν σου γεμίζουν το μάτι;" (από Galadriel, 27/02/09)

Σύγκρινε: χαρεμάκιας

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(βλ. κορώνα μου)
Η ίδια φράση, απλά ίσως με πιο μεγάλο αίσθημα οικειότητας.

-Πού είσαι ρε κορώνι; Που έχεις χαθεί;

(από xalikoutis, 23/10/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(αλλιώς = φλωροGAY)

Συνδυάζει την έννοια του φλώρου και του πούστη ώστε να γίνει πιο προσβλητικό. Ο αντιπαθητικός φλώρος, το μαμόθρεφτο, το «παιδί του μπαμπά», που συνήθως το παίζει και λεφτάς.

- Έτσι και μου ξαναμιλήσει αυτός ο φλωρόπουστας θα πέσουνε μπουκέτα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πολύ άσχημη και χοντρή γκόμενα.

Πώς είσαι έτσι μωρή φακλάνα γαμώ το κερατό σου;;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο αγαπημένος φίλος των ταξιτζήδων, λεωφορειατζήδων, νταλικέρηδων και γενικότερα του έλληνα οδηγού! Συναντάται σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης. Μόλις τον αντιληφθούνε σπεύδουν να τον χαιρετίσουν ανοίγοντας την παλάμη και συνοδεύοντας τον χαιρετισμό με ένα μακρύ κορνάρισμα.

- Να ρε μαλάκα!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πιο κοινή και γνωστή πλέον φράση που δηλώνει ότι κάποιος άντρας είναι ομοφυλόφιλος. Για ιδιαίτερο τονισμό μπορεί να συνδυαστεί και με τις λέξεις «αδερφή νοσοκόμα», «αδερφή του ελέους».

- Ρε, τον θυμάσαι τον Τάκη τον συμμαθητή μας στο γυμνάσιο;
- Ναι, γιατί;
- Γάμησέ τα, και αυτός αδερφή νοσοκόμα μας βγήκε!

για περισσότερα βλ. πούστης

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη μεγάλης υβριστικής ισχύος, όταν αυτή λέγεται σε άντρα. (1) Ο δόλιος, ο σιχαμένος, ο άκρως αντιπαθητικός, (2) αυτός που θέλουμε να τον σαπίσουμε στο ξύλο.

  1. Να τον προσέχεις αυτόν, είναι μεγάλο μουνόπανο.

  2. Έλα εδώ ρε μουνόπανο αν έχεις αρχίδια.

(από Τσακ εις την μέσην, 25/10/10)(από Vrastaman, 22/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified