Το φαινόμενο κατά το οποίο το καλοκαίρι μαυρίζει το χέρι από το μανίκι του κοντομάνικου και κάτω. Λέγεται έτσι επειδή συναντάται συχνά στους ταρίφες, που βγάζουν το χέρι έξω από το παράθυρο τους ζεστούς μήνες και τους το λιώνει ο ήλιος 8 ώρες τη μέρα.

- Πςςςς, πώς μαύρισες έτσι ρε;!
- Μπα, αρχίδια, μόνο ταριφόχερο έχω φτιάξει...

ιδιάζουσα περίπτωσις (από xalikoutis, 23/10/08)Ταριφόχερα μέιντ ιν Ίνγκλαντ. (από Cunning Linguist, 07/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο λεκές από κουνούπι ή σκνίπα συνήθως τους καλοκαιρινούς μήνες.

Ο Αγησίλαος είχε γεμίσει τους τοίχους κουνουπέδες μέσα στο δωμάτιο που κοιμόταν. Λογικό, τον είχα καταφάει τα άτιμα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ειδικός χορός με μικρά, χοροπηδητά βηματάκια, παρόμοιος με ορισμένους ποντιακούς, που κάνει κανείς σε αμμώδη παραλία από τις 12 έως τις 17.00, όταν, βγαίνοντας από τη θάλασσα, έχει να περπατήσει απόσταση μεγαλύτερη απ' όση αντέχουν οι πατούσες του μέχρι να φτάσει στην πολυπόθητη πετσέτα του. Θερμοκρασία άμμου: άνω των 45° C.

Άρχισε Λίτσα την αμμούμπα γιατί θα βγάλω φουσκάλες μέχρι να φτάσουμε στην πετσέτα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τύπος που πάει για μπάνιο στη Βάρκιζα με πλήρη στολή δύτη, μαχαίρι στο πόδι και ψαροντούφεκο για φαλαινοκαρχαρίες (γιατί ως γνωστόν, στη Βάρκιζα, οι φαλαινοκαρχαρίες έρχονται μέχρι έξω και τους πετάνε παπάρες οι θαμώνες των παραλιακών ρεστωράν).
Επίσης φοράει σούπερ επαγγελματικό ρολόι καταδύσεων που αντέχει μέχρι 800 μέτρα βάθος, 35 ατμόσφαιρες πίεση, 5 εκρήξεις υποθαλάσσιων ηφαιστείων και 2 τρακαρίσματα με πυρηνικό υποβρύχιο, ενώ διαθέτει και φακό για την άβυσσο, ανοιχτήρι για στρείδια, πυροφάνι για καλαμάρια, κλουβί για τα σκυλόψαρα, μπιμπερό για ορφανά φαλαινάκια και πατώντας ένα κουμπί φωσφορίζει η φωτογραφία του Κουστώ.

Γεια σου Χρήστο λουοδύτη που πλατσουρίζεις στα ρηχά σαν φώκια!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο γυμνασμένος, συνήθως αντιπαθής άνδρας που αρέσκεται να επιδυκνείει τα μούσκουλά του σε νεαρές κορασίδες στις παραλίες το καλοκαίρι.

Η λέξη προέρχεται απο τις δημοφιλείς ρακέτες, κατεξοχήν σπορ των ατόμων αυτών στην παραλία.

Τσέκαρε πώς κορδώνεται ο μπρατσορακέτας για να τον δει η γκόμενα!

Βλ. και σφίχτερμαν, σφίχτης, μπονταίος, πρησμένος, σβάρτσος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τύπος τουρίστα -συνήθως από βορειοευρωπαϊκή χώρα- που φοράει κατακαλόκαιρο πέδιλα με κάλτσες, παρουσιάζοντας αντιαισθητικό θέαμα για τα δεδομένα του καλοκαιριού της Ελλάδας και ο οποίος δεν έχει ιδέα ότι συνιστά αισθητική παραφωνία.

Συνώνυμα: καλτσοπεδιλούχος.

-Πέρασαν δύο καλτσοπέδιλοι τουρισταράδες.
-Καλά, ούτε ζεσταίνονται, ούτε τους νοιάζει το θέαμα που παρουσιάζουν...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τύπος που διατηρεί δωμάτια προς ενοικίαση ή αλλιώς rooms-to-let σε ακτίνα 10 χλμ από οποιαδήποτε παραλία.

- Φίλε σε έφτιαξα φέτος, θα πάμε διακοπές Καλλιθέα σε έναν γνωστό που έχει δωμάτια. Θα μας κάνει καλή τιμή.
- Τι λες ρε που θα πάμε στον θείο σου τον γδάρτη πάλι! Σιγά μη δουλεύω 3 μήνες για να μου τα φάει ο ρουμλετάς!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η παραλία μετά μπιτς-μπαρ.

Αρχικά ο όρος είχε θετική αύρα αλλά με τον καιρό, θες γιατί παράγιναν τα μπιτς μπαρ, θες γιατί γερνάμε, τώρα νοείται η παραλία που σου σπανε τα κροκάδια με τα ντάπα-ντούπα.

- Πάμε Φούρκα;
- Να πάτε, εγώ μπαραλία δεν γουστάρω, θα την κάνω για Δεύτερο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το Κουνουπακιστάν είναι η μακρινή πατρίδα του κουνου-κουνουπιού που αγάπησε (και αγαπήθηκε, αλλά με την καλή έννοια, από) το κοριτσάκι Μυρτώ στο παιδικό βιβλίο του Ευγένιου Τριβιζά Η Μυρτώ και το Κουνουπάκι.

Σλανγκιστί, κουνουπακιστάν αποκαλείται κάθε καλοκαιρινός παραθαλάσσιος προορισμός όπου με την δύση του ηλίου εφορμούν μιλιούνια τα πεινασμένα μεταλλαγμένα κουνούπια και σου πίνουν μπαμπέσικα το αίμα. Συνήθως οι διαφημιστικές μπροσούρες και οι ιστιοσελίδες των εν λόγω θέρετρων αποκρύπτουν στο φαινόμενο.

Κουνουπακιστάν επίσης αποκαλείται το Πακιστάν μετά από τις συνέπειες του εγκέλαδου σύμφωνα με τον Gatzman στα σχόλια του λήμματος Αυνανιστάν.

Σλανγκασίστ: Ε. Τριβιζάς, Gatzman και Vrastagirl (η κόρη μου) που σλανγκοποίησε τον λήμμα όταν είχα την φαεινή ιδέα να επισκεφτούμε την Σκαφιδιά Ηλείας.

Το κουνουπάκι άρχισε να ντρέπεται και ζουζούνισε με συντριβή: ΖΖΖΖΖΖΖΖΖΖΖΖΖ...
Δε σε τσίμπησα πολύ
αλλά λίγο, πολύ λίγο,
ήταν σχεδόν φιλί.
Αν όμως θες να φύγω
Αν θες, λέω αν,
Θα φύγω και θα πάω
Στο Κουνουπακιστάν!
(Η Μυρτώ και το Κουνουπάκι, Ε. Τριβιζά)

- Ρε μπαμπά στο κουνουπακιστάν βρήκες να μας φέρεις καλοκαιριάτικα;;; (Vrastagirl)

Η Μυρτώ και του Κουνουπάκι (από Vrastaman, 22/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ονομασία οποιουδήποτε νησιού που ο πληθυσμός του οχταπλασιάζεται (και βάλε) κάθε καλοκαιρινή περίοδο. Αποτελεί πόλο έλξης και «μαστ» προορισμό για παντός τύπου τρέντουλα, εξού και η ονομασία. Ακόμη και πριν πατήσετε το πόδι σας σε τρεντονήσι γνωρίζετε ήδη ότι είναι τέτοιο από τις αντιδράσεις των φίλων σας όταν τους ανακοινώνετε τον προορισμό σας (άλλοι θα γουστάρουν κι άλλοι θα σας φτύσουν, οπότε μέτρο σύγκρισης είναι οι ακραίες συμπεριφορές).

Παρόλα αυτά, το τρεντονήσι ξεχωρίζει και από μερικά χαρακτηριστικά που στο κάτω κάτω είναι αυτά που φέρνουν τον κόσμο.

  • Είναι ίσως το μοναδικό μέρος στην οικουμένη που σχεδόν το σύνολο του πληθυσμού έχει μπλε και πράσινα μάτια στην «χώρα» και καφέ στην παραλία (τουλάχιστον μέχρι την ανακάλυψη του αδιάβροχου φακού επαφής).
  • Όλες κυκλοφορούν με τραπεζομάντιλα τυλιγμένα στα πόδια και διχάλες 1-4 που προκαλούν τον χαρακτηριστικό ήχο «χλιτς-χλοτς».
  • Οι ρακέτες έχουν αναδειχθεί σε τοπικό-εθνικό σπορ (το οξύμωρο δίνει περισσότερη έμφαση) και όλοι πρέπει να κλείσουν τουλάχιστον 3ωρο παίζοντας.
  • Οι μισοί είναι ρουμλετάδες, οι άλλοι μισοί έχουν μπαρ και είδη δώρων, οι άλλοι μισοί είναι τουρίστες και οι άλλοι μισοί συνδυάζουν τις ως άνω δραστηριότητες (και εδώ δίνεται η οξύμωρη έμφαση).
  • Η κατανάλωση καροτίνης είναι ίσως στα ίδια επίπεδα με την κατανάλωση μπύρας.
  • Κυκλοφορούν περίεργοι με μια κάμερα στο χέρι που λένε ότι κάνουν ρεπορτάζ και δηλώνουν άνθρωποι ενώ όλοι ξέρουμε πως έχουν βρει τον ιδανικό τρόπο να μπανίζουν κωλαράκια και να το περνάνε για μάχιμη δημοσιογραφία και είναι δημοσιοκάφροι.
  • Επίσης κυκλοφορούν και σελεμπριτούδες που αρέσκονται να παίζουν κυνηγητό με τους προηγούμενους, να κρύβουν την κυτταρίτιδα και να περπατάνε στα σοκάκια αγνοώντας του «φανς» που πεθαίνουν για αυτόγραφο.

Γι' αυτό σκεφτείτε καλά πριν αποφασίσετε προορισμό για το καλοκαίρι.

- Φέτος έκλεισα εισιτήρια για Μύκονο φίλε, θα γίνει χαμός!
- Αμάν πια με τα τρεντονήσια ρε συ. Εγώ την είδα λατέρνατιβ φέτος. Θα χτυπήσω Ίφκινθο να δω τον τόπο εξορίας του αναρχικού Φαν Μπρόικελεν. Σκηνούλα, μπυρόνι, μπαφόνι κι έτσι.
- Σώπα ρε αντιρρησία εσύ! Από πότε μας βγήκες ανάρχι;
- Από τότε που δεν έχω σάλιο για διακοπές.
- Και εκεί με τι θα πας; Κολυμπώντας;
- Ε ρε πούστη... 2652 χρήστες, γιατί να μην είσαι ένας από αυτούς;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified