Further tags

Αυτός που γαμάει (ή νομίζει ότι γαμάει) ό,τι κινείται. Από το «γαμάει σαβούρα».

- Καλή, ετσ';
- Άντε ρε σαβουρογάμη...

(από BuBis, 31/05/09)

Και σαβουρομπήχτης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η άσχημη γκόμενα, το μπάζο.

- Αφού σε γουστάρει γιατί δεν της την πέφτεις; - Σιγά μην την πέσω στην πατσαβούρα.

(από Khan, 16/10/14)

Βλέπε και σαβούρα, κάμπια, πατσόλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που αυνανίζεται. Πλέον, στατιστικώς αποδεδειγμένα, η λέξη που χρησιμοποιείται περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη στο λεξιλόγιο κάθε Έλληνα που σέβεται τον εαυτό του. Ανάλογα με τα συμφραζόμενα έχει και αρνητική χροιά αλλά κυρίως χρησιμοποιείται ως φιλική προσφώνηση.

Πού είσαι ρε μαλάκα!! Τρεις μήνες έχω να σε δω... Μου έλειψες!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εντελώς (παραλλαγή: ντιπ-για-ντιπ.)

Είσαι ντιπ-για-ντιπ μαλάκας;

Βλ. και μπίτι, μπήτι

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο εντελώς-παντελώς ηλίθιος! Ο απόλυτα εγκεφαλικά νεκρός.

- Την κάνουμε;
- Καλά, είσαι ντιπ στόκος μιλάμε! Τώρα που γεμίζει το μαγαζί ρε;

Βλ. και... παράγωγα: ελ στοκαδόρ, στοκαμπίλιτι, Στόκεμον, καθώς και μπετόβεργα, γκασμάς

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο σχεδόν-παντελώς ηλίθιος, αυτός που δεν παίρνει από λόγια.

- Καλά, είσαι εντελώς βλήμα ναουμ'...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που αντέχει σε δύσκολες συνθήκες ή την κακομεταχείριση ή χωρίς φροντίδα / συντήρηση ή όλα μαζί.

Καλά, μιλάμε το μηχανάκι το 'χω λιώσει και δε βγάζει άχνα, ούτε συνεργεία ούτε τίποτα. Σκυλί μαύρο σε λέω!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μικρός, το μικρό. Το λέμε για να υποβιβάσουμε κάποιον.

- Κοίτα να δεις που μας την λέει το τσουτσέκι και ακόμα δεν βγήκε από το αυγό του!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ελεεινός, λερέτης. Παραλλαγές: ο λέχρας, η λέχρα.

Πλύσου ρε παλιολέχρα, βρωμάς!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπάτσος. Ιστορικά, προέρχεται από την παλιά (εποχή «είμαι μάγκας & κυκλοφορώ με το ένα μανίκι του σακακιού μου αφόρετο να σέρνεται») μάγκικη έκφραση υπαρξιακής αγωνίας «μπας κι είναι εδώ; μπας κι είναι εδώ;»

(Πολύ παλιός & άρα αδόκιμος όρος για παράδειγμα.)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified