Further tags

Το τηλεκοντρόλ (της τηλεόρασης συνήθως), όπως το αποκαλούν τα μπαρμπόιλ ή οι βλάχοι.

- Βάλε την ΕΡΤ2, που πήγε το κουμπιούτερ!
- ΝΕΤ λέγεται τα τελευταία 15 χρόνια, και είναι τηλεκοντρόλ! Μη μιλάς σαν παππούς. (προσέξτε, προφέρεται κΟΥμπιούτερ και όχι κομπιούτερ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το προφυλακτικό του παππού.

(Απο live διάλογο σε περίπτερο)

Περιπτεράς: - Τι θέλεις παππού;
Ηλικιωμένος: - Τσάκω μια περιποιημένη παπουτσοθήκη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λέξη αποτελεί την φωνητική απόδοση του αντίστοιχου αγγλικού όρου, που με τη σειρά του προέρχεται από τα αρχικά του όρου πέρσοναλ κομπιούτερ.

Η τακτική γραφής των αγγλικών με ελληνικούς χαρακτήρες, απάντηση στην ακαλαισθησία του ακατανόητου φαινομένου των γκρήκλις, δεν αρκεί, βεβαίως, για να αποδώσει στη λέξη πισί στάτους αργκό.

Αντιθέτως, το γεγονός ότι η εξάπλωση των πισί (που είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία μονοπωλιακού κολοσσού κτλ, μη με πιάσουν πάλι τα κομμουνιστικά μου) είχε ως αποτέλεσμα η λέξη αυτή να έχει και παραθετικά, δίκην επιθέτου, γεννά την ανάγκη σχετικού λήμματος.

Πισί-πίσος-πίσουλας, λοιπόν, και αίφνης η λέξη μπαίνει στο κλαμπ των ουσιαστικών με συγκριτικό και υπερθετικό βαθμό. Άξιο παρατήρησης είναι το φαινόμενο αλλαγής γένους κατά την εν λόγω διαδικασία.

Χρησιμοποιούνται μετά από κάθε γεύμα.

- Μπράβο ρε μάνα, ζωγράφισε το ροζμπίφ. (γυρνώντας στον φίλο του Νώντα που έχει έρθει για μεσημεριανό:) Χάλασε ο πίσος, ρε πούστη, και πρέπει να τον πάω για φτιάξιμο... Πρέπει να είναι η μάδερμπορντ.
(Νώντας, με έκπληξη μπροστά στον επικείμενο χρηματικό πέοντα:)
- Μάδερφάααακερ!!

(από Khan, 04/04/14)

Δες και μάκης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το χέσιμο + στούκας (τα μαχητικά αεροπλάνα της Βέρμαχτ).

Το φαγητό που προκαλεί γερό και άμεσο χέσιμο. Απαραίτητο συμπλήρωμα της καθημερινής μας διατροφής, αποτελεσματικό κατά της δυσκοιλιότητας.

- Αγάπη μου, τι μαγείρεψες σήμερα;
- Χωριάτικο λουκάνικο με αγκινάρες, και μελιτζάνες ιμάμ.
- Όχι ρε πούστη, πάλι χεστούκας θα φάμε; Αφού σου είπα ότι έχω προπόνηση το απόγευμα...

Got a better definition? Add it!

Published

Το μηχάνημα που χρησιμοποιείται για τη παρασκευή του φραπέ (κοινώς χτυπητήρι).

Ρε Νώντα, τσάκα μια το φραπεδάιζερ, ναούμε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αλοιφές, λοσιόν, κρέμες, σπρέι, ματζούνια και ο,τιδήποτε άλλο απλώνουμε στο δέρμα μας - ειδικά αν είναι λιπαρό ή γλοιώδες και έχει έντονη μυρωδιά.

Ειδικότερα, ο όρος έχει τέλεια εφαρμογή στα κάτωθι:

  1. καλλυντικές κρέμες και μέικ απ
  2. αντιηλιακά και λοσιόν μαυρίσματος
  3. εντομοαπωθητικά π.χ. Autan

- Καλά ρε μανούλα μου, είναι δυνατόν να ξέχασες πάλι τα πασαλειψατέρ; Ντάλα μεσημέρι ... θα καψοκαούμε... αφού είπες ότι τα είχες βάλει στην τσάντα με τις πετσέτες ...

Got a better definition? Add it!

Published

Το post-it.
Μέσα στην φιλολογία για post-rock, post-punk, post-jazz και γενικά post-οτιδήποτε, υπάρχουν και ορολογίες, όπως μετα-μοντέρνο, που έχουν αποδοθεί και στα ελληνικά. Στα πλαίσια της λογικής ότι πλέον οποιοδήποτε ρεύμα προσδιορίζεται είτε από αυτό που αντικαθιστά, είτε με το σημείο τομής που σηματοδοτεί τη νέα εποχή στην εν λόγω τέχνη, έχει προταθεί και ο διαχωρισμός της λογοτεχνίας φαντασίας σε δύο περιόδους. Η πρώτη προηγείται του The It του Stephen King και αποκαλείται λογοτεχνία φαντασίας, και η δεύτερη έπεται αυτού και ονομάζεται post-it. Ο ανώνυμος γλωσσοπλάστης, ειρωνευόμενος τον συρφετό των μετα-ό,τινάναι, χρησιμοποιεί την ελληνική απόδοση του ανεγνωρισμένου αυτού φιλολογικού όρου για να αποδώσει την εμπορική ονομασία ενός ευτελούς, πλην χρήσιμου, προϊόντος από την βαρβαρικήν εις την ελληνικήν.

Κόλλα ένα μετα-αυτό στο ψυγείο γιατί θα το ξεχάσω, και δεν αντέχω την κρεβατομουρμούρα μετά.

βλ. και στίχλες

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κάμερα κλειστού κυκλώματος, σαν κι αυτές που υπάρχουν για να κόβουν κίνηση στα αεροδρόμια, έξω από επαύλεις, στις ρεσεψιόν μεγάλων ξενοδοχείων, στα mall, σε διασταυρώσεις, στην Εθνική Οδό - βασικά, παντού.

- Ρε μαλάκα, ξέρεις τι διάβασα; Στην Αγγλία, λέει, βγάλανε κάτι μπανιστηροκάμερες που βλέπουν μέσα απ' τα ρούχα ... μη τυχόν και κρύβεις κάτι ...
- Εμ, κάτι ήξερε η γιαγιά μου που έλεγε "παιδάκι μου, καθαρό σώβρακο κάθε πρωί γιατί δεν ξέρεις ποιος μπορεί να το δει ..."

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ενοχλητικό αντικείμενο με την μοναδική ιδιότητα να βρίσκεται πάντα στην απολύτως λάθος θέση. Η χρησιμότητά του είναι συνήθως αντιστρόφως ανάλογη του όγκου του και αποτελεί μόνιμο εμπόδιο σ' αυτό που θέλουμε να κάνουμε βιαστικά ή με ακρίβεια, με αποτέλεσμα να τα κάνουμε γιάμπαλα ή να αγοράζουμε οικόπεδο.

Φυσικός εχθρός του οποιουδήποτε μπόρδοκλα είναι η μίνιμαλ τάση στην εσωτερική διακόσμηση, ενώ το κιτς, το μπαρόκ, το ρουστίκ, το κλασικό και γενικά όλα τα υπόλοιπα στυλ διακόσμησης αποτελούν το φυσικό του περιβάλλον.

1
- Μεγάλος μπόρδοκλας αυτός ο μπουφές της θείας σου της Μερόπης...
- Μετρημένα τα λόγια σου για τη θεία μου αχαΐρευτε. Είχες δει εσύ στο χωριό σου τέτοιο μπουφέ...

2
- Και κάνω μία έτσι να πιάσω το τηλεσβηστρόλ από το πάσο και δίνω μία σ' αυτή τη μαλακία το λαμπατέρ που έβαλε η γυναίκα μου (και πλήρωσε ο μαλάκας βέβαια...) και φεύγει στο πάτωμα και γίνεται γιάμπαλα. Και της το 'χα πει ότι είναι μέγας μπόρδοκλας κι εκείνη μου 'πε ότι εγώ είμαι ατσούμπαλος και το λαμπατέρ είναι λέει αντικείμενο τέχνης, αλλά πού να ξέρω εγώ από τέτοια.

Got a better definition? Add it!

Published

Ο φράκτης που η επιφάνεια του δεν είναι λεία, κοινώς η μάντρα.

- Πού χτύπησες;
- Άσε... Την ώρα του σεισμού πανικοβλήθηκα και πήδησα τον αγριόφρακτο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified