Παππάς κουνιστός.
Πήγα να εξομολογηθώ και με ζαχάρωνε. Ουστ ρε πρωκτόπαππα!
Got a better definition? Add it!
Ο άνδρας που ενώ μαζεύει πολλές γυναίκες κοντά του, τελικά δεν καταφέρνει να κάνει και πολλά, παραμένοντας στην κουβεντούλα, τα χαχανίσματα και όλα αυτά πριν την ουσία.
Σχετικό λήμμα: γκομενοφύλακας, γκομενοβοσκός
- Πώς τις καταφέρνει ο Μάκης ρε φίλε τόσες γυναίκες κάθε φορά;
- Τι καταφέρνει; Τις μαζεύει, τους λέει αστειάκια κι αυτό είναι όλο. Τελικά με το πουλί στο χέρι μένει. Μουνοβοσκός ο Μάκης.
Got a better definition? Add it!
Ο βλάκας αλλά και μαλάκας.
βλάκας + λακαμάς (μαλάκας στα ποδανά) = βλακαμάς
-Εδώ κάνεις κλικ, όχι εκεί πάνω. Βλακαμά!
Got a better definition? Add it!
Γυναίκα κοντή με μικρό κεφάλι και γυαλιά rayban.
- Ρε Τάκη, από πότε οι μύγες έχουν μαλλιά;
- Από τότε που γεννήθηκε αυτή η κοπέλλα απέναντι.
Got a better definition? Add it!
Αυτός που φυτρώνει εκεί που δεν τον σπέρνουν, που πετάγεται παντού και πάντα, ο αδιάκριτος.
Και πάμε που λες με το γκομενάκι στην κρεβατοκάμαρα και πάνω που πάει να γίνει το μουχαμπέτι, μπαίνει μέσα ο μαλάκας ο Σάκης σα σφηνόπουτσα και ρωτάει αν χωράει κι αυτός!
Βλέπε και στο ξεκαύλωτο.
Got a better definition? Add it!
Ειρωνικό παρατσούκλι για τον κ. Χριστόδουλο. Προκύπτει από:
μαύρη μπέρτα + Χριστόδουλος = Μπερτόδουλος
-Άκουσες το καινούργιο ανεκδοτάκι του Χριστόδουλου;
-Άσε με μωρέ με το Μπερτόδουλο και τις σάχλες του. Ο άνθρωπος έχει περισσότερο airtime κι από το Σεφερλή.
Got a better definition? Add it!
Εφαψίας.
- Είχε μεγάλο στριμωξίδι στο μετρό το πρωί και βρήκε ευκαιρία ένας ψυχάκιας χούφτερμαν να χουφτώσει μια γυναίκα. Έφαγε όμως με τη σειρά του μια τσιμπιά στα παπάρια κι ακόμα σκούζει ο ανώμαλος.
Got a better definition? Add it!
Είναι το θηλυκό που όχι μόνο έχει κουνιστό κώλο, αλλά και «φιλόξενο».
Σχετικό λήμμα: τσαπερδόνα.
Καλύτερα να πας με τη ξανθιά. Είναι αυτή μια τσαπερδονοκωλοσφυρίχτρα ..... Θα σου ξηγηθεί και οθωμανικό σούπερ!
Σχετικά: τσαχπινιάρης, τσαχπινογαργαλόπουστα, τσαχπινογαργαλιάρα, τσαχπινομπιρμπιλογαργαλιάρης, τσαπερδονοκωλοσφυρίχτρας
Got a better definition? Add it!
Ανθρωποειδές αρσενικού φύλου, το οποίο είναι διατεθειμένο να κάνει οτιδήποτε, παρά τη θέλησή του, μόνο και μόνο επειδή του το ζήτησε κάποια κοπέλα, χωρίς αυτό να συνεπάγεται ότι η κοπέλα είναι όμορφη, ή ότι πρόκειται να παιχτεί κάποια φάση με αυτή.
Οι «επιστήμονες» πιστεύουν ότι τέτοια φαινόμενα οφείλονται στην απελπισία που προέρχεται από την αγαμία.
- Τι μουνόδουλος είναι αυτός ο Βαγγέλης ρε παιδί μου!!! Χάρισε το μόνο ενθύμιο της πείνας των διακοπών στην Ιωάννα, επειδή του το ζήτησε με υφάκι.
Σχετικό: μουνοείλωτας, μουνοσαλιάρης, μουνοτρέχας, πουτόπιστος, χαζομούνης
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Βλάκας + Μαλάκας
-Μας τα 'πρηξε πάλι ο βαλάκας ο Μάνος.
Got a better definition? Add it!