Further tags

Κατάσταση απόλυτης χαλαρότητας και βαρεμάρας. Συχνά χρησιμοποιείται για να περιγράψει χρονικές περιόδους αυνανισμού, παλιμπαιδισμού και μειωμένης εγκεφαλικής δραστηριότητας.

Η ρίζα από το ισπανικό kot (κάποιος) και hemel (~άνετος) (kot'hemel). Χρησιμοποιούνταν ευρέως στη περιοχή του Πουέρτο Ρίκο για να περιγράψει τις καθημερινές καταστάσεις κατά την μεσημεριανή σιέστα.

Συχνά χρησιμοποιούμενες εκφράσεις με το λήμμα:
- Πάμε για ένα κοτεμέλ;
- Έκανα το καλύτερο κοτεμέλ της ζωής μου. - Ούτε κοτεμέλ να ήτανε.
- Στό ένα χέρι το πουλί του και στο άλλο χέρι κοτεμέλ.
- Ήπια ένα κοτεμέλ.
- Έκανα ένα κοτεμέλ.
- Έπαιξα με ένα κοτεμέλ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η άναρθρη θηλυπρεπής κραυγή από αρσενικά άτομα λόγω χαράς, ενθουσιασμού ή λόγω συσσωρευμένης gay ενέργειας. Το ξεπούστευμα συνήθως γίνεται σε δημόσιους χώρους όταν το άτομο αντιλαμβάνεται την gay στάθμη να υψώνεται μέσα του, οπότε ουρλιάζει και επανέρχεται στην αρχική αντρική του κατάσταση. Μετά από έρευνες έχει αποδειχθεί ότι το ξεπούστευμα παρά την έντασή του, περνάει απαρατήρητο (ίσως και υποσυνείδητα) από τα άτομα που βρίσκονται στον ίδιο χώρο.

- Ααααααουουυουουουω!
- Άκουσες; Κάποιος ξεπουστεύει...

(από chrismegas, 13/03/14)

Got a better definition? Add it!

Published

Το ψυχοτρύγι (ή αλλιώς, ο τρύγος ψυχών όπως αναφέρει πρώτος ο κορυφαίος προφήτης Ablahadanabla), αναφέρεται στην πλήρη κυριαρχία κάποιου πάνω σε κάποιον άλλο.

Σε παραλληλισμό με παρόμοιες εκφράσεις, τρυγώντας την ψυχή κάποιου, τον «ποουνάρεις επικά», τον στέλνεις αδιάβαστο, τον αφήνεις σέκο.

Ως έκφραση, ξεκίνησε εμπνευσμένο από ατάκα πιθανώς του Mikeius στο faeenamalaka, όπου ένας πρόθυμος αρκούδος τρυγεί το κορμί του Fred.

Εξελίχθηκε ώστε να περιλαμβάνει κάτι περισσότερο από απλώς ένα κορμί, καθώς εξ αποστάσεως (κοινώς από το ίντερνετ) δεν μπορείς να τρυγήσεις το κορμί κάποιου, αλλά μπορείς όμως να τρυγήσεις την ψυχή του, παίρνοντας ό,τι έχει αξία στην άβουλη υπαρξή του.

Άσε ρε φίλε, χτες το βράδυ έπαιζα με ενα καριόλη, δεν μπόρεσα να σηκώσω κεφάλι όλο το παιχνίδι. Μου τρύγησε την ψυχή ο πούστης. Ψυχοτρύγι όλο το βράδυ με πήγε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύνθετη λέξη που συνδυάζει τον ωφελιμισμό ως ηθική-διανοητική-πρακτική κατάσταση και τον Ελληνισμό ως στάση ζωής.

-Αυτός ο τύπος είναι ωφελληνιστής.
-Δεν του φαίνεται...
Όντως λειτουργεί ωφελληνιστικά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κοινότοπο, κλισεδιάρικο, γυναικουλίστικο, ψευτοχαρουμενίστικο, γλυκανάλατο, ποζεριάρικο, ξενικολάγνο, μουσικά κατώτερο από μια πορδή.

Ήταν μια γυναικοπαρέα πίσω μας και όση ώρα εμείς χτυπιόμασταν και χοροπηδούσαμε σαν τα κατσίκια, αυτές κάθονταν σαν ξυλάγγουρα και φύλαγαν το τραπέζι. Σε κάποια φάση βγάζουν όλες από ένα κινητό και αρχίζουν να φωτογραφίζουν η μία την άλλη με τα χαμόγελα ως τα αυτιά. Ένα λεπτό κράτησε αυτό και αμέσως μετά φύγανε. Την άλλη μέρα θα ανεβάσουν τις φωτογραφίες στο facebook για να δείξουν πόσο καλά πέρασαν... Μουζουρακομαραβεγικές καταστάσεις...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ρήμα αυτό, προέρχεται από την αγγλική λέξη για το βότανο, δηλαδή herb. Άγγλοι, και κυρίως μαύροι ως «βότανο» αποκαλούν το χόρτο ή το χασισάκι που λέμε εδώ στην Ελλάδα και εκείνος που το καπνίζει είναι ο χέρμπαλιστ. Κατ' επέκταση το ρήμα χερμπάρω σημαίνει καπνίζω μαύρο. Άλλες εκφράσεις που παραπέμπουν στη πράξη αυτή είναι: πίνω μαύρο, βοτανίζω-βοτανίζομαι, χασικλώνω, ευλογώ.

Συζήτηση φίλων στο τηλέφωνο.

- Ρε παίχτη δε μου λες, τώρα που τελείωσες τις δουλειές σου δε σκας από εδώ να χερμπάρουμε;
- Ωωω δε παίζει ρε, δεν είμαι σήμερα να πίνω ντουμάνια, έχω πράγματα να κάνω το βραδάκι και θα με ρίξει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα διάφορα καμουφλάζ που κάνεις για να βγεις στην πλαζ χωρίς να φανεί πόσο χοντρός είσαι, όπως τεράστια πουκάμισα που κρύβουν τη μπάκα, παρεό κτλ.

Ντάξει να πάμε στην παραλία, αλλά να ετοιμάσω το καμουπλάζ μου πρώτα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κρυφή και ένοχη ελπίδα ότι το μποτιλιάρισμα μπροστά οφείλεται σε τρακάρισμα και λίγο παρακάτω ο δρόμος ανοίγει. Ιδιαίτερα συχνό φαινόμενο σε μεγάλες πόλεις και κύριες οδικές αρτηρίες, ειδικά σε εποχές προ κρίσης.

- Με τέτοια κίνηση, ούτε του Αγίου Πούτσου ανήμερα δε θα φτάσουμε.
- Θα 'χει παίξει καμιά τράκα.
- Κλασική περίπτωση τρακοπτισμού.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρωτεΐνη του τρίτου κύκλου του Κρεμπς, της ανοσιοδιασταλτικής γονιδιακής φωσφατίνης, της οικογένειας των φεϊσμπουκιδών.

Εμφανίζεται σε μέσα κοινωνικής δικτύωσης είτε με απλή ενεργητική μορφή, είτε στην βαρύτερη αυτοάνοση και αυτοπαθή. Πρόκειται για την ανάγκη κάποιου να βγάζει στη φόρα τα σώψυχα, τα σώβρακα και τα γκαγκά του προς άγραν μερικών like, να δημοσιεύει hoaxes τόσο προφανή όπως «Σοκ, δείτε τον άνθρωπο που έφαγε 2.5 κιλά φασολάδα βραστερή και δεν έκλασε» ή «chain messages» σαν το κλασικό «στα 12 shares που θα γίνουν απ το δικό σου μεγαλώνει ο παργαλάτσος σου 12micron».

Η δράση της είναι άμεση, καταπραϋντική και αντιγηραντική. Εκλύεται ακόμη με δημοσίευση τραγουδιών με άποψη και σπάνιων, που κανείς δεν ξέρει όπως το «nothing else matters», «losing my religion» αν πρόκειται για ξαναμμένο ροκά ή τη «συννεφιασμένη κυριακή» αν είναι λαϊκό παιδί. Από κάτω βάζει πρώτος το like παίρνοντας την ημερήσια συνιστώμενη δόση του. Αυτή είναι και η βαριά μορφή της μεταλλαγμένης likeίνης, εφάμιλλη του αυνανισμού μπροστά σε καθρέφτη με φαντασίωση φτασμένου γαμιάς.

Ρε μαλάκα θα τη μπλοκάρω την Τασούλα απ το φουμπου, έβγαλε φωτό την πρώτη ματωμένη σερβιέτα της, τζάνκι για likeίνη έχει καταντήσει.

(από Khan, 28/11/13)(από Khan, 30/03/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι εναλλακτικές μέθοδοι ψυχοθεραπείας που έχουν να κάνουν με κατασκευή εργόχειρου-κεράκια-ρούχα για μεσήλικες κυρίες (πρώην χίπισσες συνήθως)

- Χάθηκε η Σούζη, τι να κάνει;
- Άσε, το χει ρίξει στο πλεξοτανίλ τελευταία.

Θύμα πλεξοτανίλ (από σφυρίζων, 25/11/13)(από Khan, 23/12/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified