Εκνευρίζω κάποιον, του χαλάω το κέφι.

Και πάντα χαμογελάει από πάνω και παίρνει και το μέρος του μπόση έτσι χωρίς λόγο απλά και μόνο για να μου τη σπάσει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πολυσχιδής και άκρως γαμοσλανγκοπρεπής εκδοχή του επιδέχομαι.

Μερικές πρακτικές εφαρμογές:

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λειτουργεί, δουλεύει.

...
-Δηλαδή αν τρίψω αβοκάντο στις μασχάλες μου δεν θα ιδρώνουν;
-Ναι ρε! Το 'χω δοκιμάσει, πιάνει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επιπλήττω, κατσαδιάζω, κάνω παρατήρηση.

Ηρθε ο γείτονας και μου την είπε γιατί πάρκαρα μπροστά στό σπίτι του.

Πρόσεχε ρε μαλάκα πώς βάζεις τα σερβίτσια, θα μας την πούνε (οι πελάτες, το αφεντικό - γενικά).

Κάθε πρωί έρχεται και μου τη λέει για το γραφείο μου, οτι ειναι λέει ακατάστατο, οτι αφήνω σημαντικά έγγραφα φόρα παρτίδα, μου γαμάει τη μέρα και φεύγει.

Η έννοια σας δέν είναι να γίνει η δουλειά σωστά, αλλά να μη σας την πούνε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνάπτω ερωτική σχέση με κάποιον, τα φτιάχνω. Έχει κυρίως αρνητική σημασία: ο ομιλών εκφράζει την αποδοκιμασία του για την σύναψη του δεσμού, για τον/την σύντροφο ή και για τα δύο.

Κάπως παλιομοδίτικο και ελαφρώς θείτσικο.

Βλ. και σχήμα γνωστού αγνώστου.

  1. Από εδώ:

ΣΟΚ! Η Nicole Kidman τα «έμπλεξε» με κατάδικο και γέμισε μώλωπες μετά από μια παθιασμένη νύχτα!!!

  1. Από εδώ:

Η «δασκάλα της χρονιάς» τα έμπλεξε με 15χρονο μαθητή.

  1. Από εδώ:

Μετά χωρίσαμε βέβαια, γιατί εγώ πήγα και στρατιώτης. Εκεί πού υπηρετούσα έμαθα ότι η κοπέλα αυτή τα είχε μπλέξει με κάποιον άλλο, για λίγο καιρό βέβαια αλλά μετά χώρισε…

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει απλά ότι εκνευρίζω κάποιον.

Προέρχεται από την διακοπή της στύσης στον άντρα λόγω λανθασμένης κίνησης της γυναίκας που προκαλεί «σπάσιμο».

Μου τη σπάει που όλοι κερδίζουν αμορτί εκτός από μένα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άλλαξε η τύχη μου, μόνιμα ή περιστασιακά. Κοινώς, ήμουνα τυχερός/κωλόφαρδος σε κάτι που συνέβη.

- Ποιος ήταν στο τηλέφωνο;
- Ρε φίλε με πήρανε τηλέφωνο από την εφημερίδα. Δεν το πιστεύω, κέρδισα το scooter που δίνανε δώρο στις γιορτές!
- Άντε, σου 'φεξε πάλι μαλάκα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση κάπως περιθωριακή κοινωνικά που σημαίνει «έχω στο σπίτι μου, διαθέτω». Κυρίως για ευτελή αντικείμενα ή αναλώσιμα. Συνήθως προηγείται αίτησης να το δανείσει ο άλλος το πράγμα.

  1. Σου βρίσκεται λίγη ζάχαρη... να κάνω ένα καφέ του άντρα μου, γιατί ξέμεινα;

  2. Σου βρίσκονται δυο αυγά... μέχρι να πάω να πάρω; Μέχρι ν' ανοίξουν τα μαγαζιά;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Περίπτωση στην οποία επιχειρούμε να κάνουμε κάτι και παρότι οι πιθανότητες δεν είναι με το μέρος μας, είμαστε γενικώς στα παπάρια μας, καθότι δεν έχουμε να χάσουμε και τίποτα.

- Έπαιξα άσσο την Μπάρτσα και διπλό την Άστον Βίλα.
- Διπλό την Άστον Βίλα; Αφού παίζει με τη Σίτυ εκτός.
- Ε, μπας και κάτσει ρε, 10 απόδοση δίνει.

- Θα χωθώ στη Μαίρη μπας και κάτσει.
- 10 πόντους σου ρίχνει με το τακούνι αλλά στ' αρχίδια σου, αφού έχει πιει δοκίμασε το.

(από HardcoreGR, 15/04/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται όταν κάποιος αλλάζει εντελώς τις απόψεις του και τα λεγόμενά του μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα. Φράση δηλωτική του κωλοτούμπα, που στη γεωγραφική περιοχή της κάτω Βαλκανικής ή αλλιώς Ελλαδιστάν τείνει να αποκτήσει εθνικό χαρακτήρα και συνήθεια πασών των κατατρεγμένων Ελλήνων, από πολιτικούς εκατομμυριούχους, μέχρι ταξιτζήδες μεροκαματιάρηδες.

- Ρε αυτός δεν έλεγε ότι η λαϊκή επανάσταση θα μας σώσει; Τι δουλειά έχει με τα τσιράκια του Βαρδινογιάννη;
-Έτσι έλεγε, αλλά δε του 'ρθε βολική η επανάσταση και τώρα τα μαζεύει.

Δες και σχήμα γνωστού αγνώστου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified