Αστείος προσδιορισμός για το πέος. Χρησιμοποιείται σε υπονοούμενα για στοματικό σεξ.
-Βγήκα χτες με την Ελένη.
-Ποια ρε αυτή τη σνομπ που καπνίζει μόνο ακριβές μάρκες τσιγάρων;
-Ναι, αλλά χτες κάπνισε και πούρο με φλέβα!
Αστείος προσδιορισμός για το πέος. Χρησιμοποιείται σε υπονοούμενα για στοματικό σεξ.
-Βγήκα χτες με την Ελένη.
-Ποια ρε αυτή τη σνομπ που καπνίζει μόνο ακριβές μάρκες τσιγάρων;
-Ναι, αλλά χτες κάπνισε και πούρο με φλέβα!
Συνώνυμο: πούρο φλεβάτο.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Αυτός που επιδίδεται σε σατανιστικές πρακτικές.
Στο βιβλίο της «Τρελή για άντρες» η Τζόις Κάρολ Όουτς περιγράφει μεταξύ άλλων την φρίκη της ζωής που προτείνουν τα σατάνια.
Got a better definition? Add it!
Πηγαίνω κάπου με τα πόδια.
- Θα πάρουμε το αμάξι να πάμε στην Άννα.
- Εγώ λέω να πάμε με το νύχι, κοντά είναι.
Βλ. και πεζό δύο.
Got a better definition? Add it!
Έκφραση αποδοκιμασίας ή προειδοποίησης, συνώνυμη με το στάκα, κάτσε καλά, σσσσ, κλπ.
- Θα πάω να του σπάσω το μαγαζί, του μαλάκα.
- Ίσα ρε που θα τα βάλεις με την προστασία, άσχετε! Θα τις φας χοντρά, στο λέω.
Δες και ίσα.
Got a better definition? Add it!
Ειρωνική έκφραση συνώνυμη με το καααλά, χαιρετίσματα, χαιρέτα μας τον πλάτανο, κλπ
- Πάμε αύριο μπαρότσαρκα;
- Δεν μπορώ, θα πάω σε μια ομιλία για την παγκόσμια συμφιλίωση.
- Καλά κρασιά! Την έχεις ακούσει άσχημα τελευταία, νομίζω. Δεν πας να βρεις κανα γκόμενο να σε γαμήσει νά 'ρθεις στα ίσα σου;
- Δεν καταλαβαίνες τίποτα απ' αυτά εσύ. Τι κάθομαι και σ' τα λέω...
Σχετικά: ωραία φέτα, καλά, πιάσε μια Amstel, του Κίτσου η μάνα κάθονταν, από την πόρτα σου περνώ..., οτινανισμός, ο,τινανισμός, πούτσο κλαίγανε, τον, άρες, μάρες, κουκουνάρες, άρτσι μπούρτσι και λουλάς
Got a better definition? Add it!
Το μπες-βγες σε πολλά μπαράκια μέσα στην ίδια νύχτα, ή απλώς το πέρασμα έξω από αυτά.
Έχω πεθυμήσει μια μπαρότσαρκα. Είναι χρόνια που δεν το έχω κάνει.
Σε άλλες γλώσσες: pub-crawl (βρετανικά), bar-hopping (αμερικάνικα), Kneipenbummel, Kneipentour (γερμανικά)
Got a better definition? Add it!
Κανονικές συνθήκες.
(προφορά: κάπα σίγμα)
Υπό Κ.Σ. η Μαίρη σήμερα έχει άδεια και θα βρεθούμε από το μεσημεράκι.
Got a better definition? Add it!
Το αραλίκι, το χουζούρι, η τεμπελιά.
Λέξη τουρκικής προελεύσεως (rahat), που με τη σειρά της είναι δανεισμένη απο τα αραβικά.
- Πως περάσατε Θεσσαλονίκη;
- Χαλαρά ρε, φραπεδιά, ραχάτι και γκομενίτσες όχι πολλά πολλά!
Got a better definition? Add it!
Η πράξη ενός κάφρου, πράξη ανάδειξης μαγκιάς ή σταρχιδισμού.
Φίλε ήταν μεγάλο καφριλίκι να ρευτείς μέσα στην τάξη!
Got a better definition? Add it!
Χρησιμοποιείται ειρωνικά για να μειώσουμε ασήμαντα πρόσωπα και καταστάσεις ή για να περιγράψουμε καταστάσεις που δεν έχουν καμία πιθανότητα να συμβούν. Πολλές φορές επίσης χρησιμοποιείται σαν συνώνυμο του γνωστού στ' αρχίδια σου.
Νοηματικά συνδέεται με το Ναι καλά και το Τι σε νοιάζει (πάντα σε ειρωνικό τόνο).
Γνωστή παράφραση:
Ξύσ' τ' αρχίδια σου με τον γκασμά.
- Μαλάκα ο Τάσος θα ξηγηθεί καλή φάση εκδρομούλα το σαββατοκύριακο!
- Ποιος ρε, αυτός ο ψεύτης; Ξύσ' τ'αρχίδια σου με τον μαλάκα, τι ασχολείσαι!
- Η γκόμενα δεν πήρε τηλέφωνο και έχω ανησυχήσει ρε γαμώτο...
- Ποιος την γαμεί ρε βλάκα, ξύσ' τ'αρχίδια σου!
Βλ. και τσίμπα ένα αρχίδι, www.xystarhidiasou.gr, www.ksistarxidiasou.gr, επαγγελματίας ξύστης, ξυστό, ξυσοκάρυδος, ξύσιμο συνεχές, και χωρίς ενοχές, ξυσαρχιδισμός, ξυσαρχίδι, ξυσαρχίδας (ο), ξύσ' τ' αρχίδια σου με το γκράιντερ ή με τον γκασμά γιατί η τσουγκράνα αφήνει κενά/ξύσ' τ' αρχίδια σ' με γκασμά γιατ' η τσουγκράν' αφήν' κενά.
Got a better definition? Add it!