Further tags

Κατά αντιστοιχία με τα ουζερί (το μέρος όπου τρώμε και πίνουμε ούζα), κρεπερί (το μέρος όπου τρώμε κρέπες ), πατισερί (το μέρος που τρώμε γλυκά), ουκρανιζερί είναι το μέρος που τρώμε ουκρανέζες (βλέπε και κωλάδικο). Για να είμαστε όμως πιο ακριβείς ουκρανιζερί είναι το μέρος που μας τα τρώνε οι ουκρανέζες (τέλεις χορό;)

- Ρε μάγκες ο Γιάννης παντρεύεται το άλλο Σάββατο. Που λέτε να πάμε για μπάτσελορ;
- Δικέ μου ξέρω μια ουκρανιζερί στη Συγγρού άλλο πράγμα. Σερβίρει τα καλύτερα κομμάτια...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κοροϊδευτικός όρος για τα ροφήματα-εφευρέσεις που θέλουν να ονομάζονται είδη καφέ ενώ κατά βάθος η περιεκτικότητά τους σε καφεΐνη περιορίζεται στο ελάχιστο.
Ο «Ice Cool Super Turbo Jet Energizer Carameloccino» για παράδειγμα είναι ένας πουτσοτσίνο.
Ο όρος έγινε γνωστός από το γνωστό σποτάκι με το «Star Mitsos» όπου ο Ελληνάρας πελάτης του ομώνυμου μαγαζιού στην Αμερική δεν καταφέρνει να παραγγείλει ελληνικό καφέ (μέτριο), αλλά μόνο φραπουτσίνο κτλ.

  1. - Όχι ρε μαλάκα, μην πάμε εκεί, τι θα πιούμε, πουτσοτσίνο;

  2. - What καπουτσίνο, φραπουτσίνο, πουτσοτσίνο και τα παπάρια του Καράμπελα over here you have; I want a greek coffee, μέτριο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πας μη Έλλην. Χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει αλλοδαπό, κυρίως Βαλκάνιο και Ανατολικοευρωπαίο, αλλά και Δυτικοασιάτη. Η λέξη αποτελεί εφεύρεση του Φουσέκη. Μπορεί να παραπέμψει και σε αλλοδαπές εγκληματικές μορφές. Μεγεθυντικό: ατζγκόνιαρος. Άκλιτο (πληθυντικός: οι ατζγκόνια).

- Καλά ρε μαλάκα Αλμπέρτο, γιατί λαχάνιασες;
- Ασ' τα! Μου την πέσανε κάτι ατζγκόνια για να μου κλέψουν το κινητό και τρέχω να τους ξεφύγω!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παγκοσμίου φήμης σκηνοθέτης με τάση προς στην κοπρολαγνία.

Εκ του Francis Ford Copprola.

- Γάμησε με από κώλο και μετά έλα να σου γλείψω την τσαπού.
- OMG ρε Κόπρολα!

(από Khan, 30/03/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυρία, συνήθως νεόπλουτη, με μαλλί kevlar (ξανθή έκδοση) ή carbon fiber (καστανή έκδοση), συχνότατα κακή οδηγός, με φουλ σετ αξεσουάρ (τσάντα LV, χρυσαφικά, Rolex, γυαλιά μάσκα αερίων με στρας), η οποία οδηγεί Mercedes «μεγάλης» σειράς που της έχει πάρει ο σύζυγος, με τον ίδιο τρόπο που κάνει κομμωτήριο και κουτσομπολεύει: με μεγάλη διάρκεια και ιδιαίτερα αμφίβολο αποτέλεσμα.

Οι Μερσεντοσουσούδες συχνάζουν συνήθως στο Κολωνάκι όπου ανεπιβεβαίωτες πληροφορίες αναφέρουν σχετική φωλιά στην περιοχή. Οι παλαιότερες οδηγούν «κούρσες» αλλά έχουν πληθύνει ανησυχητικά οι περιπτώσεις με μεγάλα SUV, χωρίς να περιορίζονται αναγκαστικά σε οχήματα με το αστεράκι στο καπώ (230, X5, X3, Tuareg, Cayenne).

Μπορεί εμφανισιακώς να μοιάζουν του σαλονιού, αλλά μέσα τους κρύβουν την πεμπτουσία του μικροαστισμού, της κατινιάς και του νεοπλουτισμού, όπως μπορεί κάλιστα να διαπιστώσει κανείς αν «κοντραριστεί» προφορικώς μαζί τους στο δρόμο.

Εναλλακτική: Μπεμβεδοσουσού (με όχημα BMW). Τελευταία, απαντώνται νεότερες ηλικιακά εκδόσεις με ύφος τσαμπουκαλίδικο και πιο σπορ εκδόσεις αυτοκινήτων, περιλαμβανομένων SLK (φυσικά!) Audi TT, Mazda RX-8 και MX-5, Z3 καθώς και διάφορα είδη μεσαίων SUV.

  1. Σίγουρα παράδειγμα προς αποφυγή.

  2. - Τι έπαθες ρε Μήτσο;
    - Πήγαινα με τη μηχανή και μου πετάχτηκε μια Μερσεντοσουσού από ένα στενό... κόντεψε να με λιώσει η ρουφιάνα. Είχε και στοπ και μου ζητούσε και τα ρέστα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ρόκ συγκροτήματα της δεκαετίας του εξήντα - εβδομήντα - ογδόντα που τραγουδάνε ακόμα και σήμερα και κάποιοι από αυτούς μοιάζουν πια με αρσενικές γριές.

Rolling Stones, Who, Whitesnake, Van Halen κλπ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παραφθορά του ινδιάνικου ονόματος «Ποκαχόντας». Υποννοεί τον μαλάκα.

Πολύ Ποκαχούφτας είσαι μωρ' αδελφάκι μου!

Got a better definition? Add it!

Published

Μια λέξη που ενσωματώνει την ταχύτητα της σφαίρας, όπως και την ταχύτητα και πολυτέλεια της Ferrari. Μια λέξη 2 σε 1 δηλαδή.

Χρησιμοποιείται για να εκφράσει έκπληξη, θαυμασμό κάποιου για ένα σπιντάτο και πολυτελές μέσο μεταφοράς. Χρησιμοποιείται επίσης για να εκφράσει το δέσιμο κάποιου κάτοχου με ένα τέτοιο αντικείμενο πόθου καθώς και την ανάγκη κάποιου να φαντασιωθεί πως το μέσο μεταφοράς που διαθέτει είναι πολυτελές και σπιντάτο.

- Καλά, η βάρκα που αγόρασα πρόσφατα είναι σκέτο σφαιράρι. Γι' αυτό κι εγώ την έβαψα κόκκινη και την ονόμασα κι έτσι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι τα γυαλιά μαζί με τα οποία αγοράζεις και το γλαύκωμα, στα καλά μαγαζιά δίνουν και το ακορντεόν.
Πάρε-πάρε έχω πράμα που σαλεύει λέμε, ντόλτσε καμπάνα ντλιν-ντλον με τρία ευρώ και δώρο εισιτήριο για ρετροσπεκτίβα του Ταρκόφσκι. Το τυλίγουμε και στην Εστία άμα λάχει τι το κοιτάς πάρ' το τσάμπα πράμα είναι σε λέω κουμπάρε να σε πω τη μοίρα σου.

- Με γεια το περιπτερέυμπαν ρε Τάσο. Πόσο πήγε;
- 10€ μαζί μ' ένα σακί μπανάνες και δωρεάν νοσηλεία μάστορα!!!
- Καλοτάξιδο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παραπέμπει σε εταιρείες που λειτουργούν χαοτικά, είναι πλήρως αποδιοργανωμένες και οι παραγωγικές διαδικασίες τους, τα προϊόντα και οι υπηρεσίες τους είναι για κλάματα.

Ο όρος βρίσκεται σε αντιδιαστολή προς τον όρο quality assurance (= διασφάλιση ποιότητας).

- Την εταιρεία που δουλεύεις τώρα δεν την έχω ακουστά. Τα προϊόντα τους είναι ποιοτικών προδιαγραφών;
- Πολύ χάλια και τα προϊόντα και οι υπηρεσίες... Απορώ πως μπορούν και επιβιώνουν. Quality masturance στον μέγιστο βαθμό.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified