Further tags

Μειωτικά, αυτός/ή που κάνει πεολειχία μέχρι να ξελαρυγγιαστεί, η τσιμπουκλού.

Ίσα μωρή λαρύγγω, θα πνιγείς απ' το στριγκάκι σου. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο του τσιμπουκόστομα, κυρίως χρησιμοποιείται ως βρισιά, προκειμένου να υποχρεώσουμε τον υβριζόμενο αντίπαλο στη σιωπή, αφού θεωρείται ότι το στόμα του έχει ως μοναδική χρηστική αξία το να παίρνει πίπες, οπότε δεν θα πρέπει να το χρησιμοποιεί επιπλέον και για να μιλάει/ εκφέρει τη γνώμη του/ πιάνει σε αυτό πράγματα και πρόσωπα που τον υπερβαίνουν και τα λερώνει αναφέροντάς τα λεκτικώς κ.ο.κ. Μικρή διαφορά από το απλό τσιμπουκόστομα είναι ότι το πουτανόστομα παίρνει πίπες επί πληρωμή, οπότε είναι ακόμη μεγαλύτερη ξευτίλα.

  1. Καλα να παθεις κωλομπουτσουρα να γαμας ολα οσα σου συμβαινουν κωλοαπογονε του χιτλερ που τροει χουμους και ψοφαει απο βαλλιστικη επιθεση κωλοκαριολη παλιολεσβια πούστη σαμαρα ο κασιδιαρης σας γαμαει μεσα στο σπτι σου γαμο το κωλοκερατο της πουτάνας και του πουστη που σε γαμησε ανθρωπο και μαλακισμενο κατασκευασμα φατη στον κωλο σου μπασταρδοποιημενο ανανδρο τσογλανι πολιτικος φτωχος ξυλο απελεκητο καριολη κωλοπαιδι κωλογιδοβοσκε κερατα γαμωπουστα που πιανεις στο πουτανοστομα σου τις ανακριτριες τσογλαναραιε της κορινθιας αλβανομεταναστη βλακα τωρα στη φυλακη ευχομαι να μπεις μαλακισμενο σκατοτσογλανακι κωλοπαιδο (Το βρισίδι συνεχίζεται αρκετά ακόμη εδώ).
  2. re shiloputane an me ksana piasis mes t putanostoma sou pou mono pipes kseri na kami kales ena s spasw tha s aniksw ti kele s orkizume s to tha se skotosw (Από Ασκ, μάλλον για κυπριακό ιδίωμα πρόκειται).
  3. Που να τα βγάλεις πέρα με το πουτανόστομα τους! Και πάλι οι γυναίκες από πάνω! (Σχέσεις).

Σπανιότερα μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε σαδομαζοχιστικές φαντασιώσεις με θετικό πρόσημο, ή, μάλλον, με αρνητικό πρόσημο με την κα(υ)λή έννοια, για να περιγράψει κάπως πιο κυριολεκτικά κάποιον που όντως έχει διαπρέψει στην πεολειχία.

  1. Η Καίτη με έπιασε από το αυτί και με έφερε μπροστά στα δύο πέη αναγκάζοντάς με να πλησιάσω σε απόσταση αναπνοής το ένα. - Έλα καριόλα! Άνοιξε το πουτανόστομα σου να πιπώσεις το γαμιά μου! Είπε επιτακτικά η Καίτη. (Από κίνκι μπλογοτέχνημα).
  2. -Και τώρα οι δυο μας βρωμότσουλο! Άνοιξε το χυμένο σου πουτανόστομα και άρχισε να μιλάς. Κλαίγοντας με λυγμούς , άρχισα να διηγούμαι την ιστορία μου. Όλα ξεκίνησαν όταν γνώρισα την Κυρία Βάνα η οποία μετακόμισε στο διπλανό διαμέρισμα όπου κατοικούσα ως φοιτητής. Φυσικά η Κυρία Βάνα ήταν μια Γυναίκα που δεν μπορούσε να αφήσει κανέναν ασυγκίνητο. (Από μπλογοτέχνημα που χρησιμοποιεί την αφηγηματική τεχνική in media res).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γυναίκα (ή κόρη) που κάνει (ή θεωρείται ότι κάνει) σεξ με πάρα πολλούς άντρες, οπότε εντέλει θεωρείται σεξιστικώς ότι χρησιμεύει απλώς ως σκεύος ηδονής και δεν έχει κάποια άλλη σημαντική ανθρώπινη πχοιότητα. Προφάνουσλυ χρησιμεύει και ως γενική βρισιά. Στα αγγλικάνικα λέγεται cum bucket, sperm bucket ή spunk bucket και είναι πιο διαδεδομένο σαν έκφραση. Στα ελληνικά δίνει ελάχιστα χτυπήματα στον γούγλη, ίσως λοιπόν να μας έρχεται από τα αγγλικάνικα πιθανόν με την επίδραση της πορνογραφίας, όπου η αγγλική έκφραση είναι πολύ συχνή. Κάτι τέτοιο βέβαια δεν είναι αναγκαίο, καθώς η λέξη κουβάς είναι εξαιρετικά σλανγκενεργή, όπως δείχνουν τα πολλά λήμματά μας που την περιέχουν.

  1. Η μάνα σου είναι ΚΑΡΙΟΛΑ, ΝΥΜΦΟΜΑΝΗΣ, ΠΕΟΛΙΓΟΥΡΑ, ΑΡΧΙΔΟΠΟΥΤΣΟΠΝΙΧΤΡΑ, ΣΠΕΡΜΑΤΟΚΟΥΒΑΣ και ΒΡΩΜΙΑΡΑ. (Από βρις-οφ κάπου στο Διαδίκτυο).
  2. Εχω δει παππου πανω απο 70 ετων στανταρ με τσαντα απο τη λαικη να διαλεγει ενα πετίτ teeny ξέκωλο στη Φυλής πριν κανα 2μηνο, τα συμπερασματα το ΠΩΣ (οκ με βιαγκρα ας πουμε) πήδηξε αυτο το λουλουδι που αποφασισε να γινει ΄΄δημοσια τουαλετα΄΄ ή σπερματοκουβας. (Από μπουρδελοσάη).
  3. ΚΟΥΚΛΑ!!!!!!!!!! Η Μις Νότια Γαλλία έχει δύο ελαττώματα: Τεράστιο στήθος και πολύ κοντή. Σχόλια: -Μούναρος!/ -Γυναίκα χωρίς βύζους, εκκλησία δίχως Tζίζους/ -Σπερματοκουβας απο τους λιγους, μεγαλη καβλάντα/ -Γυναικα χωρις tits baywatch διχως Mits. (Διάλογοι στο Φέισμπουκ).
  4. Γκουίνεθ Μοντενέγκρο: Έχω κοιμηθεί με πάνω από 10.000 άντρες. Σχόλιο: Με λίγα λόγια σπερματοκουβάς. (Από Φέισμπουκ).

Η Γκουίνεθ. Σπαλιάρα φάε τη σκόνη μου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο άντρας ή γυναίκα που έχει (ή θεωρείται ότι έχει) σεξουαλικές σχέσεις ως "παθητικός" ερώμενος-η με πάρα πολλούς εραστές, οπότε θεωρείται ότι χρησιμεύει απλώς ως σκεύος ηδονής και ως τόπος εγκατάθεσης σπέρματος, χωρίς να έχει κάποια άλλη ενδιαφέρουσα ανθρώπινη ποιότητα. Χρησιμοποιείται και ως γενική σεξιστική βρισιά. Συνώνυμα: χυσοκανάτα, σπερματοκανάτα, χυσαποθήκη. Αγγλιστί: cum bucket, sperm bucket.

Καλά με τη Τζένη βρήκε να κάνει σχέση; Αυτή είναι ο χυσοκουβάς όλης της Φιλοσοφικής!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπανεύκολο λολοπαίγνιο για το Μνημόνιο που λέγεται συχνά σαχλοποιώντας μια κατά τα άλλα δραματική συζήτηση για την οικονονομικοπολιτική κατάσταση της χώρας μας.

Επίσης, αυτός που θεωρεί ότι το Μνημόνιο δεν είναι και τόοοοσο κακό πράγμα, ότι έχει και καλές ρυθμίσεις, και ότι εν πάση περιπτώσει το Ελλαδιστάν για να γίνει Μεταρρυθμιστάν χρειάζεται να γίνει πρώτα Μνημονιστάν. Γενικότερα, εφόσον το μνημόνιο- αντιμνημόνιο είναι ο νέος διχασμός της χώρας μας (μετά τα Πασόκ-ΝΔ, Δεξιός- Αριστερός, παλαιοελλαδίτης- τουρκανάκατος, βασιλικός- βενιζελόμουτρο, κάτω ή πάνω απ' το αυλάκι, κλεφταρματολός ή ψαλιδόκωλος, ενωτικός ή ανθενωτικός και ταλιμπάν), έχουν εφευρεθεί και οι αντίστοιχες πολιτικές σλανγκιές. Λ.χ. οι μνημονιακοί λέγονται μνη στα πολιτικά κομμέ (θυμίζει μνι βασικά, μάλλον όχι τυχαία), ή πιο υβριστικώς μνημονόπανα και μνημούνια. Το τελευταίο σημαίνει ότι είναι και μουνιά / μουνάκια (τ. λαμο-γελάς, μουνάκι;). Θεωρούνται, επίσης, ως οι νέοι ενωτικοί στο νεο-βυζαντινιστάν. Από τους αντιπάλους τους συμφύρονται με τους νεοφιλελέδες, αν και οι αυθεντικοί φιλελέδες μάλλον θα ήταν εναντίον του τρόπου με τον οποίο πραγματώθηκαν (#not) οι μεταρρυθμίσεις από τους σαμαροβενιζέλους (ή και τους τσιπροκαμμένους ίσως στο μέλλον), ενώ και αντιστρόφως πολλά μνημούνια θέλουν ισχυρό κράτος και κράζουν τα φιλελέδια ως αιθεροβάμονες. Σε κάθε περίπτωση, λίγοι είναι αυτοί που θα πανηγυρίσουν το ότι είναι μνημονιακοί, παρόλο που υπάρχουν κι αρκετοί τέτοιοι τσεκουράτοι που τα λένε έξω απ' τα δόντια. Οι περισσότεροι θα αυτοχαρακτηριστούν ως ευρωπαϊστές. Από την άλλη, είναι οι αντιμνή στα κομμέ, αυτοί που πουλάνε αντιμνημόνιο, αυτοί που στο δίλημμα μνημούνια ή κομμούνια μάλλον θα προτιμούσαν το δεύτερο σκέλος, οι ανθενωτικοί του νεορωμιοσυνιστάν.

  1. Ξανά μανά, στους δρόμους, μνημούνια αυτοί, μάζωξη εμείς. Τι ρίξανε προχθές πάλι; Σιωνιστικό πράμα ήταν, ακόμη με τσούζουν τα μάτια. (Ksipnistere, παραδόξως με μικρογράμματη γραφή).
  2. Νά ἐξαθλιωθοῦμε πρό κειμένου νά συνειδητοποιήσουμε πώς σέ καμμίαν τῶν περιπτώσεων δέν μᾶς φταῖνε τά μνημόνια καί τά μνημούνια; (Πολυτονιστής που τον κόβω για μνη, εδώ).
  3. Στις δύο του Ιούνη με ξαναλές Μνημούνι. (Μπλογκ-άκης).
  4. Όλοι οι νεοφιλελεύθεροι τα μνημούνια μαζεύτηκαν εκεί. Μη σκοτώνετε τα κουνούπια. Αλλοι σας πίνουν το αίμα. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτή/ός που είναι μανούλα στα τσιμπούκια, στο στοματικό σεξ. Φανταζόμαστε ενδεχομένως μια περιποιητική μιλφομάνα σε ρόλο ψωλοβυζάχτρας. Κάποια κλικ πιο μεταφορικά, αυτός που γίνεται πουτανάκι κάποιου, που είναι γλειφτρόνι, εθελόδουλος, που ανελίσσεται επαγγελματικώς παίρνοντας πίπες σύμφωνα με τους επικριτές του. Και γενικότερα, αποτελεί βρισιά για κάποιον/αν που κατά τη γνώμη του χρησιμοποιούντος τη βρισιά δεν θα έπρεπε καθόλου να μιλάει αλλά να ασχολείται με τη ρόκα/ πίπα του.

  1. Αυτή η τσόντα που ανοιγει το στομα της σαν τσιμπουκομανα πια είναι ???? Σιγουρα συνδικαλιστρια , εργαζομενη σε δεκο , δημοσα υπηρεσια. (Από τον Στόκο).

  2. -το επικοινωνιακο γκομενακι του μΠΑτΣΟΚ. ψηφισε και το μεσοπροθεσμο η ξανθια μπάρμπι. ελεος -ΜΗ ΤΗΝ ΚΑΤΗΓΟΡΕΙΤΕ ΡΕ ΠΑΙΔΙΑ. ΜΕΓΑΛΗ ΤΣΙΜΠΟΥΚΟΜΑΝΑ Η ''ΚΥΡΙΑ'' ! (Εδώ).

  3. τρελη τσιμπουκομανα ο γαύρος εδω και χρονια. (Από το youtube)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δικατάληκτο επίθετο (ο/η πουτσοφάγος) ή ουσιαστικοποιημένο επίθετο, που δηλώνει αυτόν/ήν που τρώει πούτσες για να το πούμε εύσχημα. Μπορεί δηλαδή να χρησιμοποιηθεί ως σεξιστική βρισιά για κάποιον που είναι ή θεωρείται ως ομοφυλόφιλος ή για να εξυβρίσει γυναίκα. Μπορεί, επίσης, να έχει και πιο κυριολεκτικές σημασίες σχετιζόμενες με την πεολειχία από στυλιαροκαταπότρες. Το -φαγος παραπέμπει και σε ζωολογική ταξινόμηση (τ. σαρκοφάγος, χορτοφάγος, σπερματοφάγος) μάλλον επιτείνοντας τον σεξισμό της έκφρασης.

  1. - ποιά ναταλί φιλε; δωσε διεκρισιν\σεις γιατι υπαρχουν πολλες ναταλιες..που δουλευε; ετων; εθνικοτητα; την πουτσοφαγο λεμε ;D
    - γιατι ξερεις εσυ καμια σλαυα ναταλία που να μην ειναι πουτσοφάγος;;;
    - ηταν κανονικη πουτσοφαγος...δαγκωνε πουτσους...ειχε αφησει πληγες σε πολλους... (Διάλογος στο θρεντ «Αναζητήσεις χαμένων ιερόδουλων» σε μπουρδελοσάη).

  2. Eκτος απο ψωλαρπάχτρας και πουτσοφαγος εγινες και πουτσομετρης τωρα;; ΠΩς τις μετρας τις πουτσες; Με το στομμα; (Από βρις-οφ εδώ).

3. Ο ΝΙΚΗΤΑΡΑΣ Ο ΠΟΥΤΣΟΦΑΓΟΣ ΕΓΙΝΕ ΤΩΡΑ ΔΕΝΔΡΟΦΑΓΟΣ!

4. Εμφανίστηκε κι αυτός ο πουτσοφάγος ο πρόεδρος του 4ου Ράιχ, με το όνομα που θυμίζει βήχα να ζητήσει συγνώμη. Είπε κάτι για «συμβολικές» αποζημιώσεις του κατοχικού ληστοδανείου, κάτι για τουρισμό και ότι μας αγαπάνε οι Γερμανοί. Και μετά βγήκε περιχαρής σε όλες τις τηλεοράσεις της Γερμανίας και παίνευε την γαμημένη φάρα του: «Τι ανώτεροι είμαστε εμείς οι Γερμανοί, μέχρι και συγνώμη από τους Έλληνες ζητήσαμε». (Εκτός από βελανιδοφάγος...)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σε συνέχεια της προσπάθειάς μας να ορίσουμε το κωλαράκι, επεκτεινόμαστε τώρα και στο κωλάκι. Πρόκειται για άλλο ένα υποκοριστικό του κώλος (νταξ το κωλαράκι θα μπορούσε να θεωρηθεί και ως υποκοριστικό του κωλάρα, μα μην το κοσκινίζουμε πολύ). Αλλά:

  1. Στην κυριολεκτική του σημασία, ήτοι ζουμερός, πεταχτός, σφριγηλός, τουρλωτός κ.τ.ό. πρωκτίσκος είναι πολύ πολύ πιο σπάνιο από το συνώνυμο κωλαράκι, όπως φαίνεται κι από μια βόλτα στον γούγλη. Λέγεται πάντως και αποτελεί την κυρίως σημασία του όρου. Συνήθως στον πληθυντικό κωλάκια και ως αντικείμενο ρημάτων γαμεύσεως σημαντικών όπως τα (ξε)σκίζω, σφαλιαρίζω κ.τ.ό. Για άλλα υποκοριστικά βλ. κωλί, κωλίτσα, κωλίδι.

  2. Αντιθέτως προς το κωλαράκι, χρησιμοποιείται επίσης και μεταφορικώς ως χαρακτηρισμός προσώπου. Σύσσλανγκος είχε προσφυώς ορίσει ότι η κατάσταση κώλος είναι η κατάσταση που είναι εντελώς τελείως μουνί. Μπορούμε να πούμε παρομοίως ότι κωλάκι είναι το άτομο που είναι εντελώς τελείως μουνάκι. Πρόκειται δηλαδή για κάποιον που η καθ' υπερβολήν κυριολεκτική ή μεταφορική πρωκτογάμευσις ή πρωκτολειχία τον έχει καταστήσει μουνάκι με την κακή έννοια, πούστη με τη σεξιστική έννοια, δηλαδή γατάκι, πονηρό, ύπουλο, εκθηλυμένο, αναξιόπιστο πλην αξιόπουστο, ανάξιο λόγου, μηδαμινό κ.ά.

  3. Ελεμένταρι το ότι όπως ακριβώς και το κωλαράκι, το κωλάκι μπορεί να σημάνει συνεκδοχικώς όλη την εύκωλη γκόμενα ή γκόμενο.

1.α. Γιατί ξέρει ότι όταν θα γίνει η Μilan, πχ, το πιθανότερο είναι να γαμήσει κωλάκια στο ΤσουΛου.

β. Δώστε του ενα γαμάτο μηχανάκι να σκίσει μερικά κωλάκια!!

γ. Μπρος, συνέλληνες, πάρτε τις παντόφλες κι αρχίστε να μελανιάζετε φεμινιστικά κωλάκια.

2.α. Πώς γίνεται κύριε Ράμφο όντας χριστιανός να είσαι και με το Μνημόνιο; Ή βγαίνει το άλλο το κωλάκι στο Σκάι και λέει «αναγκαστικά, πρέπει να τα πληρώσουμε». Να τα πληρώσουμε από πού ρε μαν; Αφού δεν υπάρχει μία. Πλήρωσέ τα εσύ που τα 'χεις. Και τα βγάζεις τόσα χρόνια ξύνοντας τα παπάρια σου και γράφοντας βιβλία κύριε Τσιτσόπουλε Τσατσόπουλε Τσουτσόπουλε. (Τοποθέτηση των Χατζηφραγκέτα για την κρίση εδώ).

β. μην υποβάλλετε τον εαυτό σας σε τέτοια ασχήμια...πρέπει να ζήσουμε πολλά χρόνια, μη μας θάψουν τα κωλάκια αυτού του κόσμου. (Από το Τουίτερ).

γ. Ολυμπιακό δεν σχολιάζω, αφού είναι ΤΟΣΟ κωλάκια πια.

δ. Κωλάκια σχιστομάτηδες!

ε. Αμερικανοκίνητα κωλάκια πουτανάκια του Νιξον. (Σχόλιο στο συσιφόνι σε έκθεση του Πατακού για το πώς προσέφερε αστακομακαρονάδες στους Αμερικανούς, ενώ οι κρατούμενοι στη Γυάρο «ας πέφτανε στη θάλασσα να κολυμπήσουν να πιάνουν αστακούς μόνοι τους»)

  1. Θα φέρω και δυο τρία κωλάκια για χαβαλέ. (Από σόσιαλ μήντια).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην ιδιόλεκτο του σλανγιωτάτου ποιητού Ανδρέου του Εμπειρίκου σημαίνει το νεαρώτατον κοράσιον που συμπεριφέρεται ήδη ως πούτα ή, μάλλον, ως αγγελοπούτα λόγω της αγγελικής εμφανίσεως της καυλαγγέλου καυλόπαιδος. Χρησιμοποιείται σε γαμησιάτικα ή αυνανιστικά μπινελίκια, όπου με τον χαρακτηριστικό στον Εμπειρίκο «μίνιμουμ σαδισμόν» εξυβρίζεται η ερωμένη ώστε να επιταθεί η καύλωσις του ερώντος ή της ερώσης. Πέον να σημειωθεί ότι το πουτανοκόριτσο είναι κυριολεκτικά (άνευ λινκ) κορίτσι, ήτοι ανήλικη παιδίσκη, σύμφωνα με τις προτιμήσεις του ποιητού που θα έκαναν τη σύγχρονη κορεκτίλα να φρίξει (δικαίως μάλλον) και τον Αλέξανδρο Αβρανά να γυρίσει δέκα ταινίες για τη νεοελληνική οικογένεια που εκπορνεύει τα νεαρά μέλη της.

Εκτός του Εμπειρικείου λογοτεχνικού σώματος το βρίσκω ως βρισιά για νεαρό κορίτσι.

  1. «Πουτάνα... Πουτανοκόριτσο...» ἐψιθύρισε σφαδάζουσα εἰς τὴν κρυφήν της σκοπιὰν ἡ βοηθὸς τοῦ ταχυδακτυλουργοῦ Γκρεγκουάρ. Καὶ ἀποταμιεύουσα ἄθελά της, παρὰ τὴν ζηλοτυπίαν της, μὲ ἀπληστίαν τὸ ὡραῖον καὶ συνταρακτικὸν τοῦτο θέαμα εἰς τὴν ψυχήν της, μὲ ἓν εἶδος ἐξάρσεως οδυνηρότατα ἡδονικῆς, ἡ Ὑβόννη ἐπανέλαβε μὲ ψίθυρον φλογερὸν καὶ μὲ μῖσος, ἐνῶ ἡ Ἐθὲλ ἐσείετο ἀκόμη ἀπὸ τοὺς σπασμούς τοῦ ὀργασμοῦ της: «Πουτάνα... Πουτανοκόριτσο...» καὶ προσέθεσε «Ἀστροπελέκι νὰ πέσηι ἐπάνω σου, νὰ σὲ κάψηι». (Μέγας Ανατολικός, Τόμος 1, σ. 155).

2. (προσεξτε οταν το άπλυτο πουτανοκοριτσο φωναζει εις διπλουν το «φασιστες κουφαλες ερχονται κρεμαλες») αχαχαχαχαχαχαχαχαχα

3. ΧΑΧΑΧΑΧΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧ ΑΝ ΕΧΕΙ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΟ ΠΟΥΤΑΝΟΚΟΡΙΤΣΟ ΑΣ ΕΡΘΕΙ ΝΑ ΜΑΣ ΤΟ ΠΕΙ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ένας πλεοναστικός εμφατικός τρόπος για να βρίσεις κάποια(-ον) (ή να αποκαλέσεις στο πλαίσιο γαμησιάτικων μπινελικίων) ως πουτάνα.

  1. -Ψωλοπουτάνα όλκης. Να πάει να γαμηθεί...
    -Τόσες και τόσες ρομούνες, την πιο ξυνή διαλέξατε; (Ντέλια Βελκουλέσκου, η Ρουμάνα του ΔΝΤ για την Κύπρο).

2. Κύριε ΣΥΝΑΓΩΝΙΣΤΑ η μανούλα σου η ψωλοπουτάνα σε έμαθε να φοβάσαι τους μετανάστες και τους αναρχικούς τόσο πολύ;! Κάτι ξέρει μάλλον

3. Να πεθάνουν τα ψωλοπούτανα.

Got a better definition? Add it!

Published