Further tags

Τα σπυράκια της ακμής που έχουν κάποιοι έφηβοι νέοι. Υπονοείται έμμεσα ότι προκύπτουν λόγω παρατεταμένης αγαμίας.

(Ισχύει και για αγόρια και για κορίτσια...)

- Καλά... μαλάκα έχεις γεμίσει καβλόσπυρα... τι θα γίνει; Πότε θα πρωτογαμήσεις να συνέρθεις;
- Θες να μου πάρεις μια... πίπα να συνέρθω;

Σεξοσπύρος (από Dirty Talking, 16/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ολόιδιος, πανομοιότυπος, ξεπατικωτούρα, σαν αντιγραφή με καρμπόν (το μπλε φύλλο με το μελάνι που βάζαμε κάααποτε ανάμεσα σε δυο σελίδες και ό,τι γράφαμε στην επάνω περνούσε και στην από κάτω). Λέγεται για τα πάντα.

Συνώνυμα: φτυστός, τάλε κουάλε.

  1. Απόδραση καρμπόν
    Δραπέτευσαν ξανά με ελικόπτερο οι Παλαιοκώστας και Ριζάι. Ανθρωποκυνηγητό για τον εντοπισμό των δραπετών του Κορυδαλλού, έχει εξαπολύσει η αστυνομία. Η πανομοιότυπη απόδραση με ελικόπτερο εγείρει σοβαρότατα ερωτήματα.
    (από τον Σκάι)

  2. - Τα έκανα θάλασσα, είπα στη Μαίρη «Γεια σου Κάτια» και με στραβοκοίταξε.
    - Ε δε νομίζω, αφού το ξέρει ότι μοιάζουν πολύ.
    - Μόνο πολύ; Καρμπόν είναι σου λέω...

Got a better definition? Add it!

Published

Από το γαλλικό basse classe, που σημαίνει κατώτερη κοινωνική τάξη, το μπας κλας παίρνει την κατάληξη -αρία και γίνεται «μπασκλασαρία».

Η κατάληξη «-αρία» είναι πολύ συνηθισμένη στην μεταφορά ξενικών στην ελληνική καθομιλουμένη, λ.χ. kitsch- κιτσαρία, snob- σνομπαρία, αλλά και ελληνικών, όπως πουτσαρία, ψωλαρία.

Μπασκλασαρία είναι κάτι πολύ φτηνής, τραγικής ποιότητας, που θεωρούμε καλό να το σνομπάρουμε.

- Πάλι μ' αυτούς τους λαϊκούς κάνεις παρέα, τις μπασκλασαρίες; Θα σε φάει η λαϊκουριά! Κι εγώ που νόμιζα ότι είχες ένα άλφα επίπεδο...

Τhe Who - Magic Bus (από allivegp, 22/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άνδρας ο οποίος κάνει κατάχρηση αρωμάτων και γενικά καλλυντικών.

Εγχώριος πρόδρομος του metrosexual, ο David Beckham σε ελαφρολαϊκή έκδοση.

-Τί γιασεμής είναι κι αυτός μωρέ. Κάθισα δίπλα του και με ζάλισε αρωματισμένος στο φούλ σου λέω.

Γιώργος Γιασεμής: "Μα έλα που έχω μια καρδιά που σ\' αγαπάει και στο κορίτσι της χατίρι δεν χαλάειιιι" - αυτά είναι, εμ. (από Galadriel, 20/02/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Πολύ γλαφυρός τρόπος να δηλώσει άρρεν άτομο ότι έχει πολύ μακρύ μαλλί, μαλλί σε πλήρη ανάπτυξη «μέχρι τον κώλο». Η φράση γεννά τη νοητική εικόνα τριχών στην άκρη μιας μεγαλοπρεπούς κόμης να χορεύουν ανεπαισθήτως στο φύσημα του πορδικού ανέμου.

Αντλεί τη δύναμη και γοητεία της από την κοινή στα πολιτισμένα (zivilisierte) υποκείμενα αίσθηση ότι δεν πρέπει να υπάρχει κάτι πιο δύσοσμο από τρίχες επί μακρόν εκτεθειμένες σε κλανιές. Σε ένα πιο βαθύ επίπεδο, λοιπόν, ο κλάνων μαλλί συγκεντρώνει πολλαπλασιαστικά αρρενωπότητα και ρώμη από τη συνέργεια της πλούσιας κόμης και της μπρουταλίνης που εκπέμπει η χυδαιότητα/ημιαγριότητα του ασύδοτου πέρδεσθαι και δη της παραδοχής του που γίνεται με τη φράση.

Να σημειωθεί ότι, ως προς τους ρηματικούς χρόνους, απαντά συχνότερα στον παρατατικό («έκλανα μαλλί»), αναφερόμενη στο ένδοξο μεταλλάδικο συνήθως, αριστεροφρικουλιάρικο ενδεχομένως παρελθόν του χρήστη τής φράσης (με αυτήν την έννοια η φράση πέρα από ρώμη φανερώνει πιο ειδικά νεανικό σφρίγος).

  1. Πιθανόν εσφαλμένα στην αρχή, αλλά πλέον απλά προχώ- σουρεαλιστικά και αλανιάρικα, η φράση χρησιμοποιείται με την έννοια του «φοβάμαι», αντί των κλάνω μέντες, μπιφτέκια, πατάτες κλπ. (βλ. παράδειγμα 2). Θα έλεγα μάλλον ότι στον γενικά εφηβογενή αδόκιμο διαδικτυακό λόγο με την έννοια του μακριού μαλλιού η φράση δεν πολυχρησιμοποιείται, ενδεχομένως γιατί αποπνέει γραφικότητα (βλ. παράδειγμα 1).

Προσοχή: το νόημα της φράσης είναι ουσιαστικά αντίστροφο του βρωμάνε τα μαλλιά του ποδαρίλα, που έχει να κάνει με μικρό σωματικό ύψος ανεξαρτήτως κόμης, ενώ το «κλάνω μαλλί» με μεγάλο μήκος του τελευταίου, ανεξαρτήτως σωματικού ύψους.

  1. ...Άσε με ρε φιλαράκι, μέχρι τον στρατό, κι εγώ που με βλέπεις, μαλλί έκλανα...

  2. ...Ισχυει ρε, ημουν εκει και οι μπατσοι ειχαν κλασει μαλλι απο το σκηνικο γενικοτερα... (από indymedia)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

«Σκατόφατσα» είναι ένας προσδιορισμός που, ναι μεν αναφέρεται στο πρόσωπο ως μέρος του σώματος, αλλά χαρακτηρίζει τον άνθρωπο στον οποίο αποδίδεται συνολικά. Είναι μέγας πολυσήμαντος χαρακτηρισμός, αν το καλοσκεφτεί κανείς:

Σημασίες

α) Στις περιπτώσεις που ξεστομίζεται σε ομοβροντία μαζί και με άλλες βρισιές, το νόημά της είναι απλά «άσχημε», ειδικά όταν εκφέρεται ως «μωρή σκατόφατσα» και μπορεί και να αντικατασταθεί από το «σκατομούρη». Σε πολλές περιπτώσεις μάλιστα, κυρίως έχει ως στόχο να εμπλουτίσει και να επιτείνει την ομοβροντία και όχι να μεταφέρει κάποιο αυτοτελές νόημα.

β) Στις περιπτώσεις που απευθύνεται προς πιτσιρικάδες και σπανίως προς πιτσιρίκες, το νόημα έχει να κάνει με το πώς η αυθάδεια, το μαλακιλίκι, το ατίθασο και η γλωσσοκοπανιά αποτυπώνονται στο ρεπερτόριο γκριμάτσων του νεαρού ατόμου (κυρίως μιλάμε για νευρικά συσπώμενα και ξερακιανά, παρ' ο,τι νεανικά, αλλά καμιά φορά και για παχουλά και κατά γενική ομολογία βλαμμένα πρόσωπα). Ήδη, όμως, μέσα από αυτή τη χρήση και το νόημα, έχουμε πλησιάσει το (γ).

γ) Το νόημα της σκατόφατσας, κυρίως προς ενήλικες και ως αυτοτελές νόημα, είναι διττό και αντιφατικό: σκατόφατσα είναι κάποιος που είναι συμπαθητικός μέσα στην αντιπαθητικότητά (λέξη κι αυτή) ή/και αντιπαθητικός μέσα στην συμπαθητικότητά του.

γ1) Εδώ μπορούμε να κάνουμε μια όχι-και-τόσο-λεπτή διάκριση. Υπάρχει η σκατόφατσα που φανερώνει τον ρηχό, αναξιόπιστο και γενικά μαλάκα άνθρωπο (ο οποίος υπό περιορισμούς και ανάλογα με τα γούστα μπορεί να είναι τέτοιος, αλλά είναι έως και συμπαθής εφόσον δεν υποκρίνεται κάτι άλλο). Είναι ο άνθρωπος, ωστόσο, που πάντα βγάζει μια ασχήμια και είναι μισητός παρά το γεγονός ότι μάλλον δεν είναι άσχημος. Ίσως να ξεφεύγει από την απόλυτη χυδαιότητα, την οποία έχουν όσοι συνδυάζουν σκατόψυχία, δειλία και σωματική ασχήμια, ίσως και όχι (βλ. παράδειγμα γ1)... Σε αυτές τις περιπτώσεις συνήθως κάποιος έχει σκατόφαστα και δεν είναι σκατόφατσα.

γ2) Υπάρχει όμως και η «πολύ σκατόφατσα». Πρόκειται για τον γοητευτικό μαλάκα και - εξίσου μάλλον - για τον μαλακισμένο γόη. Ειδικά αν ακούσετε γυναίκα να χαρακτηρίζει κάποιον έτσι, παναπεί ότι έλκεται από αυτόν ή αλλιώς γ-καυλώνει. Τέτοια σκατόφατσα δεν είναι απαραίτητα ο γοητευτικός ομορφάσχημος, αλλά ο άνθρωπος στου οποίου το πρόσωπο διακρίνεται σκληρότητα, εγωισμός, περηφάνια, αλλά και αναξιοπιστία -ουσιαστικά πρόκειται για τη συσσώρευση και χάραξη αυτών στο πρόσωπο τού έτσι χαρακτηριζομένου από τη διαγωγή ενός ανάλογου βίου.

α) - Τι θες ρε μαλάκα, γαμώ την πανακόλα μου, μιλάς κι όλας, σκατόφατσα - γαμημένε....

β) - Πολύ αλάνι το ξαδερφάκι σου... - Σκατόφατσα, δε λες...

γ1) - Μα τι σκατόφατσα που έχει αυτός ο Ρουσόπουλος... - Πού τον θυμήθηκες;

γ2) - Α, παίζει ο Βενσαν Κασέλ..; - Μμμ, πολύ σκατόφατσα....

Δες και -φατσα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κλασσικός μαμάκιας (ολίγον αδερφίζων) ή/και ο γνωστός ως φλούφλης (από Β. Π. μεριά... Εννοείται ΤΒΠ, ήτοι ... «Τεκνά Βορείων Προαστείων»)

- Ρούληηηηη, πήγαινε «αγόρι» μου να πάρεις τα γράμματα από το γραμματοκιβώτιο...
- Ναι ΜΑΜΑ, αμέσως...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το φορτίο που κουβαλάει ο γάιδαρος. Επίσης ο ίδιος ο γάιδαρος.

Είναι όμως και ο ιδιαίτερα εύσωμος άντρας (ή και γυναίκα), ο ντουλάπας, ο μπουλντόζας, ο Κ.Δ.Ο.Α., η νταρντάνα.

Επίσης ο αναίσθητος, το παχύδερμο, ο που δεν καταλαβαίνει Τζίζα.

- Μεγάλωσε ο γιος σου!
- Τι μεγάλωσε, γομάρι έγινε...
(και πέφτει καρπαζιά στο γομάρι, ωραίος πατέρας)

(από Khan, 24/09/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλασική ρητορική ερώτηση με ειρωνική / πειρακτική διάθεση.

Απευθύνεται κατά κανόνα σε άνδρα, άρτι κουρευθέντα. Ο λόγος της καζούρας είναι το αμφιλεγόμενο αισθητικό αποτέλεσμα της νέας κόμμωσης, η οποία συνήθως είναι πολύ απλή κι όχι τίποτα το εξεζητημένο.

Ακόμη όμως και σ' αυτήν την απλότητα και λιτότητα ενός κοντού κουρέματος, δύναται να εμφιλοχωρήσει η γελοιότης, μετά πολλών τρόπων, π.χ. όταν ξυρίζονται τελείως οι φαβορίτες και το μαλλί φαίνεται σαν ένα είδος κολλημένου κράνους.

Η πιο κλασική όμως περίπτωση που θα ακούσεις ότι κουρεύεσαι στο ΙΚΑ, είναι όταν τα έχεις πάρει όλα πολύ κοντά, με την ψιλή που λέγαμε παλιά. Διότι το να κάνεις ένα κεφάλι να μοιάζει με γλόμπο ουδόλως απαιτεί εξειδικευμένες γνώσεις ωτ κουαφύρ και τα ρέστα, το αναλαμβάνει κι η κουτσή Μαρία, ακόμη και μόνος σου τη βολεύεις.

Το ΙΚΑ λοιπόν, ταυτίζεται με την έλλειψη οποιασδήποτε δημιουργικής ικανότητας, την αδράνεια, την στείρα επανάληψη, την τυποποίηση, το «δε βαριέσαι τώρα πού να τρέχω», όλα χαρακτηριστικά γνωρίσματα του ένδοξου ελληνικού δημοσίου τομέα.

Οποιαδήποτε αναφορά στο ΙΚΑ εμπεριέχει ένα βαθμό τιραμισουρεαλισμού. Κούρεμα στο ΙΚΑ δεν υπάρχει, κι ας ελπίσουμε οτι ποτέ στο μέλλον δε θα υπάρξει. Το ΙΚΑ είναι επίσης ένας ουτοπικός προορισμός για όσους μόλις άκουσαν κάτι κουλό.

Εν τέλει, με το να χρεώσεις σε κάποιον ότι κουρεύεται στο ΙΚΑ (για το οποίο όλα τα εθνίκια καμαρώνουν, αναμασώντας τη γνωστή πίπα περί ίδρυσής του από Μεταξά), επισημαίνεις αφενός πόσο σκιτζής ήταν αυτός που έκανε το κούρεμα, αφεδύο, τον αποκαλείς εμμέσως πλην σαφώς καρμίρη και σπαγγόραμα, που λυπήθηκε τα 10 ευρά (παλιότερα 1 χελίρικο) που παίρνει ο μπαρμπέρης και προτίμησε τη τζαμπαρία της κενωνικής ασφάλισης.

- Μεγειές, μεγειές, αγορίνα μου! Αυτό είναι κούρεμα, τώρα επιτέλους έδειξες! - Αλήθεια ρε φίλε, καλό είναι; Γιατί νομίζω πως τα πήρε λίγο παραπάνω απ' ότι έπρεπε.
- Όχι ρε ξεκόλλα. Μόνο να μου πεις σε ποιο ΙΚΑ πήγες και κουρεύτηκες για να κλείσω κι εγώ ραντεβού, χαχαχα χαχα!
- Σού 'χω πει τίποτα για τη μάνα σου τώρα τελευταία;

Βλ. και χειροβομβίδα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση, η οποία χρησιμοποιείται όταν κάποιος έχει αφήσει μούσι και δεν του πηγαίνει με τίποτα, αλλά από την άλλη δεν παίρνει από λόγια και δε θέλει να το κόψει με καμία Παναγία.

Σαν ύστατη λύση λοιπόν, επιστρατεύεται αυτό το επιχείρημα με ρίμα.

Εννοείται πως αφορά σε κολλητά και αγαπητά σε εμάς πρόσωπα.
Η χρήση σε αγνώστους ή παραξηγιάρηδες αντενδείκνυται, προς αποφυγήν κλωτσομπουνιδίων.

- Σπυρέτος: Γεια χαρά σας μάγκες...
- Μάγκες (εν χορώ): Ξύρισε το μούσι να μη σε λενε πούστη!

Του κραξίματος αυτού συχνά προηγείται το «Νάτος! Νάτος! O πούστης ο μουσάτος»!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified