Πέρνει φλόκια, σφαλιάρες, πουτσοσκάμπιλα. Είναι η φλακιόλα σου. Όλοι έχουμε μια φλακιόλα (έστω και στη φαντασία μας).
Αχ αυτή η φοιτητριούλα θα 'θελα να ήταν η φλακιόλα μου.
Πέρνει φλόκια, σφαλιάρες, πουτσοσκάμπιλα. Είναι η φλακιόλα σου. Όλοι έχουμε μια φλακιόλα (έστω και στη φαντασία μας).
Αχ αυτή η φοιτητριούλα θα 'θελα να ήταν η φλακιόλα μου.
Got a better definition? Add it!
Ο μαλάκας με λεφτά, ο πλούσιος μαλάκας.
- Άσε, μου την έπεσε σήμερα ένας μαλάκας...
- Μαλάκας ή μαλαcash;
Got a better definition? Add it!
Εκείνος στον οποίο αποδίδεται ο χαρακτηρισμός καθίκι και ταυτόχρονα ονομάζεται Αντρέας. Η σωστή προφορά της ως άνω βρισιάς απαιτεί κοφτό τονισμό στο πρώτο συνθετικό της λέξης, προκειμένου να επιτευχθεί η μέγιστη συναισθηματική εκτόνωση του βρίζοντος.
Δε ντράπηκε λίγο εκείνος ο καθίκαντρεας, να πει για μένα τέτοια πράγματα!
βλ. και μαλακαντρέας
Got a better definition? Add it!
Επίσης και ναισεόλας (κατά το παρτόλας;).
Αυτός που είναι αντίθετος στο πνεύμα της εορτής του «Όχι» της 28ης Οκτωβρίου που γιορτάζουμε σήμερα, δηλαδή αυτός που λέει «ναι σε όλα», και είναι επομένως yes man, μειοδοτικός, ή και προδότης. Η έκφραση εννοεί κυρίως βουλευτές που υπερψήφισαν στο κοινοβούλιο τα Μνημόνια σε όλους τους όρους τους με την χαρακτηριστική φράση «ναι σε όλα», αλλά μπορεί να σημάνει και ευρύτερα τον μειοδοτικό προδότη που παραχωρεί τα πάντα.
Πάσα: Gatzman.
ΜΗΝ ΠΙΣΤΕΥΕΤΕ ΤΟΥΣ ΝΑΙΣΕΟΛΑΤΖΗΔΕΣ ΒΟΛΕΥΤΕΣ…
ΜΗΝ ΠΙΣΤΕΥΕΤΕ ΤΟΥΣ ΔΟΛΟΦΟΝΟΥΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ…
ΜΗΝ ΤΟΥΣ ΑΦΗΝΕΤΕ ΣΕ ΧΛΩΡΟ ΚΛΑΡΙ…
ΟΠΟΥ ΤΟΥΣ ΔΕΙΤΕ, ΟΠΟΥ ΤΟΥΣ ΒΡΕΙΤΕ ΠΡΟΓΚΙΞΤΕ ΤΟΥΣ, ΚΡΑΞΤΕ ΤΟΥΣ, ΜΠΟΥΓΕΛΩΣΤΕ ΤΟΥΣ, ΠΑΡΤΕ ΤΟΥΣ ΜΕ ΤΙΣ ΠΕΤΡΕΣ. (Φωνακλάςεδώ).
ΘΑ ΚΡΕΜΑΣΤΕΙΤΕ ΣΤΟ ΓΟΥΔΙ ΟΛΟΙ ΟΙ ΝΑΙΣΕΟΛΑΤΖΗΔΕΣ ΜΑΖΙ ΜΕ ΤΟ ΑΦΕΝΤΙΚΟ ΣΑΣ ΤΟΝ ΓΑΠ ΤΑ ΑΔΕΡΦΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΜΑΥΣΩΛΕΙΟ ΤΗ ΜΑΝΑ ΤΟΥ (Άλλος φωνακλάς εκεί).
Got a better definition? Add it!
Πρόκειται για επιστημονική έκφραση (εξ ου και η γέννηση της προέρχεται από τον πανεπιστημιακό χώρο) της λούγκρας, του φλώρου, της επιμελημένα συγκαλυμμένης αδερφάρας. Για το λόγο αυτό συνιστάται η προσεκτική προσέγγιση και ακουστική της εν λόγω λέξης επειδή η πολυσυλλαβικότητα της εμποδίζει την κατανόηση της και την εις βάθος ερμηνεία της.
- Ωχ έρχεται η αδερφάρα. Θα μας ζαλίσει πάλι.
- Καλημέρα στα παιδιά. Τι κάνετε;
- Που ' σαι μωρή καραλουλουκοκεφτεδομπιφτεκόσκονη; Ποιο μπαστούνι γυάλιζες πάλι χθες και άργησες σήμερα;
Got a better definition? Add it!
Τελευταίο στάδιο Pokemon του τζιβάτου, ίσως με εξειδίκευση και μετεκπαίδευση στον σιτσουασιονισμό ή λικβινταρισμό (εκ των situation και liquidation, κοινώς ο μπαχαλάκιας) ή τον αλκοολισμό ή την πρέζα. Καμία σχέση πάντως με όλους εμάς τους βολεμένους αστούς και λοιπές πόρνες του καπιταλισμού.
Πιθανόν να μιλάμε για εξέλιξη του κοινού ορκ και όχι απαραίτητα τζιβάτου.
- Δεν ξαναπάτησα σε πάρτι στο Πολυτεχνείο από τότε που κουρεύτηκα και άρχισαν να με στραβοκοιτάνε οι διάφοροι εξαρχειωμένοι τύποι.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Μετάφραση του peckerbreath, αυτός που έχει δύσοσμη αναπνοή.
- Φύγε από εδώ, βρομίσαμε, πουτσόχνωτε!
- Πολύ πουτσόχνωτος ο πούστης, βρωμάει και ζέχνει!
Got a better definition? Add it!
Γυναίκα μειωμένων πνευματικών ικανοτήτων, ανόητη, χαζοβιόλα. Αντίστοιχα και το αρσενικό: παπαρόπουλος.
- Πάλι μούσκεμα τα έκανε η α.α. Γενική Δ/ντρια.
- Μα τι παπαροπούλα είναι αυτή...
Got a better definition? Add it!
Άνθρωπος ιδιαίτερα εκνευριστικός που λέει συνέχεια κουταμάρες, σπασαρχίδης, βλακίστατος.
Από την αντωνυμία μας και τα κουνώ (καλό είναι να αποφεύγεται η χρήση σε τυπικές μορφές επικοινωνίας).
Θηλυκό: μαστακουνάκω.
- Πως σου φάνηκε η διάλεξη γλωσσολογίας του κυρίου καθηγητή;
- Πωπώ… μεγάλος μαστακουνάκης ο άνθρωπος!
Σύντεκνος του κ. Μαστακουνά και μπατζανάκης του κ. Μαστακλάνη. Δες και -ίδης, -ογλου, -όπουλος, χατζη-.
Got a better definition? Add it!
Σλανγκιστική προσβολή που εστιάζει στην χαμηλή ευφυΐα ή/και στις περιορισμένες τεχνοπρακτικές ικανότητες του δέκτη.
Προφανούσλυ, προέρχεται από το αρτικόλεξο Α.Μ.Ε.Α. (άτομα με ειδικές ανάγκες). Καθότι όμως το Α.Μ.Ε.Α. καταλήγει σε Α, παραπέμποντας σε μπληθυντικό, σλαγκίζεται στην μορφή αμέο για τον χαρακτηρισμό ενός προσώπου.
Χρησιμοποιείται παρόμοια και αποτελεί (πολιτικάλυ ινκορέκτ) συνώνυμο λέξεων όπως γιωτάς , Κατέλης, τούβλο, κρέας.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified