Η μπάλα στα αθλήματα ιδίως όταν μπαίνει και βγαίνει από τον στόχο.
Πάλι μπήκε και βγήκε από το καλάθι η πόρνη!
Η μπάλα στα αθλήματα ιδίως όταν μπαίνει και βγαίνει από τον στόχο.
Πάλι μπήκε και βγήκε από το καλάθι η πόρνη!
Got a better definition? Add it!
Στην ποδοσφαιροσλάνγκ είναι ο μεγάλος χώρος που αφήνει ο αντίπαλος, όταν πιέζει, και η ομάδα αμύνεται.
Κοίτα ένα ξέφωτο που αφήσανε. Πρέπει να τους τιμωρήσουμε.
Got a better definition? Add it!
Στην ποδοσφαιροσλάνγκ είναι το πολύ δυνατό σουτ.
Γκρέμισε το τέρμα τους η οβίδα!
Got a better definition? Add it!
Αυτός που είναι πολύ βύσμα, που είναι πολύπριζο και έχει σημαντικό μέσο, είτε στον στρατό, είτε για την κατάληψη μιας θέσης ή την επιτυχία σε μια δουλειά.
Δεν μπορείς να ανταγωνιστείς την μπαλαντέζα, παράτα τα!
Got a better definition? Add it!
Αυτός που έχει μέσο και σπρώχνεται για να κάνει καριέρα, να καταλάβει μια θέση. Επίσης, πιο ειδικά αυτός που έχει παθητικό ρόλο κατά τη διείσδυση στο σεξ, κυριολεκτικά ή μεταφορικά σε σεξιστικές μεταφορές απαξίωσης. Ενίοτε μπορεί να σημαίνει υπαινιγμό και για τα δύο ταυτόχρονα.
Got a better definition? Add it!
Το ευμέγεθες πέος.
Got a better definition? Add it!
Μεταφορά για το μεγάλο και σκληρό πέος. (Δες). Βλ. και λοσταρία.
Την κοπάναγα με το λοστάρι μου μέχρι που έχυσε.
Got a better definition? Add it!
Μεταφορά για το πέος.
Έχωνε τον πάσσαλό του στο μαλακό της χώμα.
Got a better definition? Add it!
Δοκίμως, σημαίνει τη σημαία. Ετυμολογία: μεσαιωνικό ελληνικό φλάμπουρον < φλάμπουλον (ανομοίωση υγρών [l-l > l-r] ) < *φλάμουλον (τροπή του μεσοφ. [m > mb] ) < ελληνιστικό φλάμμουλ(α) -ον < ύστερο λατινικό flammula = σημαία του ιππικού (επειδή απεικόνιζε μικρή φλόγα: λατινιστί flamma)]. Μεταφορικώς σημαίνει ό,τι και το κοντάρι, δηλαδή το πέος.
Μόλις την είδε να περνάει με τη στρινγκαδούρα, είχαμε έπαρση φλάμπουρου.
Got a better definition? Add it!
Το πέος όταν κάνει στοματικό σεξ η/ο ερωμένη/ος, χρησιμοποιώντας και λίγο δοντάκι.
Μυθική οδοντόβουρτσα (σεξουαλιστί: οδοντόπουτσα) εις την οποία θεωρητικώς μετατρέπεται το ανδρικό μόριο και γυαλιζει-καθαρίζει-λευκαινει. (Greek BDSM community).
Got a better definition? Add it!