Ο λεκές από κουνούπι ή σκνίπα συνήθως τους καλοκαιρινούς μήνες.
Ο Αγησίλαος είχε γεμίσει τους τοίχους κουνουπέδες μέσα στο δωμάτιο που κοιμόταν. Λογικό, τον είχα καταφάει τα άτιμα.
Ο λεκές από κουνούπι ή σκνίπα συνήθως τους καλοκαιρινούς μήνες.
Ο Αγησίλαος είχε γεμίσει τους τοίχους κουνουπέδες μέσα στο δωμάτιο που κοιμόταν. Λογικό, τον είχα καταφάει τα άτιμα.
Got a better definition? Add it!
Ο τύπος τουρίστα -συνήθως από βορειοευρωπαϊκή χώρα- που φοράει κατακαλόκαιρο πέδιλα με κάλτσες, παρουσιάζοντας αντιαισθητικό θέαμα για τα δεδομένα του καλοκαιριού της Ελλάδας και ο οποίος δεν έχει ιδέα ότι συνιστά αισθητική παραφωνία.
Συνώνυμα: καλτσοπεδιλούχος.
-Πέρασαν δύο καλτσοπέδιλοι τουρισταράδες.
-Καλά, ούτε ζεσταίνονται, ούτε τους νοιάζει το θέαμα που παρουσιάζουν...
Got a better definition? Add it!
Σλανγκ της Μαίρης της Παναγιωταρά, μιας εργαζόμενης μητέρας, μιας καλής νοικοκυράς.
Χαλώνουμε (βάζουμε τα χαλιά) με το που πιάνει κρύο, ξεχαλώνουμε (βγάζουμε τα χαλιά όταν ζεστάνει ο καιρός).
-Ε Μαράκι, χάλωσες ακόμα;
-Μπα, ακόμα αντέχεται ο καιρός. Λέω να χαλώσω τον επόμενο μήνα.
Got a better definition? Add it!
Τα διάφορα καμουφλάζ που κάνεις για να βγεις στην πλαζ χωρίς να φανεί πόσο χοντρός είσαι, όπως τεράστια πουκάμισα που κρύβουν τη μπάκα, παρεό κτλ.
Ντάξει να πάμε στην παραλία, αλλά να ετοιμάσω το καμουπλάζ μου πρώτα!
Got a better definition? Add it!
Ο ειδικός χορός με μικρά, χοροπηδητά βηματάκια, παρόμοιος με ορισμένους ποντιακούς, που κάνει κανείς σε αμμώδη παραλία από τις 12 έως τις 17.00, όταν, βγαίνοντας από τη θάλασσα, έχει να περπατήσει απόσταση μεγαλύτερη απ' όση αντέχουν οι πατούσες του μέχρι να φτάσει στην πολυπόθητη πετσέτα του. Θερμοκρασία άμμου: άνω των 45° C.
Άρχισε Λίτσα την αμμούμπα γιατί θα βγάλω φουσκάλες μέχρι να φτάσουμε στην πετσέτα!
Got a better definition? Add it!
Ο γυμνασμένος, συνήθως αντιπαθής άνδρας που αρέσκεται να επιδυκνείει τα μούσκουλά του σε νεαρές κορασίδες στις παραλίες το καλοκαίρι.
Η λέξη προέρχεται απο τις δημοφιλείς ρακέτες, κατεξοχήν σπορ των ατόμων αυτών στην παραλία.
Τσέκαρε πώς κορδώνεται ο μπρατσορακέτας για να τον δει η γκόμενα!
Βλ. και σφίχτερμαν, σφίχτης, μπονταίος, πρησμένος, σβάρτσος.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο τύπος που διατηρεί δωμάτια προς ενοικίαση ή αλλιώς rooms-to-let σε ακτίνα 10 χλμ από οποιαδήποτε παραλία.
- Φίλε σε έφτιαξα φέτος, θα πάμε διακοπές Καλλιθέα σε έναν γνωστό που έχει δωμάτια. Θα μας κάνει καλή τιμή.
- Τι λες ρε που θα πάμε στον θείο σου τον γδάρτη πάλι! Σιγά μη δουλεύω 3 μήνες για να μου τα φάει ο ρουμλετάς!
Got a better definition? Add it!
Μετά την κλιματική αλλαγή οι εποχές στην Ελλάδα έγιναν δυο:
Σεπτέμβρης - Φλεβάρης: καλοκαίρι
Μάρτης - Αύγουστος: καλυτεροκαίρι
Κάποιο καλυτεροκαίρι... τυχερό αστέρι...
Got a better definition? Add it!
Το δεύτερο μαξιλάρι-ρεζέρβα που συνήθως χρησιμοποιείται για να μπαίνει ανάμεσα στα σκέλια κατά τη διάρκεια του βαθέως ύπνου (στάδια 3 & 4) προς αποφυγήν εφίδρωσης των γλουτών, κυρίως κατά τους θερινούς μήνες στις μεσογειακές χώρες.
Η ονομασία προέρχεται από την -κατά περίπτωση συχνή ή λιγότερο συχνή- συνήθεια του χρήστη να πέρδεται ακουσίως κατά τη διάρκεια του ύπνου, με συνέπεια το εν λόγω μαξιλάρι να γίνεται δέκτης δύσοσμων αερίων.
Σαν αξεσουάρ είναι λίαν βοηθητικό και πρακτικό, εκτός από τις περιπτώσεις εκείνες, που (1) μπερδεύεται με το κανονικό μαξιλάρι του χρήστη και (2) ο κοιμώμενος χρησιμοποιεί ως τέτοιο το μαξιλάρι της/του συγκοιμώμενης /-νου γκόμενας / συζύγου, κτλ.
Άσε φίλε, μπέρδεψα χθες το μαξιλάρι μου με το κλανομαξίλαρο και το πρωί έζεχνα κλανίλα!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Το φαινόμενο κατά το οποίο το καλοκαίρι μαυρίζει το χέρι από το μανίκι του κοντομάνικου και κάτω. Λέγεται έτσι επειδή συναντάται συχνά στους ταρίφες, που βγάζουν το χέρι έξω από το παράθυρο τους ζεστούς μήνες και τους το λιώνει ο ήλιος 8 ώρες τη μέρα.
- Πςςςς, πώς μαύρισες έτσι ρε;!
- Μπα, αρχίδια, μόνο ταριφόχερο έχω φτιάξει...
Got a better definition? Add it!