Η βρώμα και δυσωδία από ιδρώτα στις μασχάλες, πρόκειται για τη μητέρα όλων των -ίλων, όταν το μασχαλόζουμο που εκκρίνεται λερώνει τα ρούχα κάνοντας έναν αηδιαστικό λεκέ και οι γύρω άνθρωποι αναρωτιούνται «δεν του μίλησε κανείς για το Ρεξόνα;».

1. Ποια τραγουδίστρια εμφανίστηκε με μασχαλίλα;

  1. Γωγώ Μπρέμπου: “Στον Χρήστο βρήκα επιτέλους τη μασχαλίλα που δεν βρήκα σε καμία σειρά του Παπακαλιάτη”. (Μερακλού εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ακραία μπίχλα στα λευκαδίτικα, και δη το λιπαρό στρώμα σε επιφάνεια. Πιάνει μότσα, πουχού, το μπαρμπρίζ, αλλά για να πιάζει μότσα το αμπαζούρ πρέπει να είσαι μάστορας.

Ο Μότσαρτ σε αυτά τα συμφραζόμενα είναι το συνθετικό αντίστοιχο (100% λύκρα) του μπιχλάντεν. Ο Αζναβούρ δώρο.

φασόν απ' το μποκίνο:
- Κιο τί 'ν' τούτο!!
- Το μποκίνο μ', Μάκ'.
- Μότσα έπιασε, να το καθαρίζ'ς. Δε νιώθ'τε από μουσική, γαμώ τ'ν Αγία μ'...

Μόνζα. (από PUNKELISD, 11/12/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Η κάθε μορφής βρώμα που μαζεύεται κάπου.

  2. Μέρος ή χώρος με βρωμερούς, απειλητικούς και λοιπούς σκιώδεις χαρακτήρες. Το λήμμα αναφέρεται στο σύνολο αυτών των τύπων.

  3. Γλέντι που γίνεται αυστηρά μεταξύ αντρών, με πολύ ποτό, λαϊκή ή και παραδοσιακή μουσική, περιλαμβάνει τουλάχιστον ένα γερό μεθύσι, εμετούς, μεθυσμένες φιλοσοφικές συζητήσεις και μερική απώλεια μνήμης για το συμβάν. Συνοδεύεται συνήθως από το ρήμα «κάνω»

- Καθάρισε λίγο ρε, έχει μαζευτεί μούργα στο σπίτι σου!

- Ω ρε μαλάκα τι μούργα είναι εδώ; Πού μας έφερες μ' όλα αυτά τα καθιζήματα;

- Πω κάναμε μια μούργα εχθές στο σπίτι του Γιάννη, άλλο πράμα!

Παράδειγμα από τον Αρχηγό στο 1:45. (από joe909, 17/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μαμαδομαλακία που ακούνε τα παιδάκια όταν πάνε να κάνουν ή να πιάσουν ή να φάνε κάτι βλαβερό ή σιχαμερό ή βρώμικο. Από το φτού + κακά...

Κατ' επέκτασιν: το οτιδήποτε είναι προς αποφυγή ή προς ξόρκισμα.

  1. - Πω ρε πστ!, ντερλίκωσα για τα καλά, με βλέπω να με πηγαίνουν τέσσερις απόψε στο κρεβάτι μου...
    - Φτούκακα! Τι λες παιδάκι μου τώρα!!! Για ρομαντικό δείπνο με έβγαλες και μου λες τέτοια πράγματα;;;

  2. - Ωραίος τύπος ο Αντρέας, νο;
    - Ο Αντρέας; Μακριά!!! Φτούκακα!!! Το άτομο είναι βουτηγμένο στα σκατά ρε, δε βλέπεις;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπάρχουν δυο μεγάλες κατηγορίες κακαράντζας:

Α. Ζωικής προέλευσης

Πρόκειται για τα σφαιρικά χέσματα κατσικιδίων ή λαγών που πολλοί αγαθιάρηδες βορειοευρωπαίοι παραθεριστές συχνά γεύονται, θεωρώντας ότι πρόκειται για κάποιο καρπό της Ελληνικής γης.

Β. Ανθρώπινης προέλευσης

Πρόκειται για κεφτεδάκι μύξας που πλάθει ο κακαδέμπορας με τον δείκτη και τον αντίχειρά του. Στα πρώιμα στάδια μυξαρίσματος, η κακαράντζα είναι πρασινωπή, κολλώδης και φέρει χαρακτηριστική εσάνς μπίχλας. Μετά από αρκετή επεξεργασία, παγιώνεται και αποκτά την φαιοπράσινη πολυμερή υφή ενός μικρoύ μετεωρίτη. Μερικοί τις τρώνε.

Πολλοί τολμηροί ανασκαφείς δεν αρκούνται στην μυτόγκα τους. Αξιοποιούν υλικά από άλλα απόκρυφα σημεία του σώματος, παράγοντας τετηγμένα σφαιρίδια τύρου, περιοδικού σπληναντέρου, καρκαμάντζας, ταρζανιδίου, κ.α. Οι πραγματικοί connoisseurs ανατρέχουν στην αφαλοκρηπίδα για τον περιζήτητο για τις πλούσιες ουρδικές του ουσίες ομφάλιο βρώμο.

Πιθανώς εκ του κάκαδο < καίω.

- Κάτω υπήρχαν αρκετές φρέσκες κακαράτζες, απόδειξη ότι εδώ την νύκτα βοσκά κάποιος λαγός.
(από εδώ)

- Πολλές φορές το γάλα, το γιαούρτι και το τυρί μυρίζει άσχημα και τούτο οφείλεται και στην κακαράντζα ή κακαρέντζα, που είναι το αποπάτημα των γιδιών και προβάτων. Οι βοσκοί αρμέγουν τα γιδοπρόβατά τους δυο - τρεις φορές το εικοσιτετράωρο και μια από αυτές πέφτει το πολύ πρωί, πριν φέξει. Έτσι, πάνω στον κουβά που αρμέγουν, πολλές φορές αποπατούν τα ζωντανά τους.
(από εδώ)

- Οι καλά επεξεργασμένες κακαράντζες εκσφενδονίζονται σε ανυποψίαστο στόχο με χαρακτηριστικό τίναγμα των δακτύλων. Μερικές βρωμαντικές ψυχές προτιμούν να τις φυλάνε στην πολύ προσωπική τους συλλογή εκπλήξεων και μεζέδων. 'Αλλοι τις τρώνε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βρωμάω, ζέχνω, σκυλοβρωμάω, μυρίζω όλες τις -ίλες μαζί, αναδίνω μπόχα (η μποξ, της μποχός που λένε).

Δεν ξαναπάω με ΚΤΕΛ, τα παράθυρα δεν ανοίγουν, δουλεύουν μόνο με κλιματισμό, μποχάνε, άσταδγιάλα πια...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα καημένα τα σκυλιά, είτε αδέσποτα ή σπιτιού, έχουν μια χαρακτηριστική μυρωδιά (την σκυλίλα βεβαίως βεβαίως, αλλά ας μην το παρακάνω), η οποία μάλλον προέρχεται από τον συνδυασμό σαλίλας και τυχόν αντιψυλλικού κολάρου. Είναι μια αρκετά δυνατή οσμή, πχ. χαρακτηρίζει (και ποτίζει) το διαμέρισμα όποιου έχει σκύλο. Αλλά αγαπάμε σκύλοι και γενικώς ό,τι αναπνέει (αλλά και τις πέτρες), μην το ξεχνάμε (αυτό, ήταν το μήνjυμα της ημέρας).

Κατ' επέκταση το λέμε για όποιον βρωμύλο κάτσει δίπλα μας, που ζέχνει είτε από ατημελησιά ή επειδή δεν μπορεί να πλυθεί -εξαιτίας των μαύρων συνθηκών στις οποίες ζει (πχ άστεγος, αν και αυτοί πάνε και τραβάνε και κανα ξυρισματάκι κυριλέ σε δημόσιες τουαλέτες).

- Ρε μαλάκα, πάψε να κάνεις μόνο γαλλικό ντους, σκυλοβρωμάς δεν το καταλαβαίνεις;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επίστρωση βρώμας η λεγόμενη και ως «μπίχλα» (απλά είναι πεπαλαιωμένη μπίχλα). Εναλλακτικά χρησιμοποιείται και για την κίτρινη βρώμα που συσσωρεύει το πέος εσωτερικά του επικεφάλιου δέρματος. Συνήθως το λέμε μετά το ρήμα «πιάνω».

-Έχω να κάνω μπάνιο 11 μέρες και εχω πιάσει μάκα...

Βλ. και σκόρτσα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μπανιαρισμένος στα σκατά. Χρησιμοποιείται ως όρος όταν δεν υπάρχει αίσθηση της πρωτοτυπίας στο μπινελίκι. Ζώα.

Μπήκε στο σπίτι μου ο σκατιάρης και έκανε ένα μήνα να ξεμυρίσει η σκατίλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απόβλητο απ' την στοματική κοιλότητα. Τα 997 τελευταία χρόνια παρατηρείται σε πράσινο, κίτρινο (όχι ταριφέ), κόκκινο χρώμα. Περιέχει 90% μύξα και 10% σάλιο.

- Ρε Μάκη τι είναι αυτό το πράσινο πάνω σου; Κουτσουλιά γλάρου:
- Όχι ρε μ***κα, πλακώθηκα με έναν νταλικέρη και φεύγοντας με έφτυσε.

(ροχάλα ήταν το πράσινο)

Βλ. και τάλιρο, χλέπα, χλεμπόνα, φτύξα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified