Selected tags

Further tags

γαμιστρώνας, γαμηστρώνας

Γαμιστρώνας είναι ένα σπίτι (συνήθως «γκαρσονιέρα», εκ του γαλλικού γκαρσόν (=αγόρι), που χρησιμοποιείται είτε από έναν εργένη (ο οποίος δεν μπορεί να το κάνει στο σπίτι του λόγω μάνας), είτε από παντρεμένο, για εξωσυζυγικές σχέσεις.

Αυτό το δυάρι το νοικιάζει ένας λεφτάς, αλλά δεν μένει εδώ. Θα το χρησιμοποιεί φαίνεται για γαμιστρώνα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο βλάχος (από τον χαρακτήρα του Χάρρυ Κλυν την δεκαετία του '80).

- Κοίτα πώς είναι! Λες και κατέβηκε από τα γκράβαρα, ο Τραμπάκουλας!

Για του λόγου το αληθές!  (από Hank, 31/12/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άνω-κάτω, συνώνυμο του γυαλιά-καρφιά.

- Μπήκανε μέσα οι μπράβοι και τα κάνανε λαμπόγιαλο!

Ξεκαρδιστικό απόσπασμα από το επεισόδιο "Σεισμοί, λοιμοί και... Κατακουζηνοί" από την ελληνική σειρά "Κων/νου κι Ελένης" (από elias-jelay, 30/12/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άνω-κάτω.

Μεθύσανε και ρημάξανε το μαγαζί. Τα έκαναν όλα γυαλιά-καρφιά!

(από tryager, 22/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαζός, συνώνυμο του βλήμα. Είναι σχετικά ήπιος χαρακτηρισμός (μπορεί να λεχθεί και με τρυφερότητα!).

Καλά, είσαι βλίτο;

Γράφεται και βλήτο, παρετυμολογούμενο από το βλήμα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κρυφή παρακολούθηση ερωτικού περιεχομένου θεάματος, ιδιωτικού χαρακτήρα (π.χ. μιας γυναίκας στο μπάνιο ή ερωτικές περιπτύξεις).
Σε ακραίες περιπτώσεις, όταν επιδιώκεται, θεωρείται βίτσιο.

Έπιασα το παλιόπαιδο στις γυναικείες τουαλέτες να κάνει μπανιστήρι από την κλειδαρότρυπα!

(από Khan, 13/02/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βλέπω.

- Μόλις με είδε ότι τον μπάνισα από μακρυά, το έβαλε στα πόδια!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η παρακολούθηση ενός μαθήματος ή εκπαιδευτικού αντικειμένου, χωρίς την δυνατότητα πρακτικής εξάσκησης.

- Πήγε για μετεκπαίδευση στο εξωτερικό, αλλά δεν τον άφησαν να συμμετάσχει στα εργαστήρια. 'Εκανε μόνο μπανιστήρι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αλλοίωση αποτελεσμάτων στατιστικής, σφυγμομέτρησης ή εκλογών.

-Δεν μου βγαίνουν τα νούμερα όπως τα περίμενα.
-Κάνε μπαλαμούτι!

Got a better definition? Add it!

Published

Η νύστα μετά το μεσημεριανό γεύμα.

Δεν θα φάω το μεσημέρι, γιατί έχω πολύ δουλειά και δεν θέλω να με πιάσει χλάπα!

%

Σύγκρινε με ντάγκλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified