Further tags

Τύπος και εργαλείο βασανιστηρίου, με μεταλλικές «αυγουλοθήκες» οι οποίες φυλακίζουν έναν-έναν ξεχωριστά τους όρχεις. Αφού το συνδέσουμε στην πρίζα, θερμαίνονται οι «αυγουλοθήκες» σε σημείο που ψήνονται οι όρχεις και τραβώντας απότομα ξεκολλούνται από το υπόλοιπο σώμα.

- Ε τώρα, δεν έχει εφαρμοστεί ακόμη, σόρρυ!

(από Vrastaman, 08/09/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το δεύτερο μαξιλάρι-ρεζέρβα που συνήθως χρησιμοποιείται για να μπαίνει ανάμεσα στα σκέλια κατά τη διάρκεια του βαθέως ύπνου (στάδια 3 & 4) προς αποφυγήν εφίδρωσης των γλουτών, κυρίως κατά τους θερινούς μήνες στις μεσογειακές χώρες.

Η ονομασία προέρχεται από την -κατά περίπτωση συχνή ή λιγότερο συχνή- συνήθεια του χρήστη να πέρδεται ακουσίως κατά τη διάρκεια του ύπνου, με συνέπεια το εν λόγω μαξιλάρι να γίνεται δέκτης δύσοσμων αερίων.

Σαν αξεσουάρ είναι λίαν βοηθητικό και πρακτικό, εκτός από τις περιπτώσεις εκείνες, που (1) μπερδεύεται με το κανονικό μαξιλάρι του χρήστη και (2) ο κοιμώμενος χρησιμοποιεί ως τέτοιο το μαξιλάρι της/του συγκοιμώμενης /-νου γκόμενας / συζύγου, κτλ.

Άσε φίλε, μπέρδεψα χθες το μαξιλάρι μου με το κλανομαξίλαρο και το πρωί έζεχνα κλανίλα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από το «αναστατώνω» και το «σκατώνω» (= τα κάνω σκατά), υποδηλώνοντας εν συντομία ότι κάποιος έκανε άνω κάτω άνευ επιδιορθώσεως κάτι οργανωμένο.

-Για να τσεκάρω τι μουσική έχεις...
-Πρόσεχε ρε μαλάκα! Μου τα ανασκάτωσες τα CD!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μετάφραση του peckerbreath, αυτός που έχει δύσοσμη αναπνοή.

- Φύγε από εδώ, βρομίσαμε, πουτσόχνωτε!

- Πολύ πουτσόχνωτος ο πούστης, βρωμάει και ζέχνει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι η σεξουαλική πράξη κατά την οποία άνδρας δέχεται στοματικό καθώς βρίσκεται καθισμένος στη λεκάνη για να κάνει την ανάγκη του.
Λέγεται πως αυτό βοηθά τους δυσκοίλιους να ενεργηθούν πιο εύκολα, εξ ού και η ετυμολογία του, την οποία δεν αναλύω πολύ γιατί με αηδιάζει. Τέλος πάντων, κάνετε τη σύνδεση με την ετυμολογία μόνοι σας: πίπα + υπόθετο.

- Ρε Κώστα, πότε ήταν η τελευταία φορά που πήδηξες;
- Την ξέρεις τη Ρουσλάνα που κάνει πιάτσα στη Βενιζέλου;
- Ναι...
- Μου έκανε ένα πιπόθετο προχθές, πιάνει;
- Αηδία!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το αποσμητικό roll-on.

Πω ρε φίλε, ξέχασα να πάρω μασχαλοζούμι μαζί μου... Θα λακίσουν οι γκόμενες στη Μύκονο από τη βρώμα...

βλ. και το διαφορετικό μασχαλόζουμο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η τρομερή, βροντερή πορδή με την κατάληξη -κλας, όπως λέμε άντρακλας, και γίνεται υπερπολλαπλάσιο.

- Τι μυρίζει έτσι ρε μεγάλε σαν ψοφίμι, έκλασες;
- Ναι ρε, την αμόλησα.
- Αυτό ρε δεν είναι κλανιά, είναι πόρδακλας!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απ'το χέζω, χέσιμο, σκατό, σκατίλα, χεσίλα.
Ακούγεται λίγο πιο αηδιαστικό, ίσως και λίγο πιο υγρό. Μάλλον κοντεύει περισσότερο στο τσιρλιό.

  1. Έριξα μια χεσίλα, άλλο πράγμα.

  2. Μ' έπιασε μια χεσίλα... κάτσε καλά!

(από bright, 21/05/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η τουαλέτα, το μέρος.

Το κατουράδικο δεν πρέπει να συγχέεται με τον κατουρώνα, καθώς το δεύτερο λήμμα χρησιμοποιείται για ανοιχτούς και απόμερους χώρους όπου μετατρέπονται σε τουαλέτα απ' τους περαστικούς, ενώ το κατουράδικο βρίσκεται υποχρεωτικά εντός κτιρίου ή είναι φυσική προέκταση κτιρίου (εξωτερική τουαλέτα).

  1. Καλησπέρα Δημήτρη, που το 'χετε το κατουράδικο εδώ; Πάει να σπάσει η φούσκα μου! (πελάτης που μπαίνει σε νέο γραφείο)

  2. Γέρο μου, μιλάμε ο άλλος έφτιαξε ψησταριά και δεν σκέφτηκε πως το μαγαζί χρειάζεται κατουράδικο! Μετά μου λες εσύ, πώς θα αλλάξει η Ελλάδα... (Ομιλία σε συνέδριο για την επιχειρηματικότητα στην Ελλάδα)

Δες και -άδικο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που εξετάζει ενδελεχώς, με την επιστημονική ακρίβεια και με την σχολαστικότητα ενός προφέσορα τις συνθήκες υγιεινής και καθαριότητας του περιβάλλοντα χώρου, όπου θα εναποθέσει την πολυτιμοτάτη, την ανεκτιμήτου αξίας κουράδα του. Είναι εκείνος ο δυσκοίλιος τύπος, που προ του χεσίματος ψεκάζει και βάζει μαντηλάκια πάνω στις λεκάνες από τις ξένες τουαλέτες, μην τυχόν και πάθει τίποτα μητρικά. Όταν ένας προχέσορας ξεπερνάει τα όρια της υπερβολής χαρακτηρίζεται και ως κοπρίτανης. Χρησιμοποιείται και υποτιμητικά για τον γουόναμπι καταρτισμένο.

  1. - Πήγα στην τουαλέτα και ήτανε χάλια. Γραμμένοι τοίχοι, λερωμένες βρύσες, θαμποί καθρέπτες.
    - Εντάξει, σε κωλόμπαρο ήμαστε. Τι περίμενες;
    - Κοίτα... Λίγο καθαριότητα δεν βλάπτει, έτσι;
    - Έλα ρε προχέσορα.

  2. Και όπως πάντα, σε άρθρο του Δ. Μιχάλη ο πρώτος που σχολιάζει είναι ο προχέσορας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified