Πρόκειται για σλόγκαν που κυκλοφόρησε στην πολιτικά ταραγμένη χρονιά του 1965. Η κυβερνητική αστάθεια που προκλήθηκε από την αποχώρηση 40 βουλευτών της κυβερνητικής πλειοψηφίας της Ένωσης Κέντρου, η πτώση της Κυβέρνησης, οι έντονες πολιτικές διεργασίες που ακολούθησαν και οι κοινωνικές ταραχές που λάμβαναν χώρα παράλληλα, συνέπεσαν με τη γέννηση της πρωτότοκης κόρης Αλεξίας του τότε Βασιλικού ζεύγους Κων/νου και Άννας-Μαρίας. Φυσικά, εν μέσω σοβαρών κρίσεων κανείς δεν μπορεί να μείνει ουδέτερος, κι έτσι πρωτοσέλιδα εφημερίδων της εποχής και διαδηλωτές με πλακάτ καλούσαν σκωπτικά τη νεογέννητη πριγκίπισσα να τοποθετηθεί επί των τεκταινομένων με την ατάκα «Αλεξία, πάρε θέση», σε μια έμμεση φυσικά προτροπή προς τον άνακτα πατέρα της να μην κάνει τον Κινέζο και να δώσει διεξόδους στα οξυμένα πολιτικά προβλήματα, συμφώνες με το λαϊκό αίσθημα.

Φυσικά, η Αλεξία μπορεί να αντικατασταθεί από οποιοδήποτε άλλο όνομα, ανάλογα με το από ποιον περιμένουμε να τοποθετηθεί επί ενός ζητήματος.

Καλά, ολόκληρο σεντόνι σχόλια για το σαν ταμένο, και ο τζόνιμπλακ να μην εμφανιστεί; Τζόνι, πάρε θέση!

Πάρε θέση! (από allivegp, 17/10/09)Αλεξία σε πιο πρόσφατη φωτό. (από poniroskylo, 03/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καταληκτική φράση από τις «τρεις αδελφές» του Τσέχοφ. Οι τρεις αδελφές, μάλλον δεν θα βρεθούν ποτέ ξανά στη Μόσχα, και το νοσταλγικό όνειρο θα μείνει εκεί, να τις μελαγχολεί, να θυμίζει τα μεγαλεία, και διηγώντας τα να κλαιν.

Η φράση πέρασε στη σύγχρονη εποχή για να περιγράψει κάτι που δεν πρόκειται να γίνει. Σε όλα τα επίπεδα.

Επίσης χρησιμοποιείται και σαν χιουμοριστικό λογοπαίγνιο, όποτε θυμάται κάποιος τη Μόσχα, το κολλάει κι αυτό, για να δείξει ότι δεν είναι κι αμόρφωτος, αλλά επειδή και το αδελφές πάει συνειρμικά αλλού.

Άλλη μια χρήση, η οποία εκλείπει, έχει να κάνει με την ουτοπία του κομμουνισμού, σε σχέση με το κέντρο αποφάσεων για όλα τα ΚΚ του κόσμου, που ήταν η Μόσχα.

Στη Μόσχα Αδερφές μου, στη Μόσχα!
Καλά, όχι κι αδερφές. Άγγλοι ναι, ενίοτε (συχνά βασικά) κομπλεξικοί, αλλά όχι κι αδελφές. Τουλάχιστον, αυτοί που θα πάνε στη Μόσχα δεν μας κάνουν και τόσο gay...

....Οι τρεις αδερφές δε θα πάνε ποτέ στη Μόσχα, όπως ο Γκορμπατσώφ δε θα ολοκληρώσει ποτέ το όραμα της “περεστρόικα”(αναδόμηση-ανασυγκρότηση)...

(από ιστότοπους)

-(σινιόρα electron) Θα πάμε αγάπη μου διακοπές φέτος; Σαββατοκύριακο στο Παρίσι να βρούμε εκείνον το συμφοιτητή σου; Η στη Ραβένα, που μας περιμένει η ξαδέλφη μου; Τι λες;
-Στη Μόσχα αγάπη μου, στη Μόσχα....
-(σινιόρα electron) Δεν πάω εκεί, να με τρέχεις να ψάχνουμε τα αρχεία της Καγκεμπε, για τον Ζαχαριάδη. Και πάρτο απόφαση. Κομμουνισμός δεν θα γίνει.
-Αρμεγε και κούρευε... -(σινιόρα electron) Αντε πια! Από τότε που παντρευτήκαμε.... (ακολουθει συζήτηση που άπτεται προσωπικών δεδομένων)

(από το σπίτι)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Την έκφραση την χρησιμοποιούμε όταν κάποιος μας εκμυστηρεύεται ένα πάθημά του ή κάτι που δεν του πήγε καλά και θέλουμε να του απαντήσουμε «Ας πρόσεχες», «Ήθελέστα και πάθέστα» ή ακόμη «Τί γύρευες ξεβράκωτος στα αγγούρια». Επίσης, φέρνει και σε κάτι από «Γιατί τό 'δωσε ο Θεός το ακατοίκητο;», σε μια έμμεση προτροπή να βάζει το νιονιό του / της να δουλεύει άλλη φορά.

Δεν θέλουμε, δηλαδή, να του την πούμε κιόλας, γιατί μπορεί να μην έφταιγε, αλλά να στάθηκε απλά άτυχος /-η, ωστόσο η έκφραση λειτουργεί σαν προτροπή για να τον / την βάλουμε να κάνει λίγη αυτοκριτική, ώστε να είναι πιο προετοιμασμένος --η και προσεκτικός /-ή την επόμενη φορά.

Διευκρινίζεται ότι το λήμμα χρησιμοποιείται στην αυτή μορφή ανεξαρτήτως σε ποιο από τα γνωστά 4 φύλα (νέιμλυ άρρεν, θήλυ, homosexual και asexual) ανήκει ο συνομιλητής μας.

  1. - Μα να με παρατήσει ο Ντιντής μου επειδή πήγα έξι μήνες για μεταπτυχιακό στη Γαλλία;
    - Εμ, φιλενάδα;

  2. - Μόλις του είπα «Μπήκαμε στη Σαρακοστή, κομμένο το σεξ», άρχισε να τα σούρτα-φέρτα με την πρώην του.
    - Εμ, φιλενάδα;

  3. - Με το που είδε το τατουάζ με τον δράκο που έχω στον μπαργαλάτσο μου, το κάναμε μια φορά και αυτό ήταν! Μετά έκοψε λάσπη.
    - Εμ, φιλενάδα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Πηγαίνω κάπου, μεταβαίνω. Το τράβηγμα = η μετάβαση. Συνήθως (αλλά όχι πάντα) η χρήση του υπονοεί ότι η μετάβαση αυτή προκαλεί δυσφορία στον μετακινούμενο, ότι είναι γι' αυτόν σκέτη ταλαιπωρία. Επί το κοσμιότερον, αλλά με την ίδια σχεδόν σημασία, χρησιμοποιείται το πολύ ευρύτερα διαδεδομένο «τρέχω» (αν δεχθούμε ότι το «τραβιέμαι» προκαλεί σεξουαλικούς συνειρμούς). Το «τρέχω» και το «τρέξιμο», αν και πιο πολιτικώς ορθά, δηλώνουν κατά κανόνα ένα βαθμό δυσφορίας του υποκειμένου. Αντίθετα, το «τραβιέμαι» παίζει να χρησιμοποιείται και ουδέτερα, ως ένας εξαιρετικά μαγκιόρικος τρόπος να πεις απλώς «πάω» κάπου.

  2. Βρίσκομαι μέσα σε μια ορισμένη κατάσταση, περνάω μια ορισμένη φάση στη ζωή μου με τις ιδιαιτερότητες και τα προβλήματά της. Εν προκειμένω δλδ, το ρήμα δηλώνει περισσότερο την εν χρόνω διάρκεια μιας κατάστασης ενώ στην περίπτωση 1 δηλώνει την κίνηση.

Παραδείγματα: τραβιέμαι με τα ναρκωτικά απ' τα 14, τραβιέμαι πολύ με τη δουλειά αυτό τον καιρό, τραβιέμαι τώρα 3 μήνες μ' ένα γκομενάκι, η Ρούλα τραβιέται με τα ψυχολογικά της τα τελευταία 2 χρόνια κ.ο.κ.

Τράβηγμα = η όλη φάση, το όλο σκηνικό με τα παλούκια του και τις μανούρες του (αλλά ενίοτε και τις καλές του στιγμές). Και εδώ παίζουν εναλλακτικά τα «τρέχω» και «τρέξιμο», αλλά σε λιγότερες περιπτώσεις. Π.χ. μπορείς να πεις «η Ρούλα τρέχει με τα ψυχολογικά της τα τελευταία 2 χρόνια» αλλά χλωμό να ακούσεις «τρέχει με τα ναρκωτικά από μικρός».

  1. Βρίσκομαι σε μπελάδες. Σημασία συναφής με την 2 (της οποίας ενδεχομένως θα μπορούσε να θεωρηθεί υποκατηγορία). Εδώ τα τραβήγματα είναι απλώς και μόνο μπελάδες, ενώ η όλη φάση μπορεί ανέτως να χαρακτηριστεί ως εξόχως μανουριάρικη. Τα «τρέχω» και «τρέξιμο» χρησιμοποιούνται σε απόλυτη αντιστοιχία, διαφέρουν όμως όσον αφορά την ένταση της μανούρας. Όταν σε έχει χώσει το αφεντικό να δουλεύεις υπερωρίες απλήρωτες, το λες «τρέξιμο», το λες και «τράβηγμα». Όταν όμως σε κυνηγάει κάποιος πιστωτής σου να τον ξοφλήσεις και απειλεί ότι, αν δε το κάνεις, θα σε θάψει, τότε έχεις απλά πολύ χοντρά τραβήγματα.

Γενικά και για τις τρεις περιπτώσεις: το «τραβιέμαι» είναι πιασάρικο διότι γραμματικώς ανήκει στη μέση φωνή, η οποία διατηρεί στενές επαφές τρίτου τύπου με την παθητική φωνή (και κλίνεται όπως αυτή). Τονίζει δλδ τη διάσταση του πάθους, του ακούσιου, του αναγκαστικού. Βλ. και το κλασικό «τραβάτε με κι ας κλαίω». Γιατί όλους μας αρέσει κατά βάθος να μας τραβολογάνε κι ας μη το παραδεχόμαστε. Έχει τη καύλα του ενίοτε να αφήνεσαι, να παρασύρεσαι, να άγεσαι και να φέρεσαι, να είσαι άθυρμα στον άνεμο, να μην προσπαθείς ψυχαναγκαστικά να τα έχεις διαρκώς όλα υπό τον έλεγχό σου, να αφήνεις και λίγο τα πράματα στην τύχη.

Some of them want to be abused, όπως έλεγαν και οι Ευρυθμικοί.

  1. - Μαλάκα ψάχνω να βρω λίγη φούντα για την Κυριακή που θα 'μαστε με τη Γωγώ. Γουστάρω να 'χω κάτι να την κεράσω, μη με πάρει και για μαλάκα... Tραβιόμαστε καμιά Ομόνοια λες;
    - Είσαι άσχετος τελικά. Στην Ομόνοια πας μόνο για ζαπρέ αγόρι μου, δεν πας για μαύρο... Για μαύρο μόνο στους γύφτους.
    - Ε άντε λοιπόν ρε φίλε, θα με πετάξεις με το μηχανάκι να ψωνίσουμε; Θα σου βάλω και βενζίνη...
    - Δε θα 'σαι καλά μου φαίνεται. Δεν τραβιέμαι τέτοια ώρα Ζεφύρι για κανένα λόγο... Αύριο και βλέπουμε...

  2. - Πόσα χρόνια τραβιόσαστε με το φροσάκι βρε μαλάκα; Τρία, τέσσερα; Πώς και την παλεύεις ακόμα;
    - Το κέρατο όμως που της έχω περάσει δεν περιγράφεται.

  3. - Πριν δυο χρόνια που λες, ο Γιαννάκης κι ο Τάσος κάνανε την κέντα και πήρανε το εκείνο το μπαράκι που πουλιότανε στο Μαρούσι. Το δούλεψαν καλά στην αρχή, κονομάγανε, γαμούσαν και τα γκομενάκια που πήγαιναν να ζητήσουν δουλειά... Κομπλέ η φάση, αμέρικαν ντρημ σου λέω κι έτσι...
    - Και μετά τι χάλασε;
    - Μετά ο ένας έμπλεξε με τα κοκορέτσια, τον άλλο τον έβαλε μες το βρακί της μια καριόλα μπαργούμαν που γνώρισε εκεί... Το παράτησαν το μαγαζί, άρχισαν να μπαίνουν μέσα... Χρώσταγαν στην εφορία, στο προσωπικό, στον προηγούμενο ιδιοκτήτη. Στο τέλος έβαλαν λουκέτο. Και τώρα έχουν όλους αυτούς να τους κυνηγάνε, χώρια τα δικαστήρια για τα ναρκωτικά. - Πω ρε φίλε, αυτά είναι χοντρά τραβήγματα.

αφού κορόιδο πιάνεσαι τί θέλεις και τραβιέσαι; (από joe909, 06/09/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μάγκικο ή απλώς συντομευμένο «να σου πω...».

Λέγεται:

  1. εισαγωγικά (με την έννοια του «δε μου λες / δεμελές»)
  2. απειλητικά
  1. Σου πω, έκλεισες το μάτι προτού να φύγεις από το σπίτι ή θ' αρπάξει φωτιά και θα τρέχουμε πάλι;

  2. Σου πω... κομμένα αυτά που ήξερες, εντάξ'; Λίγα τα λόγια σου, μαλάκα.

Βλέπε ακόμα: σούπω, παράλειψη των να και θα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που έχει περάσει στο πάνθεο των κλασσικών και την ακούμε συχνάκις.

Το νόημα που ενέχει είναι απλό: κάνω κάτι που είναι κατακριτέο και λανθασμένο, αξιόμεπτο και παράλληλα γίνεται αντιληπτό.

Ακριβώς όπως η χεσμένη φωλιά μυρίζει και γίνεται αντιληπτή, παρομοίως και η πονηριά.

  1. Αααα έχεις χεσμένη την φωλιά σου... Και μας το παίζεις και υπεράνω!

  2. Απόσπασμα άρθρου εφημερίδας το Ποντίκι:
    «Οι «πράσινοι» είχαν, λοιπόν, «χεσμένη τη φωλιά» τους, γι’ αυτό και ψέλλισαν τον Νοέμβριο κάποιες αντιρρήσεις, αλλά δεν ξεφώνισαν την ιστορία του Δούκα».

  3. Τίτλος άρθρου της εφημερίδας Μακεδονία:
    ΥΠΕΕ: Με... λερωμένη φωλιά οι τέσσερις στις δέκα επιχειρήσεις Εκτυπώσιμη σελίδα

Φωλιά χρηματιστηριακής εταιρίας και χεσμένη... (από krepsinis, 12/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μικρό γατί.

Άσε, προχθές γέννησε η γάτα και το σπίτι μας γέμισε κατσούλια!

Στα κρητικά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ό,τι / όπου / όποτε: απάντηση που θα δώσει σε ερώτηση που περιέχει «τι, πού, πότε»
α. ο βαριεστημένος (γενικά στη ζωή του ή από την ερώτηση που του θέτουν)
β. ο υπερευγενικός που δεν διατυπώνει ποτέ προσωπική επιθυμία γ. ο λαϊκός τύπος.

Συμπληρωματικός ορισμός από Τζίζα, συγκεκριμένα για το «ό,τι»:
Αντίστοιχη είναι η διάκρισις στα γαλλικά μεταξύ των φράσεων «n'importe quoi» και «peu importe», που σημαίνουν αντίστοιχα το λινκαρισμένο και το αλινκάριστο ό,τι νά 'ναι.

Κατά τον χρήστη paya επίσης, είναι συντομογραφία της γνωστής έκφρασης ό,τι νά 'ναι.

  1. - Τι θες να παραγγείλω να φάμε απόψε μωρό μου;
    - Ό,τι.
    1.α (Τζίζας)
    - Μια μεγάλη μπύρα βαρέλι.
    - Έχουμε...
    (διακόπτοντας)
    - Ό,τι.
    (και πληρώνει σα μαλάκας μιαν ακριβή ενώ ήθελε άμστελ.)
    1.β (παράδειγμα χρήστη paya):
    (μετά από δυο ώρες μπάσκετ και όντας ξεκωλωμένοι):
    Βαγγέλης: - Πάμε για μπάλα;
    Γιώργος: - Ό,τι...

  2. - Πού λες να πάμε απόψε;
    - Όπου. Δεν έχω πρόβλημα.

  3. - Πότε λες είναι καλύτερα να πάμε διακοπές, χριστούγεννα ή πρωτοχρονιά;
    - Όποτε.

χριστιανοταλιμπάν που βαριέται...ή δεν ξέρει... γουατέβα... (από xalikoutis, 06/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ατάκα-απάντηση σε όλους όσους κλέβουν με ποικίλους τρόπους σε κάθε παιχνίδι, σε όσους κάνουν αδικίες (ιδιαίτερα αν είναι σε βάρος μας) και σε όσους απλά σας την μπαίνουν δίχως λόγο και αιτία. Η προσπάθεια να αναγάγετε το θέμα σας σε κάτι που απασχολεί τον ίδιο τον Θεό είναι τουλάχιστον βλακεία, αλλά μπορεί και να πετύχει καμιά φορά. Επίσης αφήνει και υπονοούμενα στον αντίπαλό σας ότι έχετε κάποια δόντια «εκεί ψηλά» ή απλά ότι είστε τρελός για δέσιμο και καλά έκανε που έπαιξε 5 φορές τα ντόρτια γιατί σας άξιζε.

Αφορμή για παλιμπαιδισμό η συγκεκριμένη έκφραση, εξού και ο Θεούλης, και καλό είναι να την προφέρεται σε όλους ανεξαιρέτως σαν να τη λέτε στο πεντάχρονο ανιψάκι σας που παίζει με κούκλες και δεν κάνει.

- Καλά κυρά μου, πλάκα κάνεις; Δεν είδες που ήμουν τόση ώρα από πίσω με τα αλάρμ ανοιχτά; Λες να μην ήθελα να παρκάρω;
- Πού να το ξέρω; Ήσουν πολύ πίσω και δεν το κατάλαβα. Βρες κάπου αλλού τώρα.
- Καλά, αλλά να ξέρεις ότι ο Θεούλης είναι ψηλά και βλέπει.
- Εντάξει, θα ανάψω τώρα ένα κερί στον Άγιο Θεράποντα.
(Μπορεί να το πήρε στο ντούκου, αλλά αν θα δει τα λάστιχα πίτα όταν γυρίσει ίσως να κάνει το σταυρό της).

Αποτελεσματική μορφή τρομοκρατίας! (από Vrastaman, 17/11/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιούνται αυτές οι λέξεις στη σειρά για να ειρωνευτούν την ψευτική μαγκιά και το μούφα νταηλίκι.

Άντε ρε μη σε πλακώσω στα σούτια, να πούμε ξέρω 'γω και δηλαδής.

Βλ. και δηλαδής, επειδής δηλαδής

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified