Αρσενικό που είτε είναι μοναχικό, είτε κυκλοφορεί σε αγέλες αρσενικών και είναι τούμπανο και βελόνας.
Ας αποφύγουμε καλύτερα την αγέλη με τους λύκους. Ας αλλάξουμε πεζοδρόμιο.
Αρσενικό που είτε είναι μοναχικό, είτε κυκλοφορεί σε αγέλες αρσενικών και είναι τούμπανο και βελόνας.
Ας αποφύγουμε καλύτερα την αγέλη με τους λύκους. Ας αλλάξουμε πεζοδρόμιο.
Got a better definition? Add it!
Υποκοριστικό του πουτάνα, έχει όμως ορισμένες σημασιολογικές αποχρώσεις που δικαιολογούν κττμγ μια ξεχωριστή ανάρτηση.
Ως υποκοριστικό εἰναι πιο γουτσιστικό από το πουτάνα, βγάζει μια τρυφερότητα, μπορούμε να φανταστούμε να το λέει κάποιος λαγνοβοών γαμησιάτικα μπινελίκια, νταξ σεξιστικό και προσβλητικό μπορεί να είναι, αλλά είναι λιγότερο βαριά προσβόλα από το πουτάνα.
Παραπέμπει σε νεαρό ξέκωλο, ξεκωλάκι, ξεκωλίδι, τσουλάκι, τσιμπουκοϋβρίδιο, δηλαδή σε λολιτοειδές που ξεσηκώνει με την προκλητική του εμφάνιση, νάζια, καμώματα και λοιπή συμπεριφορά.
Επειδή εδώ μας ενδιαφέρει η γλώσσα, να σημειώσω ότι το καίριο είναι ότι συνοδεύεται συχνά από μια Γενική Κτητική. Κάποιος είναι το πουτανάκι κάποιου. Το οποίο σημαίνει μια σχέση απόλυτης υποταγής, διαθεσιμότητας, συχνά εξευτελισμού και διαθεσιμότητας στον εξευτελισμό, μια σχέση πάγια εντέλει που πολλές φορές μάλιστα πανηγυρίζεται από την πλευρά του πουτανακίου ως απόλυτη ερωτική αυτοπροσφορά. Άλλο τώρα ότι συχνά δημιουργούνται διαλεκτικές τύπου Εγελιανής διαλεκτικής κυρίου-δούλου ή διαλεκτικής μπότομ φρομ δε τοπ. Αυτός που έγινες πουτανάκι του είναι συχνά και αυτός που σε έκανε πουτανάκι εν γένει.
Η Γενική Κτητική μπορεί να αφορά και σε τόπο. Παραμοσχάρι το πουτανάκι του νησιού. Το πουτανάκι της Φιλοσοφικής. Σημαντικό ρόλο παίζουν εδώ και τα οριστικά άρθρα.
Ένα κλικ πιο μεταφορικά μπορεί να σημαίνει άνθρωπο εθελόδουλο που εκχωρεί το αυτεξούσιον, την ελευθερία και την αξιοπρέπειά του για να γλείφει τους ισχυρούς και τα συμφέροντα. Και πάλι έχει σημασία η Γενική Κτητική, ποιανού πουτανάκι έχεις γίνει. Και πάλι μπορεί να πανηγυριστεί ότι "ναι θέλω και γίνομαι το πουτανάκι τους αλλά για τον τάδε σκοπό".
Ταυτοχρόνως δεν παύει να έχει και τις διάφορες υβριστικές σημασίες του πουτάνα, λ.χ. αφερέγγυα, προδότρα, μπιτσάρα σε ένα πιο χαριτωμένο κλικ.
Ευρωπαία μουνάρα πουτανάκι γαμιέται για λευτά με άγνωστο στον δρόμο. (Από σάιτ για ενήλικες).
Αγαπητό Cosmopolitan: όλο με καλεί στο σπίτι του για ταινία και όλο με φιστικώνει! Tελικά είμαι σινεφίλ ή πουτανάκι; (Εδώ).
Είχα γίνει το πουτανάκι του πεθερού μου. (Από το flock.gr, στήλη: Απιστίες).
Ο θειος μου Γιαννης με εκανε πουτανακι...... (Από το kseskisteme.blogspot.gr)
Ελένη: “Με γαμούσε ασταμάτητα! Είχα γίνει το πουτανάκι του!” (Από σάη με ερωτικές ιστορίες).
Το αρσενικό πουτανάκι της Αφέντρας Όλγας. (Από το Greekfoot.gr).
To πουτανάκι των Αλβανών. (Aπό το gayworld.gr)
Η Κορίνα Βασιλοπούλου αποκάλεσε «πουτανάκι των δανειστών» έναν δημοσιογράφο του capital.gr. Και ξεσηκώθηκε σάλος. (Εδώ).
Η Ελλάδα είναι το πιο πιστό πουτανάκι της Δύσης. (Εδώ).
Το πουτανάκι του νησιού. Το πουτανάκι της Φιλοσοφικής. (Τίτλοι ερωτικών ιστοριών αλλού στο ιντερνέτι).
Got a better definition? Add it!
Κλασικά μεγάλη ποσότητα από χρέη, κούρεμα, υπερτιμολογήσεις, συναλλαγές, φορτίο, πρόστιμο, χιονοθύελλα, ληστεία, αλλά και οτινάναι:
Στη φωτογραφία: Προϊστορική πεταλούδα. Σαν τα μαμούθ ένα πράμα. [IMG] https://pbs.twimg.com/media/CAUCuFFUMAA2jku.jpg[/IMG]
Ποσότητα Μαμούθ με λαθραία τσιγάρα εντοπίστηκε σε εμπορικό πλοίο λέει. Και ρωτώ: Καπνίζουνε τα Μαμούθ; Ήταν ΚΑΙ τα Μαμούθ λαθραία;
-έχω οδηγήσει δεινόσαυρο
-άδεια οδήγησης έχεις; ποιας κατηγορίας;
-μέχρι Τυραννόσαυρο επαγγελματικό
-εμένα δε με βόλευε ο τυραννοσαυρος, είχε κοντά χέρια! Μαμούθ έβγαλα!
Παπανωτα τέτοια οδοντοστοιχια ειχε ο χομο ερεκτους γιατί ετρωγε μαμουθ ωμα εσυ γιατί
Την εποχη των παγετωνων τις καλυτερες τεχνικες επιβιωσης τις ειχαν τα μαμουθ, σμιλόδοντες, λιονταρια των σπηλαιων κ γκομενες με τζιν σορτσακια
Got a better definition? Add it!
Ο μάγκας, αλλά όχι με την καλή έννοια: ο κουραδόμαγκας, ο τζόρας-μισοριξιά, το ζόρικο πλην τσουρούτικο χαμαντράκι που βρυχάται και την Άρτα φοβερίζει.
Εκ του μάγκας και του τουρκικού çürüt (αόριστος του ρήματος çürür, φθείρω).
Ασίστ από το δουπού: Κυρ Κάδμους.
[1.](http://www.tvnea.com/2011/03/dwts.html#ixzz3DOUdQrfU http://tvnea.blogspot.com/)
- ΑΥΤΕΣ ΟΙ 2 ΚΥΡΙΕΣ ΨΟΦΑΝΕ ΓΙΑ ΠΑΡΕΞΗΓΗΣΗ /ΣΤΡΙΦΝΗ Η ΜΙΑ ΤΣΟΥΡΟΜΑΓΚΑΣ Η ΑΛΛΗ /ΚΡΙΜΑ ΤΗΝ ΜΟΡΦΩΣΗ ΚΡΙΜΑ
2.
- Αυτοι δεν ηταν ρε προβατα που θα σας εσωζαν; Ο Αντωνης, ο τσουρομαγκας απ την Καλαματα και ο Αλεξης ο τυροσουζας. Kalo kouragio
3.
- Τους παιρνω τηλέφωνο και μετα απο 1 ωρα αναμονη (δεν κανω πλάκα) το σηκωνει ενας τσουρομαγκας και μου αρχιζει την καραμελα.Τον ρωταω απλά,«δεν εχω την απαιτηση να μου δωσετε 24ΜΒ αυτο το εχω εμπεδωσει,πείτε μου απλά τι εγινε και σε 3 μερες επεσε ο συγχρονισμος 3λολοκληρα ΜΒ.Και πεταγετε το παληκαρι με υφος πολλα βαρυ και μου αμολαει το ιστορικο»και καλα δεν εισαι ευχαριστημενος με 10;!!!«
Got a better definition? Add it!
Η πολύ άσχημα γυναίκα, το μπάζο.
Άσε μη φέρεις εσύ γκόμενες, όλο κάτι πατσαβούρια φέρνεις, θα πούμε στο Νίκο.
Got a better definition? Add it!
Είναι και το μωρό, αλλά περισσότερο χρησιμοποιείται για γυναίκες μεγαλύτερης ηλικίας που προσπαθούν να νεάσουν, εν ανάγκη και με όσα μέσα προσφέρει η σύγχρονη τεχνολογία. Ο χαρακτηρισμός μπεμπέκα συχνά βγάζει κάτι σε ζουμπουρλού, σε νεοσιξτίλα, σε φάση μικροαστικίλας, Ελεεινίδας, κ.τ.ό., αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί και με καυλή έννοια. Για περισσότερα βλ. γεροντομπεμπέκα και κουμπαρομπεμπέκα.
Got a better definition? Add it!
Άριστα δέκα με τόνο! Το λέμε για τις θεάρες γυναίκες εμφανισιακά και για τα ομορφόπαιδα.
- Ώπα, ώπα, πιάσε αυτή που περνάει από τα αριστερά σου!
- Δέκα καθαρόαιμο ρε φίλε!
βλ. και δεκάρι
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η φαβορίτα, από την ιταλική λέξη barbetta = το μούσι.
1. Τις φαβορίτες παλιότερα τις λέγαμε μπαρμπέτες, και υποκοριστικό τους ήταν τα μπαρμπετόνια.
2. Όλοι αυτοί εχρησιμοποιούντο από τα διάφορα κόμματα ως μπράβοι και τραμπούκοι. Φορούσαν ειδική περιβολή, μαύρο στενό παντελόνι, μεσάτο σακάκι, που περνούσαν μόνο το ένα του μανίκι, κόκκινο ζωνάρι, που άφηναν τη μια του άκρη να σέρνεται, πολύ μυτερό μποτίνι με κουμπιά στο πλάϊ και ψηλό τακούνι, σκληρό «καβουράκι» πάνω σε λαδωμένες αφέλειες και μπαρμπέτες, χοντρό δαχτυλίδι από ασήμι με νεκροκεφαλή στη μέση και κομπολόΐ.
3. Μπορει να εχει κατι μπαρμπετες ως τα νεφρα σαν τον κοκοτα. Μουστακι σαν το Νταλι. Τα αγνοει. Γι αυτην το προσωπο της ειναι σαν πωπουδακι
4 «...ήταν ένα γεροντάκι παστρικό, με μυτερό φρεσκοξουρισμένο πιγούνι και δυο κοντούλες μπαρμπέτες» (Νίκος Καζαντζάκης, «Καπετάν Μιχάλης»).
Got a better definition? Add it!
Κατ' αρχήν, αυτός που το γένι του μοιάζει με τράγου. Ήδη στους αρχαίους ημών προγόνους βρίσκουμε τη λέξη τραγοπώγων (δες), ενώ στην δημώδη (μετα)Βυζαντινή Γραμματεία βρίσκουμε την ίδια τη λέξη τραγογένης στην παρωδία «Ακολουθία του ανόσιου τραγογένη σπανού» (για την σημασία του «σπανός» βλ. τα λίνκια στο πρώτο παράδειγμα). Έχω την εντύπωση ότι ως τραγογένης μπορεί να χαρακτηριστεί και γενικά ο μουσάτος, αλλά και ειδικότερα ο μουσάτος είτε με αραιό γένι που θυμίζει περισσότερο τράγο, είτε ο φέρων την λεγόμενη barbe à l'impériale, το στυλ Ναπολεόν Τρουά, που άργκιουαμπλjυ φέρνει περισσότερο σε τράγο.
Ως σλανγκ μας ενδιαφέρει κυρίως ως υβριστικός χαρακτηρισμός για ιερείς, για παπάδες. Η χρήση είναι πολύ παλιά, το βρίσκουμε επανειλημμένως στα έργα του Νίκου Καζαντζάκη, γενικά βγάζει μια καζαντζικίλα, αλλά και στον Κώστα Βάρναλη και τον Γιάννη Σκαρίμπα. Πρόκειται, δηλαδή, για συνώνυμο των τραγόπαπας και τράγος, ένα κλικ πιο πάνω στην εκκλησιαστική βιολογική αλυσίδα από τον μεσότραγο. Ο χαρακτηρισμός βρίζει και γενικά τους παπάδες, αλλά και ειδικά όσους δίκην οργιαστικών τράγων εμπλέκονται σε ατοπήματα σεξουαλικής φύσης.
Ἄξιόν ἐστι, τοῦ ὑβρίζειν σὲ τὸν τραγογένη, τὸν ἐν τοῖς γαϊδάροις πρωτεύοντα, καὶ τὸν ἐν τοῖς τράγοις τερατουργόν. (Από την ακολουθία του τραγογένη σπανού, δες εδώ, εδώ και εδώ).
Κι από των διθυράμβων το βαγένι,
ω αγνή Πολύμνια, στ’ ασημένιο βάζο,
που στ’ άντρο σου μου χάρισες, αδειάζω
θεϊκό νεχτάρι. Με τον τραγογένη
θεούλη, που διδάχος μου ’χει γένει,
σταφύλια στα μελίγγια μου αραδιάζω.
(Από το ποίημα του Κώστα Βάρναλη «Ο Ποιητής» εδώ).
Σα να 'νιωσε πίσω του βαριάν ανάσα, στράφηκε ο λοχαγός, είδε κοντόχοντρο, τετράγωνο μπροστά του, ανταρεμένο, με τα μάτια που πετούσαν φωτιές, τον παπά. Μάζεψε τα φρύδια, γύρισε το πρόσωπο, έσκυψε χάμω. Τον μισούσε, τον φοβόταν τον έβδομηντάρη ετούτον άγριόπαπα· ένιωθε να τινάζεται από τα μάτια του μια δύναμη βουβή, να θέλει να τον ρίξει κάτω με τα Δισκοπότηρα του, τα Βαγγέλια, τα πετραχήλια, με τις ψαλμουδιές του και τα ξόρκια, κυβερνούσε ο τραγογένης ετούτος φοβερές αόρατες δυνάμες, κι ο λοχαγός, κι ας ήταν παλικάρι, τον φοβόταν. (Από το μυθιστόρημα Αδερφοφάδες του Νίκου Καζαντζάκη εδώ).
Ο παπάς καθώς προσπερνάει τον κοιτάζει· τον ξέρει. Μόλις ανθίζει ένα τραγίσο χαμογελάκι στο χείλι του.
...Σιχτίρ τραγογένη… (Από έργο του Γιάννη Σκαρίμπα εδώ).
Την ίδια στιγμή που ο τραγογένης της Αιγιαλείας, έχει παραιτηθεί ουσιαστικά από τον ποιμαντικό του ρόλο, και από ταγός ενότητας, πνευματικής και ηθικής ανάτασης του ποιμνίου του που θα έπρεπε να είναι, μετατρέπεται σε κύρηκας του μίσους και σε επικίνδυνη οχιά για τον Ελληνισμό... [...] Ένας πραγματικά λεβέντης παπάς, αυτή τη φορά στην Κρήτη, σηκώνει ψηλά τη σημαία της αντίστασης και της περηφάνιας, συναισθανόμενος το ρόλο του και την ποιμαντική αποστολή του. (Εδώ).
ΝΑ ΜΗΝ ΜΕΙΝΕΙ ΟΥΤΕ ΕΝΑΣ ΤΡΑΓΟΓΕΝΗΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΜΑΣ (Εδώ)
Got a better definition? Add it!
Παρτσακλός, -ή, -ό (επίθ.). Ο άτσαλος, ο άχαρος. Χαρακτηρισμός ανθρώπων που σου ξινίζουν στο μάτι τόσο σε συμπεριφορά όσο και σε εμφάνιση.
- Ρε συ, είδες το παρτσακλό που κουβαλούσε ο Γιώργης χτές;
- Τι να σου πω ρε φίλε. Εγώ αν ήμουν στη θέση του θα ντρεπόμουν να την κυκλοφορήσω.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified