Further tags

Κοροϊδευτικός, περιπαικτικός χαρακτηρισμός ομοφυλόφιλου ανδρός. Σύνθετη λέξη εκ των χαϊδεύω και κώλος, αναφέρεται στην τάση για χάιδεμα των οπισθίων άλλου ανδρός ή των δικών τους από άλλον. Η χρήση για γυναίκες (ομοφυλόφιλες και μη) είναι λανθασμένη και θα πρέπει να αποφεύγεται.

Συνώνυμα: αδελφή, συκιά, πισωγλέντης, κουνιστή, γυναικωτός, κίναιδος, πούστης, gay και διάφορες παραφράσεις αυτών (αδέλφω, καπετάν-Πισωγλέντης, κουνίστρα κ.λπ.)

- Δεν το 'χα πάρει πρέφα ρε συ ότι ο Γιακουμής τον παίρνει.
- Έλα ρε μαλάκα, ξεκόλλα! Ο Γιακουμής χαϊδοκώλης;
- Ε άμα σε λέω. Την έπεσε στον Μηνά κανονικά. Γάμησέ τα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που έχει μικρό πέος.

Η Άννα δεν έχει πρόβλημα με τους μικροτσούτσουνους. Βασικά, δεν έχει πρόβλημα με κανέναν...

(από Galadriel, 07/03/09)Οβελίξ ο μικροτσούτσουνος (από allivegp, 30/06/09)Να γιατί αρκούσε ένα φύλλο συκής για να το καλύψει. (από Khan, 06/08/09)(από Khan, 20/05/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τεχνικός όρος των εν Ελλάδι αγώνων αυτοκινήτου. Παρά την αναφορά σε θηλυκό όνομα, αποδίδεται σε οδηγούς που γενικώς δεν το έχουν ρε παιδάκι μου. Επειδή η αγωνιστική οδήγηση θέλει χέρια, ο αργός και φοβητσιάρης οδηγός λέγεται κουλός. Το δεύτερο συνθετικό Μαρία βάζει ακόμη μια κοροϊδευτική πινελιά, εννοώντας προφανώς ότι της Μισέλ Μουτόν εξαιρουμένης, η αγωνιστική οδήγηση είναι για άνδρες και ο συγκεκριμένος τύπος οδηγεί σαν γυναίκα. Πάντως αν ασχολείσαι με το άθλημα, δεν είναι καλό πράγμα να σε χαρακτηρίσουν έτσι και ή παράτα τα ή σοβαρέψου επιτέλους.

- Τον μάγκωσα σε τρεις ειδικές τον μαλάκα και μ' έκοψε πάνω που πήγαινα για βάθρο.
- Αφού είναι κουλομαρία ρε μαλάκα, τώρα θα τον μάθεις το Βρασίδα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ολίγη από παρτσακλό, ολίγη από ντιπ για ντιπ αλλού, το πιριπιτσόλι (ενίοτε και πιρπιστόλι) απαντάται σε όλη την ελληνική επικράτεια. Είναι συνήθως γένους θηλυκού, αν και σπάνια έχουν καταγραφεί εμφανίσεις αρσενικών πιριπιτσολιών. Είναι ένα αλαφροΐσκιωτο πλάσμα, άκακο για το ευρύ κοινό και δεν έχει γνωστούς εχθρούς στο ζωϊκό βασίλειο. Παρά ταύτα, η εν γένει χαζοχαρούμενη διάθεσή του, ενίοτε κουράζει και εκνευρίζει. Η έννοια έχει και μια ενδυματολογική διάσταση, αφού το πιριπιτσόλι προσομοιάζει σε χαρμπαγιάγκαλο.

Ρε συ, τι πιριπιτσόλι είναι αυτή η Ντέπυ; Κατ' αρχήν όλο φοράει κάτι περίεργα σαν φάσιονβίκτιμ ένα πράμα. Κάτι παρδαλά, κάτι μυστήρια. Και όλο χαχανίζει, ρε πούστη μου. Της έλεγα για τον ΠΑΟΚ προχθές κι αυτή γελούσε. Τι γελάς μωρή, της λέω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεκτικά, αυτός που χύνει πολύ. Μεταφορικά λέγεται με ειρωνεία για να χαρακτηρίσει άτομα που το παίζουν γαμιάδες, μάγκες, αρχηγοί κτλ. Το επίθετο πιθανόν να προέρχεται από τις λέξεις χύσια και αμολάω ή, κατά μιαν άλλην άποψη, από το παλιό κόμικ Τιραμόλα. Οι γλωσσολογικές μελέτες δεν έχουν αποφανθεί ακόμα με σιγουριά...

  1. - Τι είναι αυτός ο Peter North* ρε συ; Μία ώρα χύνει, τις ασπρίζει τις γκόμενες! - Χυσαμόλας, όχι μαλακίες!!
  • Κλασικός αστέρας εκπαιδευτικών ταινιών, με πλούσια παραγωγή στον χώρο της έβδομης τέχνης.
  1. - Λοιπόν εγώ τη μικρή θα τη γαμήσω, κι ο γκόμενός της να πάρει τον πούλο... Άντε μην τον γαμήσω και αυτόν! - Σιγά ρε χυσαμόλα, κατούρα και λίγο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βασικά, φλώρος που το παίζει σκληρός. Και καλά.

- Θα του κάνω τα μούτρα κρέας, θα το γαμήσω το πουστράκι το ιμο.
- Ίσα ρε γαμαωδέρνουλα. Κατούρα και λίγο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο του μαλακοπίτουρα και σωρείας άλλων σύνθετων λέξεων με πρώτο συνθετικό το μαλάκας. Ο μαλακοπέρδουλας είναι η τελευταία μετάλλαξη του μαλάκα, ώστε να κρατιέται πάντα στη μόδα. Πώς η Porsche βγάζει εδώ και σαρανταφεύγα χρόνια την 911 και συνεχώς την εξελίσσει ώστε να συμβαδίζει με την εποχή; Ε, το ίδιο πράμα.

- Μας γκάστρωσε ο μαλακοπέρδουλας. Μία ώρα δεν έβαλε γλώσσα μέσα. Και με είχε βάλει πρώτο θρανίο και να μην μπορώ να κοιμηθώ... Τα είδα όλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η χαμηλοβλεπούσα, κυριολεκτικά αυτή που κοιτάει συνεχώς κάτω σαν να καμαρώνει τα παπούτσια της. Αυτές να φοβάσαι παιδάκι μου, έλεγε η γιαγιά μου.

- Είναι σεμνό κορίτσι η Ευθαλία. Μάτια δε σηκώνει να σε κοιτάξει. Καμαρωπαπούτσω σωστή.
- (Μωρέ και 'γω για έναν πούτσο τη θέλω).
- Τι;
- Τίποτε. Λέω: κι εγώ μια τέτοια θέλω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός ο οποίος:

  1. Πηγαίνει με αλλοδαπές
  2. Δεν ξέρει με πόσες έχει πάει.

- Είδα τον Νίκο ρε συ προχτές!
- Τί κάνει αυτός ο μπασταρδομούνης;
- Γιατί τον λες έτσι;
- Όλο με κάτι Αφρικανοπακιστανές τη βγάζει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι σύνθετη λέξη και χαρακτηρίζει γυναίκες ή πούστηδες. Χαρακτηρίζει δηλαδή μία γυναίκα:
1. που της αρέσει το σεξ
2. πάει με όλους σαν πόρνη
3. έχει διεστραμμένες φαντασιώσεις που τις κάνει συνήθως πράξη
4. που της αρέσουν οι μαλάκες και η μαλακία
5. που γλείφει πούτσους με απίστευτη τέχνη και ομορφιά.

- Μαλάκα και γαμώ η γκόμενα!
- Μη την βλέπεις έτσι! Είναι σεξοπορνοδιαστροφική μαλακοπουτσογλείφτρα. Έχει πάει με τη μισή Αθήνα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified