Λέξη με πολλές σημασίες, τις οποίες δεν βρήκα κάπου συγκεντρωμένες, οπότε τις καταγράφω δωδαπανά.
Αναδοσιά είναι:
Λέξη με πολλές σημασίες, τις οποίες δεν βρήκα κάπου συγκεντρωμένες, οπότε τις καταγράφω δωδαπανά.
Αναδοσιά είναι:
Got a better definition? Add it!
Η συμπεριφορά του μαλαγάνα, δηλαδή η συμπεριφορά που δηλώνει μπαμπεσιά, πονηριά, υστεροβουλία, (κουτο)πονηριά, αλλά γίνεται με τέτοιο τρόπο ώστε να γλείφει και να κολακεύει.
Για την ετυμολογία δες το λήμμα μαλαγάνα, όθεν και σχηματίζεται η λέξη με την προσθήκη της σλανγκογόνιμης κατάληξης -ιά.
Η αγραμματοσύνη είναι η συνήθης επιλογή στον Έλληνα, που, κατά πλειοψηφίαν, πιστεύει μόνο στο καουμποϊλίκι, την πόζα, τη μαλαγανιά, την ψευτομαγκιά, την αρπαγή και το χρήμα. Σε τίποτε επί της ουσίας. Γι’ αυτό καταντήσαμε βάλτος κροκοδείλων, κανιβαλισμός και λούμπεν τζιπάτοι, πολιτικάντηδες της διαπλοκής ή φτωχοαλαζόνες που ονειρεύονται να γίνουν κι αυτοί κάτοχοι μεζονέτας και μοντελοπνίχτες σαν τον Κούγια.
Γκέι κλισέ που μας σπάνε τα νεύρα:
Johnnys:
Οταν μας αποκαλούνε οι str8 (πούστηδες), και ότι απο τους πούστηδες βγήκε και η πουστιά, η μαλαγανιά, κάποια μαλακία, που κάνει κάποιος σε κάποιον άλλον.
H μια πλευρά του εθνικού ξεσηκωμού το 1821, αυτή
που όλοι διδασκόμαστε στα σχολικά βιβλία, αφορά τις
μάχες και τον αγώνα για την ανεξαρτησία. H άλλη,
αυτή που δεν διδάσκεται στα σχολεία, είναι αυτή που
έχει να κάνει με την προσωπική ζωή των
πρωταγωνιστών της. Kαι προσωπική ζωή χωρίς ποδόγυρο δεν γίνεται. Γιατί δεν ήταν μόνο η αγάδες και οι
πασάδες, που «χαίρονταν» τη ζωή με τα χανουμάκια
τους και τα γιουσουφάκια τους. Ήταν και οι κλέφτες
και οι αρματολοί, που το 'λεγε η «περδικούλα» τους,
όχι μόνο στα πεδία των μαχών αλλά και στο κρεβάτι,
όπου ο καθένας έδινε τη δική του προσωπική «μάχη»,
όχι με τα κουμπούρια και τα γιαταγάνια, αλλά με τη
μαλαγανιά, τη γοητεία και φυσικά το νταηλίκι.
Got a better definition? Add it!
Η παπαριά είναι δέντρο επί του οποίου φυτρώνουν παπάρες (άλλως: «παπάρια»). Ευδοκιμεί ιδιαίτερα στον Μεσογειακό χώρο, είναι πολύ ανθεκτική και παραγωγική, οι δε καρποί της έχουν γεύση όξινη, στυφή και προκαλούν δυσπεψία, ενίοτε δε και νευρικό γέλωτα.
Το δέντρο, καίτοι οπωροφόρο, χαρακτηρίζεται ως ζιζάνιο. Παρόλες όμως τις εκάστοτε προσπάθειες για την εξαφάνισή του, αναπτύσσεται ολοένα και περισσότερο. Οι παπάρες ή τα παπάρια ομοιάζουν με τους όρχεις του ανδρός, εξ ου και μια από τις πολλές ονομασίες των τελευταίων (πχ. στην κλασική έκφραση «σε γράφω στα παπάρια μου»).
Η παπαριά μπορεί να διατηρηθεί σε μέγεθος μπονζάι ή σε μέγεθος θάμνου, συνήθως όμως αφήνεται να αναπτυχθεί τόσο ώστε να μπορεί να παίρνει καλλωπιστικά επί των οδών των πόλεων σχήματα (παπαριά η καμαρωτή).
Επειδή η παπαριά είναι εξαιρετικά διαδεδομένο φυτό, η ονομασία της (κυρίως δε, αυτή του καρπού της) έχει περάσει πια στην καθομιλουμένη και δη στη σλανγκ, σημαίνοντας κάτι το άκρως ευτελές, συνηθισμένο, ανούσιο και γελοίο (βλ. παράδειγμα).
Βλ. και παπάρια μέντολες, Παπαρία φυλή, παπαριανός, για χάρη του βασιλικού, ποτίστηκε και η γλάστρα, τα παπάρια μου κλάσ' τα, τα παπάρια μου τράβα, κά.
- Τι σου είπε;
- Παπαριές, τίποτα.
- Τί σου είπε;
- Παπάρια, τίποτα.
- Τι σου είπε;
- Παπάρες, τίποτα.
Got a better definition? Add it!
Η επιτυχία, λογοπαίγνιο με το χέσιμο. Για όσους ντρέπονται να ευχηθούν «καλή επιτυχία».
Άντε, μεγάλε, καλή πετυχεσιά με τις εξετάσεις. Μόλις γράψεις πάρε με να πάμε για καφέ.
Got a better definition? Add it!
Να προσθέσω στον ήδη υπάρχοντα ορισμό ότι η χαριτωμενιά είναι επίσης ένα νάζι το οποίο κάνουμε όταν θέλουμε να καλοπιάσουμε τον άλλον επειδή κάναμε κάποια μαλακιούλα. Χαριτωμενιά μπορεί να κάνει μια γκόμενα, ένα παιδί, ένα κατοικίδιο, όσο για τους άντρες μάλλον θα την κάνουν κατ' ιδίαν και ποτέ δημοσίως, με αποδέκτη την γκόμενά τους, συνήθως. Απαραίτητη προϋπόθεση: τα πάμε ιδιαιτέρως καλά με τον αποδέκτη της χαριτωμενιάς μας, έχουμε τρυφερή σχέση μαζί του/της.
- Τίιιιι μου κουνιέσαι;
- Έλα μωρέ Τασούλη μου, εγώ που σ' αγαπάω...
- Ναι, καλά, κατάλαβα, άσε τις χαριτωμενιές και πες μου τι μαλακία έκανες να δούμε πώς θα τα μπαλώσουμε...
Got a better definition? Add it!
Απαστράπτουσα χλιδή, πραγματική ή επινοημένη. Οι φέροντες χαρακτηριστικά γκλαμουριάς αποκαλούνται γκλαμουράτοι.
Η έκφραση συνήθως εμπεριέχει ψήγματα σαρκασμού, εκτός εάν ο χρήστης της στερείται παντελώς της αίσθησης του γελοίου.
Είναι απίστευτο, αλλά η λέξη αποτελεί Ελληνικό αντιδάνειο: γκλαμουριά > glamour > gramarye (μαγεύω, στα Σκωτικά) > grammar (η μάθηση, κυρίως απόκρυφων και μαγικών τεχνών, στα μεσαιωνικά Αγγλικά) > γραμματική. (Βλέπε www.etymonline.com)
«Ένα στίγμα που ανάλογο δίνουν πια σχεδόν όλα τα ξένα φεστιβάλ- η γκλαμουριά, η νοτιοευρωπαϊκή κυρίως ιδέα του φεστιβάλ ΄ντυνόμαστε καλά και πάμε να δούμε τον σταρ΄ εξαφανίζεται, ακόμα και στη Βερόνα.» (Τέρμα στους σταρ και στην γκλαμουριά, ΤΑ ΝΕΑ, 28 Ιουνίου 2008)
Got a better definition? Add it!
Η απάτη, ο δόλος. Προέρχεται από την ιταλική λέξη mazzaranga, mazzeranga, που σημαίνει κόπανος για θρυμματισμό χαλικιών. Χρησιμοποιείται συχνά σε ρεμπέτικα τραγούδια με την έννοια της παγίδας, όταν την στήνουν σε κάποιον.
Μου είπες πως σου έστησαν απόψε ματσαράγκα στου Αλευρά τη μάντρα (Βασίλης Τσιτσάνης)
Got a better definition? Add it!
Ο καφές φραπέ. Βλέπε και: φραπεδέλα, φραπεδιόλα, φραπόγαλο.
Γλωσσολογία του φραπέ
Η λέξη frappé είναι γαλλική και σημαίνει χτυπημένος ή ανακατεμένος. Ως ξένη λέξη κανονικά δεν κλίνεται (ο φραπέ). Όμως, σε αντίθεση με τις περισσότερες γαλλικές λέξεις που έχουμε δανειστεί και παραμένουν άκλιτες, στην ονομαστική μερικές φορές αποκτάει κατάληξη και κλίνεται (ο φραπές, του φραπέ, οι φραπέδες κλπ.), κυρίως στην καθομιλουμένη. Άλλωστε αυτό παραπέμπει και στην κλίση της λέξης «καφές». Ενίοτε στον προφορικό λόγο απαντά η μορφή «φραπεδιά» (π.χ.: «Πιάσε μια φραπεδιά») ή, σπανιότερα, «φραπεδούμπα» ή «φράπα».
(από ιστολόγιο)
Got a better definition? Add it!
Επίθημα που σχηματίζει ουσιαστικά θηλυκού γένους (μονοσύλλαβο).
Το επίθημα υπάρχει βέβαια ανεξάρτητα από την αργκό στα ελληνικά, στις αργκό χρήσεις του όμως είναι ιδιαίτερα παραγωγικό, και χρησιμοποιείται συνήθως ειρωνικά ή μάγκικα, ή και για να εξελληνίσει αδόκιμους ξενικούς τύπους.
Στα παραδείγματα, λέξεις που υπάρχουν ήδη σε λήμματα του σλανγκ τζι αρ.
αϊποντιά, αλβανιά, ανετιά, απαλεψιά, αρχιδιά, βυντριά, γερμανιά, γκλαμουριά, δηθενιά, ζαμπουνιά, ζαρχιδιά, καγκουριά, καμενιά, καρκινιά, κλειδιά, κουγιά, κοψοφλεβιά, λινκιά, μαλαγανιά, μαλεζανιά, ματζιριά, ματριξιά, ματσαραγκιά, ματσακονιά, μεϊντενιά, μινιμαλιά, μισοχυσιά, μοντιφιά, ντεμεκιά, ντιζαϊνιά, οριτζιναλιά, παλτουδιά, παπαριές, παρισχιλτονιά, πηδιά, ποζεριά, προχωρημενιά, σκαϊπιά, σκρουτζιές, σλανγκιά, σπλατεριά, σποϊλεριά, ταλιμπανιά, ταρζανιά, τατιανιά, τουματσιά, τρανσιά, τρασιά, τρολιά, τσιγαριά, φιδιά, φλασιά, φραπεδιά, φυτιλιά, χαριτωμενιά, χτιστιά, ψαγμενιά, ψυγκιές, ψωλιά.
Βλ. επίσης γαμοσλανγκοτέτοια.
Got a better definition? Add it!
(Από το ιταλικό mazzeranga) Απάτη, δόλος, απατεωνιά.
Επίσης, ματσαράγκας = απατεώνας
- Πάμε για μπάσκετ;
- Ξέχνα το, δεν ξαναπαίζω μαζί σου γιατί μου σπας τα νεύρα... Όλο κλαίγεσαι και κάνεις ματσαραγκιές!
(από το διαδίκτυο)
«Και για να μην λέμε πως όλα πάνε κατά διαόλου: Το γεγονός πως αυτή η ματσαραγκιά της κυβέρνησης συζητάται δημόσια σημαίνει πως -πάρα πολύ αργά ίσως- η Ελληνική κοινή γνώμη ενημερώνεται και έχει απαιτήσεις....»
- Άλλα είχαμε κανονίσει με τον γυψοσανιδά και άλλα μου ζητάει τώρα...
- Σε βρήκε στην ανάγκη ο παλιοματσαράγκας!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified