Further tags

Είναι σύνθετη λέξη και χαρακτηρίζει γυναίκες ή πούστηδες. Χαρακτηρίζει δηλαδή μία γυναίκα:
1. που της αρέσει το σεξ
2. πάει με όλους σαν πόρνη
3. έχει διεστραμμένες φαντασιώσεις που τις κάνει συνήθως πράξη
4. που της αρέσουν οι μαλάκες και η μαλακία
5. που γλείφει πούτσους με απίστευτη τέχνη και ομορφιά.

- Μαλάκα και γαμώ η γκόμενα!
- Μη την βλέπεις έτσι! Είναι σεξοπορνοδιαστροφική μαλακοπουτσογλείφτρα. Έχει πάει με τη μισή Αθήνα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός ο οποίος έχει μεγάλη ιδέα για το πουλί του.

- Μανταμίτσα, ένα πράμα θα σου πει ο Πίπης, και βάλ' το καλά στο μυαλό σου: δεν υπήρξε γυναίκα που πήγε με τον Πίπη και δεν γούσταρε τρελά.
- Άσε μας βρε Πίπη, ψωλοπερήφανε.
- Άαα, κοίταξε να δεις, η μετριοφροσύνη είναι για τους μ έ τ ρ ι ο υ ς ... Με εννοείς;...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για την παρατεταμένη αποχή από το σεξ. Όταν συνεχίζεται για πολύ μεγάλα χρονικά διαστήματα, αποσταθεροποιεί δραματικά την ψυχική ισορροπία του ατόμου και το οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια σε πλήθος νοσηρών συμπεριφορών. Τα υστερικά ξεσπάσματα μιας γεροντοκόρης αποτελούν χαρακτηριστικό παράδειγμα αγαμησιάς.

  1. Ένα μήνα έχω να συναντηθώ με τη δικιά μου. Λείπει στο εξωτερικό κι εμένα μ' έχει φάει η αγαμησιά εδώ πέρα...

  2. - Την άκουσες τη διευθύντρια πώς ούρλιαζε πρωινιάτικα επειδή άργησα πέντε λεπτά; - Αφού την έχει φάει η αγαμησιά ρε κι έχει βαρέσει διάλυση!

(από Τσακ εις την μέσην, 25/10/10)Monty Python - Σπασαρχίδικο παράδειγμα αγαμησιάς. (από Cunning Linguist, 06/07/12)

Ακόμη: αγαμία, αγαμοσύνη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σπάνια ερωτική τεχνική η οποία συνδυάζει τον κλασικό πεοθηλασμό με ρυθμικές μαλάξεις του πέους στην περιοχή της μασχάλης. Οι μαλάξεις μπορεί να είναι με πρωτοβουλία του πέους (κινούμενο μπρος πίσω) ή με πρωτοβουλία της μασχάλης (με άνοιγμα και κλείσιμο του χεριού).

Περί ορέξεως κολοκυθόπιτα.

- Μεγάλε, η τύπισσα ήταν όλα τα λεφτά. Μ' έβγαλε BLR. Εκεί όμως που τα είδα όλα ήταν στο τσιμπουκομάσχαλο. Ρε μπας κι είμαι άρρωστος;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γυναίκα η οποία δεν ενδιαφέρεται για την εξωτερική εμφάνιση του συντρόφου της, παρά μόνο για το μυαλό και την κουλτούρα του.

-Καλά, πολύ ωραία αυτή η Ελένη. Αναρωτιέμαι αν θα ήθελε καμιά φορά να βγούμε...
-Άσε ρε, είναι πιασμένη...
-Αλήθεια; Με ποιον τα έχει;
-Με το Μιχάλη. -Δε σε πιστεύω! Με αυτήν τη φυτούκλα; Αν είναι δυνατόν, αυτός είναι χάλια! Δεν το περίμενα ποτέ πως θα ήταν τόσο μεγάλη μυαλογαμίστρα!

Μονογαμική μυαλογαμίστρα! (από Khan, 22/08/13)Το χταπόδιασμα έχει και κάτι από εγκεφαλογάμι (από Khan, 27/02/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παράφραση της γνωστής λέξης μπανιστήρι, αναφέρεται στην ακοή. Σημαίνει κρυφακούω, επί το πλείστον ερωτικές περιπτύξεις.

- Χθες όλο το βράδυ οι διπλανοί δεν με άφησαν να κλείσω μάτι. Πόσο καιρό είχαν να το κάνουν...
- Άσε ρε γκρινιάρη... Έκανες και δωρεάν ακουστήρι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το γαλλικό φιλί (δηλαδή με γλώσσα) ανάμεσα σε τρία άτομα. Τα εν λόγω άτομα μπορεί είτε να γουστάρουν να φιλήσουν όλοι/-ες όλους/-ες, είτε προσπαθώντας τα δύο άτομα να φιλήσουν το τρίτο (π.χ. δύο άντρες να φιλήσουν ταυτόχρονα μια γυναίκα), μπερδεύουν γλώσσες και γενικότερα τα μπούτια τους...

Α - Τι λιώσιμο ήτανε αυτό μέσα στην θάλασσα ρέεεε!
Β - Ρε μαλάκα, σε μια φάση πάω να φιλήσω την γκόμενα μαζί με αυτόν και έγινε τριπλογλώσσι!
Α - Αφού ρε μαλάκα είχαμε μπλέξει τα μπούτια μας, σκάγανε και τα κύματα πάνω μας και τον είχαμε δαγκώσει...
Β - Κι εγώ που νόμιζα τόσον καιρό ότι δεν γίνονται τέτοια σκηνικά...!
Γ - Γιατί, εγώ που είχα μαστουρώσει στην ξαπλώστρα κι έβλεπα ελέφαντες;;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο «επιχειρηματίας» στον χώρο του αγοραίου έρωτα, ο ιδιοκτήτης δηλαδή οίκων ανοχής και/ή στριπτιτζάδικων.

- Είδες ο Τάσος Μπουγάς; Πλανητάρχης!
- Μόνο πλανητάρχης; Εγώ άκουσα ότι είναι και μέγας μπουρδελάρχης! Λένε ότι έχει καμιά δεκαριά μπουρδέλα και στριπτιτζάδικα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατά βάση, ο ζιγκολό. Νεότερος, συνήθως, σε ηλικία άνδρας ο οποίος εξυπηρετεί σε σταθερή βάση τις ερωτικές ανάγκες ώριμης σχετικά κυρίας αντί οικονομικού ή άλλου ανταλλάγματος - λέγεται και επαγγελματίας ή επ' αμοιβή πουτσοδότης.

Καταχρηστικά, και ειρωνικά, ο όρος χαρακτηρίζει και το σπυριάρικο πιτσιρίκι που του έκατσαν το καλοκαίρι δυο σταφιδιασμένες τουρίστριες και έκτοτε το έχει δει και οι πρώτος γαμίκουλας.

Εθελοντής πουτσοδότης, αντιθέτως, λέγεται ο καλός φίλος - πολλές φορές, παιδικός φίλος - στον οποίον μια γυναίκα προστρέχει για έναν πούτσο μια στις τόσες, χωρίς προκαταρκτικά και χωρίς περαιτέρω, όταν η παρατεταμένη αγαμία αρχίζει να την ενοχλεί. Το αντίστοιχο του αγγλικού fuck buddy.

  1. - Καλά ρε, πού τη βρήκε τη Χάρλεϊ ο Κωνσταντίνος; Φιλόλογος είναι ...
    - Καλά, πού ζεις ρε ούφο; Το άτομο έχει κάνει καριέρα πλέον ως επαγγελματίας πουτσοδότης - έχει τώρα την κυρία Χατζημπαρμπούτσαλου, την ταΐζει, την ποτίζει και αυτή τα στάζει κανονικά ...
    - Ναζωραίος ο Κωνσταντίνος ...

  2. - Το Πάσχα πάω Στοκχόλμη Ιντερέιλ - πάω να δω την Ίνγκα και θέλει, λέει, να με γνωρίσει και σε μια φίλη της και προβλέπω φάση χοντρή τριφασική ...
    - Μπράβο, ρε Τζόνι, πουτσοδότη ... διότι και τι θα έκανε ο γυναικείος πληθυσμός της Σκανδιναβίας χωρίς εσένα ...

  3. - Α, η Ειρήνη είναι πολύ ανεξάρτητη κοπέλα. Μένει μόνη της, έχει την ησυχία της, καλή δουλίτσα, δικό της αυτοκίνητο ... έχει και τον προσωπικό της εθελοντή πουτσοδότη ... δεν την βλέπω να θέλει να μπλέκει με σχέσεις και με τέτοια ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ταυτόχρονη πράξη του ρουφήγματος και του δαγκώματος, όπως όταν τρώμε ψωμί βουτηγμένο σε τσάι ή γάλα.

- Πώς τα πας με την Μαιρούλα ρε λακαμά, την πήδηξες; Έχω ακούσει ότι είναι και η πρώτη πιπέτα η δικιά σου.
- Άσε, δεν σου λέω τίποτα. Με έβαλε κάτω χθες και με πήγε ρουφοδάγκα όλη νύχτα. Μιλάμε, μού 'κανε τον πούτσο κοτλέ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified