Είναι αυτή που ρουφάει ψωλές.

Μεγάλη ψωλορουφήχτρα αυτή η γκόμενα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γκόμενα που της αρέσει να τον παίρνει ολη μέρα...
Λέξη που δημιουργείται απο τα συνθετικά καυλί και θήκη.

-Καλα Μήτσο, η Νένα είναι και γαμώ τα κορίτσια.
-Καλή καυλοθήκη είναι....

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σκλάβος του αιδοίου.
Βλ. μουνόδουλος, μουνοτρέχας.

Ο μουνοείλωτας βρήκε την Κλεοπάτρα και χαίρεται ο μαλάκας.

Σχετικά: μουνοσαλιάρης, πουτόπιστος, χαζομούνης

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που τον τραβάνε από τη μύτη οι γυναίκες, επιβεβαιώνοντας τη λαϊκή ρήση.

- Ρε συ πού εξαφανίστηκε ο Γιώργος τελευταία;
- Άσε, έμπλεξε με μια γκόμενα και έχει χαθεί απ' όλους και απ΄όλα! Μιλάμε για μεγάλο μουνοτρέχα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ανθρωποειδές αρσενικού φύλου, το οποίο είναι διατεθειμένο να κάνει οτιδήποτε, παρά τη θέλησή του, μόνο και μόνο επειδή του το ζήτησε κάποια κοπέλα, χωρίς αυτό να συνεπάγεται ότι η κοπέλα είναι όμορφη, ή ότι πρόκειται να παιχτεί κάποια φάση με αυτή.

Οι «επιστήμονες» πιστεύουν ότι τέτοια φαινόμενα οφείλονται στην απελπισία που προέρχεται από την αγαμία.

- Τι μουνόδουλος είναι αυτός ο Βαγγέλης ρε παιδί μου!!! Χάρισε το μόνο ενθύμιο της πείνας των διακοπών στην Ιωάννα, επειδή του το ζήτησε με υφάκι.

Αρκάς, Καστράτο (από patsis, 07/09/09)(από suxumuxu, 26/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified