Further tags

  1. Το όργανο με το οποίο γίνεται η απόσταξη ενός υγρού, ο αποστακτήρας.

  2. Μεταφορικά, ο,τιδήποτε είναι τόσο καθαρό, ώστε να λάμπει.

Ετυμολογία: λαμπίκος = αντιδάνειο < ιταλικό lambicco < αραβικό al-ambiq < αρχαίο ελληνικό άμβιξ = αποστακτήρας. Η δεύτερη έννοια είναι παρετυμολογική επίδραση από το «λάμπω».

Ασίστ: acg.

  1. Λαμπίκος για το οινόπνευμα.

  2. Σφουγγάρισε το πάτωμα και το έκανε λαμπίκο!

  3. Λαμπίκο του τον έκανε τον πούτσο του μπαρμπα-Μπρίλιου ο Πέρι. Σωστός νοικοκύρης!

Kι εσυ λάμπεις, Μπάμπη! (από Vrastaman, 14/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όπως και το Ελλάντα, πρόκειται για έναν χαρακτηριστικά Ελληνο-αμερικλάνικο τρόπο να αναφερθείς στην «πατρίδα», αποκαλύπτοντας ότι, παρά τις πλέον φιλότιμες των προσπαθειών σου, έχεις τελικά αλλοτριωθεί. Βλ. και δώσε κώλο στον ρουφιάνο!.

- Μαζευτήκαμε όλοι μαζί στην Αστόρια, να φάμε κανά σουβλάκι, να δούμε και Φίνος Φιλμ, να θυμηθούμε το πατρίντα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν εκφέρουμε τον όρο, μιλάμε για γωνιακό μαγαζί, μαγαζί από το οποίο οι διερχόμενοι πελάτες μπορούν να περάσουν μπροστά από τις δυο (ή και περισσότερες) πλευρές του. Αποσπάται έτσι καλύτερα η προσοχή τους (από τις βιτρίνες του καταστήματος), από το να υπήρχε θέα μόνο από τη μια πλευρά του. Η κατάλληλη αξιοποίηση της κατάστασης παρέχει δυνατότητα επαύξησης του τζίρου του καταστήματος.

Η δυνατότητα επαύξησης των εισρεομένων χρημάτων μέσα από αξιοποίηση κάποιων καταστάσεων, μέσων, κλπ, αποτελεί την ιδιότητα κλειδί του συγκεκριμένου ορισμού. Διακρίνουμε δυο περιπτώσεις:

1) Αναφερόμαστε σε εταιρείες, ιδρύματα, οργανισμούς που, αξιοποιώντας θεμιτά & αθέμιτα μέσα, αλλά και κάποιες συγκυριακές καταστάσεις, μπορούν να επαυξήσουν τον τζίρο τους (βλ. παρ. 1, 2).

2) Σε εταιρείες, οργανισμούς, ιδρύματα, στους οποίους μπορεί να εφαρμοστεί από κάποιους εργαζόμενους, ψάρεμα πελατών για τον εαυτό τους (βλ. παρ. 3).

  1. Αυτό που θέλω να πετύχω άμεσα στην ΑΕΚ και πιστεύω ότι ήδη έχει αρχίσει να διαφαίνεται, εκτός από την τεράστια ιστορία της ομάδας, να είναι και ένα μαγαζί-γωνία! Σε οργάνωση, λειτουργία και φερεγγυότητα. Αυτό μπορούμε να το κάνουμε άμεσα. Ότι καλύτερο κινείται αυτή τη στιγμή στην αγορά από πλευράς παικτών συζητάει με την ΑΕΚ. Κάτι που μέχρι πριν από δυο-τρεις μήνες φάνταζε εξωπραγματικό».
    Δες

  2. «Θαύμα παιδί μου θαύμα» ανακράζουμε. Η πονεμένη ΔΕΗ έγινε ξαφνικά… μαγαζί γωνία!...
    ...Λειτουργώντας σε απόλυτη σύμπνοια (καθότι εδώ δεν έχουν αντικρουόμενο συμφέρον) οι συντεχνίες (ΓΕΝΟΠ, κτλ) και η διοίκηση της ΔΕΗ (υπό την… πίεση υποτίθεται και των πρώτων) ζήτησαν ως μονοπώλιο τεράστιες αυξήσεις με το πρόσχημα των υψηλών τιμών καυσίμων, τις πήραν, αλλά τώρα που οι τιμές των καυσίμων καταρρέουν… παραμένουν αμετάβλητες οι αυξήσεις που επιβλήθηκαν… τότε.
    Και βεβαίως δημιουργούν απίστευτα μονοπωλιακά κέρδη (με κύριο αποδέκτη το… κράτος) στην πλάτη της ελληνικής βιομηχανίας! Δες

  3. - Το ΙΚΑ είναι μαγαζί γωνία. Πας για επίσκεψη σε ένα γιατρό, σου κάνει έναντέμο των ικανοτήτων του σε λιγοστό χρόνο και σου λέει για τα περαιτέρω να περάσεις απ΄το γραφείο, γιατί περιμένουν πολλοί, γιατί εκεί θα έχεις και καλά, πιο εμπεριστατωμένη θεραπεία (με εξειδικευμένα όργανα, κλπ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι απόλυτες εσχατιές, εκεί που χωρίζουν τα οικόπεδα του Αληθινού Θεού από του αλλουνούνα!

Τελευταίως και η πλατεία Ομονοίας.

- Κυκλαμίνων 506, στους Νέους Επιβάτες παρακαλώ!
- Τι λες βρε παιδί μου, τέρμα Θεού, αρχές Αλλάχ! Να σε πω, να αφήσουμε και το παλληκάρι Μενεμένη που βολεύει;

Got a better definition? Add it!

Published

Εκεί που στήνεσαι και βλέπεις όλον τον κόσμο να περνάει, το μέρος από όπου περνάνε όλοι. Με κατάληξη σε -άδα, όπως προμενάδα, βαρκάδα κ.ο.κ.

Πηγή: Κνάσος.

- Πάμε περαντζάδα να μας δει λίγος κόσμος ρε μαλάκα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Η θάλασσα, το ανοιχτό πέλαγος.
  2. Ο Πειραιάς για τους Αιγινήτες.
  3. Η φυλακή ή το τρελάδικο.
  1. Η κυρα-Σούλα όλη μέρα είναι μόνη, ο άντρας της είναι μέσα και ψαρεύει.

  2. Σήμερα θα λείπω, θα πάω μέσα για δουλειές.

  3. – Με τις μαλακίες που κάνεις θα σε κλείσουν μέσα στο τέλος.
    – Πού, στον Κορυδαλλό ή στο Δρομοκαΐτειο;

-20 χρόνια ήμουν μέσα. -Λαϊκή, Εθνική, Αγροτική, Πίστεως κι έτσι δικέ μου; Φτηνά την έβγαλες ρε φίλε! Εδώ κότα κλέβεις και πας απόσπασμα αμα λάχει ναουμ! (από Hank, 16/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκτός Ελλάδας. Οπουδήποτε αλλού, είναι «έξω». Η δε λέξη «εξωτερικό», κάποτε λεγόταν με μεγάλο στόμφο από τους λίγους που τριγυρνούσαν εκεί πέρα, οι οποίοι επέστρεφαν με απίστευτες ποσότητες από ρούχα, καλλυντικά, ρολόγια, τσιγάρα, προϊόντα σουπερμάρκετ, κλπκλπ και τα επεδείκνυαν με σνομπίλα στον κάθε πικραμένο που δεν είχε περάσει τα σύνορα (για να μην πούμε ότι δεν είχε δει καν την θάλασσα). Φοβάμαι όμως ότι ακόμα και τώρα το ίδιο γίνεται, τηρουμένων των αναλογιών.

  1. Λέω να στείλω τον γιο μου έξω για σπουδές, τις λες;

  2. - Ωραίο φουστάνι, πού το ψώνισες;
    - Στο εξωτερικό...

Got a better definition? Add it!

Published

Καλλιόπη = 9η μούσα (κυρ)
Καλλιόπη = ο απόπατος (μετ)

Κατά τον Ησίοδο, η Καλλιόπη ήταν η μεγαλύτερη και η ευγενέστερη των 9 μουσών, προστάτις της επικής ποίησης και της Ρητορικής.

Σήμερα είθισται να λέμε Καλλιόπη την τουαλέτα. Η συνήθεια έρχεται από τότε που η πλατεία Ομονοίας στολιζόταν από τα αγάλματα των μουσών. Η τουαλέτα στην πλατεία Ομονοίας ήταν πίσω από την Καλλιόπη, εξού και όποιος ρώταγε πού ήταν η τουαλέτα τον στέλναν στην Καλλιόπη.

Η μεταφορά, για αδιευκρίνιστους λόγους, είθισται να συναντάται σε στρατόπεδα.

Πώπω ρε φίλε, δεν ξέρω τι να προτιμήσω, το πλοίο της αγάπης ή την Καλλιόπη;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μαύρη πίστα χαρακτηρίζεται μια πίστα σε ένα χιονοδρομικό που έχει πολύ μεγάλη κλίση και είναι για πολύ καλούς χιονοδρόμους.

- Έχουν ανοίξει την Στύγα 1, πάμε;
- Τι λες ρε; Αυτή είναι μαύρη πίστα δεν μπορώ να την κατέβω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λιμάνι.

Το Καρνάγιο είναι δημώδης όρος της κοινής ναυτικής γλώσσας ενετικής προέλευσης. Με τον όρο αυτό νοούνται τμήματα αιγιαλού εντός λιμένων ή όρμων που, λόγω της ομαλής κλίσης του, επιτρέπει την ανέλκυση και καθέλκυση μικρών σκαφών, περισσότερο ξύλινων προκειμένου να υποστούν «καρναγιάρισμα» δηλαδή υφαλοκαθαρισμούς, υφαλοχρωματισμούς, καλαφατίσματα, παλαμίσματα κ.λπ.

Ο όρος αυτός αναπτύχθηκε κυρίως στις περιοχές που βρέθηκαν για πολύ καιρό ενετοκρατούμενες, σε αντίθεση του αντίστοιχου όρου «ταρσανάς» που αναπτύχθηκε περισσότερο στις τουρκοκρατούμενες περιοχές

Από βικιπαιδεια.

Εδώ είμαστε στο καρνάγιο του Λαυρίου

(από Khan, 27/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified