Further tags

Λέξη-μπαλαντέρ. Χρησιμοποιείται:
1. Σαν ουσιαστικό για αν δηλώσει άτομο-αφασία.
2. Σαν επιρρηματικός κατηγορηματικός προσδιορισμός για να δηλώσει θαυμασμό ως προς κάποια κατάσταση.

  1. - Ρε συ, αφού τον ξέρεις τον Dick τι μπούγκιου τύπος είναι.

  2. - Τον έριξε κάτω, τον κλωτσούσε και ο άλλος γούσταρε! Πολύ μπούγκιου καταστάσεις λέμε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν κάποιος δεν μπορεί να κάτσει σε μια μεριά, είτε λόγω άγχους είτε λόγω χαρακτήρα.

- Πάλι θα βγεις ρε Μπάμπη; Τι θα γίνει με την πάρτη σου, κωλομυρμηγκίδα έχεις; Όλη μέρα γυρνάς δεξιά και αριστερά, θα πέσεις απ' τα πόδια σου καμιά ώρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Χαρακτηρισμός ο οποίος προσάπτεται σε πρόσωπο, αντικείμενο ή κατάσταση και δηλώνει ότι κάτι μας βρίσκει παραπάνω από σύμφωνους και πως το επικροτούμε.

  2. Πρόσωπο το οποίο δεν παραλείπει σε οποιαδήποτε περίσταση να κάνει επίδειξη (βλ. πουλάω μούρη) της οικονομικής του ευμάρειας.

  1. α)-Πώς με κόβεις με το καινούριο παπί; -Χλιδάντερος! Μιλάμε για τρελή μουνοπαγίδα!

β)-Σκέφτομαι να κάνω κατάληψη στο εξοχικό με την Ποπάρα... Λέγαμε να ρθείτε κι εσείς,τί λες;
-Χλιδάντερο!... Φίνα θα περάσουμε!

  1. -Κοίτα ρε τον πούστη τον Γιώργο... Έχει δυο φράγκα παραπάνω και τσιμπάει όποιο γκομενάκι του γυαλίσει.
    -Είδες; Το παίζει χλιδάντερος για να μας τη σπάει...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το λέμε όταν κάτι γίνεται βαρετό και μονότονο. Όταν δηλαδή αρχίζει και κουράζει, αλλά με αντικατάσταση των ζ με δ για να προκληθεί ο γέλωτας.

(...μετά από μια μακρά ανάλυση της αναγεννησιακής μουσικής)
- Και κάπου πάλι διάβασα πως το λαγούτο στην Αναγέννηση...
- Αρχίδει και κουράδει!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν κάτι μας ξενερώνει.

  1. - Παιδιά πάμε μετά για γλυκό; - Μπα... Ξενερουά...

  2. - Πώς ήταν η ταινία που είδες; - Τίποτα μωρέ... Ξενερουά λίγο αλλά εντάξει...

βλ. και αντισέξ, ντεκαβλέ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι πρωινές σηκωμάρες που συνδυάζονται με το κατούρημα, όπου δεν μπορείς να πετύχεις χέστρα.

Ξύπνησα με κάτι κατουρόκαυλες...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λιώσιμο.

- Μαλάκα γκαγκάνιασα χτες με τα έτσι και τα γιουβέτσι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτό το φαινόμενο συναντάται συνήθως σε συχνές παρέες με στενούς φίλους. Είναι όταν δύο ή παραπάνω άτομα σκέφτονται το ίδιο πράγμα την ίδια στιγμή.

- Πωω ρε μαλάκα, αυτή η σαπίλα μοιάζει με σαπισμένο κανόνι απο πίσω...
- Χαχαχα ρε μαλάκα σκευτόμουν το ίδιο ακριβώς !!
- Ωωω , μαλάκα ταυτοσκεψία . . . Σσσσσωραίοςςςς

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το συνεχές κλάσιμο για μεγάλο χρονικό διάστημα.

- Μαλάκα έκλασες;
- Άσε, αυτό δεν ήταν κλανιά, ήταν πορδοχαρά.

Πήρε φωτιά ο κώλος του απ\' την χαρά. (από Galadriel, 04/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified