Further tags

Οποιοδήποτε ανάγνωσμα (περιοδικό, εφημερίδα, βιβλίο, οι οδηγίες στη συσκευασία της χλωρίνης ή του σαμπουάν) που φυλάσσεται στην τουαλέτα προς χρήση κατά την ώρα της αφόδευσης.

Ο Φαίδων είχε ήδη διαβάσει όλα τα χεστικά, ακόμη και τα τασιενεργά συστατικά του Τάιντ, και μετάνιωσε που δεν είχε πάρει μαζί του την εφημερίδα.

Η λέξη, ο ορισμός και το παράδειγμα πρωτοεμφανίστηκαν στο Πλαθολόγιο του Λύο Καλοβυρνά.
Βλέπε ειδικότερα και περιοδικό τουαλέτας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ψεύτικη πορδή, ή η κλανιά που ακούστηκε ή μύρισε λιγότερο απ' όσο προοριζόταν.

- Ε εε μαλάκες, μαλάκες, ακούστε!

«Πρτ.»

- Καλά γι' αυτό μας διέκοψες; Για μια πορδήθεν; Άκου πως γίνεται κανονικά:

«ΠΠΠΠΠΠΡΠΡΡΡΡΡΡΡ!!!!»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από την λίγδα και το κοκορέτσι. Είναι βρώμα που παρατηρείται στα δόντια ενός ανθρώπου μετά από ανελέητο γλέντι του Πάσχα.

- Ρε τι έχουν τα δόντια σου; Μπόχα;
- Όχι ρε, έφαγα οβελία.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τεμπέλης.

- Όλη μέρα φαΐ, ύπνο και καυλομαχητό ο τύπος. Σκέτη κουραδομηχανή.

(από ironick, 12/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

... Από το «ρουφάω» και «κλάνω» -...ευνόητα τα περαιτέρω.
... Αναφέρεται, τόσο ΚΥΡΙΟΛΕΚΤΙΚΑ (στους αρεσκόμενους στην συγκεκριμένη πράξη) όσο και -κυρίως- μεταφορικώς με απαξιωτική έννοια...

  1. Ωχ... καημένε, αυτή τη ρουφοκλάνα βρήκες και τη βλέπεις και σα γκόμενα;

  2. Καλά... Τι περιμένεις από αυτόν τον ρουφοκλάνη... Τάξε του θέση, και δεν θα 'χει κανένα πρόβλημα...

Ντέλα Ρουφοκλάνη (από Vrastaman, 24/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνάθροιση κλανιάρηδων.

-Αμάν ρε μαλάκες, κλανοπάζαρο το κάνατε! Ανοίχτε κάνα παράθυρο τουλάχιστον!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μύξα που αποβάλλουμε κλείνοντας το ένα ρουθούνι και φυσώντας δυνατά από το άλλο, με στόχο συνήθως το πεζοδρόμιο (έδαφος γενικότερα). Αποτελεί συνήθη πρακτική των λεωφορειατζήδων, στα τέρματα. Η μονομιάς αποβολή (εκτόξευση) όλης της φτύξας αποτελεί δείγμα καλής προπόνησης. Ωστόσο αν η φτύξα κρέμεται από το ρουθούνι, συμβάλλει σε maximum effect.

- Κι εκεί που καθόμουν ήρεμα κι ωραία, νιώθω κάτι υγρό στο σβέρκο μου. Ο πισινός μου, είχε ρίξει τη φτύξα του πάνω μου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μύξα που τη ρουφάμε με δύναμη, την κατεβάζουμε στο λαιμό, και τη φτύνουμε από το στόμα... Το χρώμα της ποικίλλει από βαθύ καφέ, μέχρι πράσινο. Προκαλεί αηδία σε όλους τους γύρω.

- Αμάν με τις φτύξες σου ρε φίλε... Είσαι αηδία!
- Ε, έχω κρυώσει ρε μαν...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο βρωμιάρης, που μυρίζει τυρίλες.

- Βρωμάς, ρε τυροβρωμίκουλα. Κάνε κάνα μπάνιο επιτέλους!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified