Further tags

Ουσιαστικό ή ρήμα (κλίνεται όπως το fear).

Τρομάζω. / Ο τρόμος που καταβάλλει κάποιον όταν πρόκειται να εκτεθούν σε τρίτους φωτογραφίες αποδοκιμαστικού περιεχομένου.

Π.χ. φωτογραφίες:

  • ψωνίστικες
  • δήθεν
  • πειραγμένες απο photoshop
  • που φανερώνουν κόμπλεξ
  • σεξουαλικού περιεχομένου

Μην νοιώθεις φωτογραfeared, δεν θα δείξω πουθενά τις φωτό σου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μouse pad στα ελληνικά.

Σύνθετη λέξη από το ποντίκι και τον διάδρομο ή διαδρομή. Όπως «αεροδρόμιο».

Υπάρχουν ποντικοδρόμια σαν χαλιά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο εντελώς ανίδεος στη χρήση υπολογιστικών συστημάτων. Ο ανίκανος να παστώσει το κοπίδι.

Από το αλβανικό μπιτ=εντελώς και μάπας=βλάκας, παραπέμποντας στις ψηφιακές εικόνες τύπου bitmap.

Καλά ρε πούστη! Μπίτμαπ είσαι; Έδωσες την πιστωτική σου στο hackers.net;

(από baznr, 27/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ρίζα είναι: zip = διαδικασία κωδικοποίησης δεδομένων + -άρω, -άρισμα, κ.λπ., που χρησιμοποιούνται ως κατάληξη για να δημιουργήσουν ένα ελληνικοποιημένο ρήμα, ή οποιοδήποτε άλλο μέρος του λόγου, ανάλογα με την περίπτωση.

Συνήθως υποδηλώνει τη διαδικασία πακεταρίσματος πολλών διαφορετικών αρχείων σε ένα αρχείο, με την συγκεκριμένη μορφοποίηση δεδομένων zip.

Ζίπαρέ τα ρε Θανάση και στείλ' τα επιτέλους... Θα χρονίσουμε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο όρος κυβερνητική αποτελεί αντιδάνειο από το αγγλικό Cybernetics, που προέρχεται από την ελληνική λέξη κυβερνήτης= πηδαλιούχος, οιακιστής, κυβερνήτης, πιλότος. Η κυβερνητική είναι η θεωρία για τον έλεγχο και την επικοινωνία της κανονιστικής ανατροφοδότησης (feedback, σλανγκιστί= πισωτάισμα) σε ένα σύστημα βιολογικό, κοινωνιοτεχνολογικό ή κοινωνικό. Αν και η κυβερνητική αρχίζει περίπου στην εποχή του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, είναι οι νέες τεχνολογίες, όπως το Διαδίκτυο, που έχουν απογειώσει την κυβερνητική και έχουν δημιουργήσει ένα είδος σχετικής κουλτούρας, την cyberculture, σλανγκιστί κυβερνοκουλτούρα.

Για να περιγραφούν τα νέα ιδιάζοντα φαινόμενα της κυβερνοκουλτούρας του Διαδικτύου έχουν χαλκευθεί στα αγγλικά πολλές λεξιπλασίες, τις οποίες θα επιχειρήσω να μεταφράσω στα ελληνικά σε σε δεύτερη παγκόσμια αποκλειστική μετάδοση. Εννοείται ότι πολλά χάνονται στην μετάφραση και είναι υποκείμενα βελτιώσεων, αν και επίσης πολλά είναι αντιδάνεια απ' την ελληνική. Πηγή μου για τους ορισμούς των αγγλικών όρων είναι το βιβλίο: BELL, David, Cyberculture Theorists. Routledge: London, 2007. Το χαρακτηριστικό πολλών από αυτές τις λεξιπλασίες είναι ότι αποδομούν τα διπολικά σχήματα του παρελθόντος με το να συμφύρουν πρώην αντιθετικές έννοιες στην ίδια λέξη. Λοιπόν:

- παντοπικοποίηση, η / glocalization (<globalization & localization): Το γεγονός ότι η παγκοσμιοποίηση έχει φέρει ταυτόχρονα μια έξαρση της τοπικότητας.

- παιδιασκέδαση, η / edutainment (<education & entertainment): To γεγονός ότι στο Ίντερνετ είναι συνυφασμένες η εκπαίδευση και η διασκέδαση, όπως λ.χ. στην Βικούλα ή στο slang.edu.

- παραγαναλωτής, ο / prosumer (<producer & consumer): Το γεγονός ότι ο «καταναλωτής» του Διαδικτύου είναι ταυτοχρόνως και παραγωγός μέσω ποικίλων μορφών διάδρασης, όπως τα βλόγια.

- πληροφοριφήμιση, η / infomercials (<information & commercials): Το γεγονός ότι συμφύρεται τι είναι εμπορική διαφήμιση και τι πληροφορία. Και για την απλή πληροφορία δίνεται μάχη, όπως για την ιδιοτελή διαφήμιση.

- τεχνοσταλγία, η / technostalgy (<technology & nostalgy): Η καλλιέργεια μέσω της τεχνολογίας μιας παράδοξης νοσταλγίας του μέλλοντος, μιας νοσταλγίας για ρομαντικές φουτουριστικές ουτοπίες, που ξέρουμε ότι δεν είναι ακριβώς έτσι που θα εξελιχθούν τα πράγματα. Ή, αντιστρόφως, το να νοσταλγούμε προβολές από το παρελθόν στο μέλλον, οι οποίες έχουν (εν μέρει ή ολικώς) διαψευστεί, λ.χ. να βλέπουμε νοσταλγικά την ταινία «2001» του Kubrick.

- τεχνουάρ, ο / τεχμελανός, ο / μελάντεχνος, ο / technoir (<technology & noir) Κάποιος που κάνει δυσοίωνες και καταστροφολογικές προβλέψεις για τις επιπτώσεις της τεχνολογίας στο μέλλον της ανθρωπότητας. Ή, μπορεί να είναι και ένα ολόκληρο genre ταινιών ωσεί θρίλερ με θέμα έναν εφιαλτικό φουτουρισμό, λ.χ. το Gattaca, που ονομάζονται έτσι κατά το film noir.

- δυστοπία, η / dystopia: Το αντίθετο της παραδεισιακής ουτοπίας. Μια τεχνουάρ κινδυνολογία για μελοντικές κολάσεις λόγω της τεχνολογίας.

- Χιμερική, η / Chimerica Από τα χίμαιρα και China και America: Η τελείως χιμαιρική αλληλεξάρτηση Κίνας και Η.Π.Α. στο πλαίσιο της τωρινής παγκοσμιοποίησης, από την οποία βολεύονται με τον τρόπο τους και οι δύο προς το παρόν, αλλά κάποτε μπορεί να σκάσει πως αποτελεί μια χίμαιρα, που δεν μπορεί να κρατά επ' αόριστον, και να τρέχουμε.

- κυβερνοπάνκ, ο / cyberpunk : Μεταξύ άλλων ένα genre ταινιών και βιβλίων, όπως το Blade Runner του Ridley Scott. Βλ. και την Βικούλα.

- Άλλοι όροι με α' συνθετικό το -cyber είναι τα: cyberspace, cyberprep, cybersex, cybercity, cyberpolicy, cyberfeminism, cyberpsychology, cyberquake, cyberlife, για τα οποία οι μεταφράσεις είναι εύκολες, όπως το ήδη σλανγκογραφηθέν κυβερνογαμήσι. Σημειωτέον, ότι οι όροι αυτοί μπορούν να σλανγκιστούν έτι περαιτέρω με το να συσχετιστούν με την ξεφτίλα της κυβέρνησης. Λ.χ. οι όροι κυβερνοκουλτούρα και κυβερνογαμήσι μπορούν να χρησιμοποιηθούν για φαινόμενα Ζαχόπουλου.

- Επίσης, ο όρος navigating = πλοηγούμαι-πλοηγώ, θεωρείται πασέ, και πιο προχώ θεωρούνται οι όροι cycling through και windowing, που περιγράφουν το να τρέχεις πολλά παράθυρα ταυτόχρονα και να τα διασχίζεις και δουλεύεις όλα μαζί, ιδίως αν μπορείς να τα έχεις όλα παράλληλα σε μια οθόνη, όπως κάνουν ιδιαίτερα οι μακάκιες. Οι όροι θα μπορούσαν να αποδοθούν ως: Διακυκλίζω και διαπαραθυρίζομαι. Οπότε και το ρήμα εκπαραθυρώνομαι μπορεί να σλανγκιστεί αναλόγως.

Υπάρχουν και πολλοί άλλοι όροι, αλλά τέσπα, αρκετή οθονιά για σήμερα...

Από ένα κυβερνοκουλτούρα να φύγουμε άρθρο του in.gr.

Η κυβερνοκουλτούρα δεν είναι απλώς μια τάση ούτε ένα κίνημα, όπως απαίδευτα διαμηνύεται συχνά. Είναι η πολιτιστική μεταβολή της πραγματικότητας των ανθρώπων, οι οποίοι δέχονται ή παρασύρονται να δεχτούν την τεχνολογία ως ένα ακόμα στάδιο εξέλιξης.

Οι πολίτες του Διαδικτύου αποδεικνύονται δημιουργοί και εφευρέτες εφόσον κάθε αποτελεσματική χρησιμοποίηση μιας γνώσης αποτελεί αυτοφυώς μια ευρετική, μια δημιουργία. Στο Διαδίκτυο αναιρείται ο επίσημος κώδικας αναγνώρισης των γνώσεων ενώ οι πολίτες του μεταφέρουν και δυνητικά κυοφορούν μια γνώση της οποίας η διάδοση δεν την ευτελίζει και η ιδιοποίησή της δεν την καταστρέφει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απόπειρα μετακένωσης στην ελληνική σλανγκ του αγγλικού όρου flashmobbing.

Flashmobbing είναι μια μορφή κινητοποίησης πολιτικής, ακτιβιστικής, απλά χαβαλεδιάρικης ή και πειραματικής, η οποία χρησιμοποιεί νέες τεχνολογίες, όπως ιστιοσελίδες και βλόγια στα διαδίχτυα, καθώς και κινητούμπες με εσεμεσιάσεις, προκειμένου να συντονιστεί ταχύτατα ένα μεγάλο πλήθος διαδηλωτών για να μαζευτεί σε ορισμένο μέρος, (συχνά έναν εμπορικό τόπο, λ.χ. εμπορικό κέντρο ή κάποιο άλλο πιασάρικο μέρος) και να επιδοθεί σε μία φαινομενικώς ανόητη τιραμισουρεαλιστική πράξη, η οποία όμως κρύβει κάποια βαθύτερη πολιτική σημειολογία.

Ο όρος μαρτυρείται από το 2003 και η Βικούλα καταγράφει στον σύνδεσμο παραπάνω πολλές από τις μπαχαλοφλασιές που έχουν λάβει χώρα από τότε. Η ειδοποιός διαφορά της μπαχαλοφλασιάς από οποιαδήποτε άλλη διαδήλωση είναι η ιλιγγιώδης ταχύτητα με την οποία μπορεί να μαζευτούν τώρα οι μπαχαλάκηδες και το γεγονός ότι μπορεί να μαζευτούν ταυτόχρονα και σε διαφορετικές γωνίες του πλανήτη. Αυτό δίνει μια παραπάνω ευχέρεια στο να γίνεται διαδηλωτικός χαβαλές, που δεν θα ήταν δυνατό με τις παλαιές μεθόδους.

Η ελληνική μετάφραση του όρου που προέκρινα, κάνει χρήση των εξαιρετικά σλανγκικώς φορτισμένων όρων μπαχαλάκιας και φλασιά. Σημαίνει δηλαδή ότι έρχεται φλασιά σε έναν μπαχαλάκια να αντιδράσει και ταχύτατα μπορεί να συσπειρώσει όλους τους συμπαχαλάκηδες παγκοσμίως. Ορισμένες, πάντως, από τις μπαχαλοφλασιές ενδέχεται να οργανώνονται και από φορείς που θέλουν να τεστάρουν τις δυνατότητες του Διαδικτύου σε πραγματικές συνθήκες.

Σχετικό φαινόμενο είναι και ο χακτιβισμός (hacktivism < hacker & activism), όπου μπαχακερόνια (=χακερόνια μπαχαλάκηδες) χρησιμοποιούν υψηλή τεχνολογία ηλεκτρονικών υπολογιστών για να πραγματοποιήσουν online διαμαρτυρίες, να κάνουν απείθεια σε κανόνες του κυβερνοχώρου, και να πετύχουν να διακόψουν την ροή πληροφορίας επεμβαίνοντας εσκεμμένα στα δίκτυα του παγκόσμιου κεφαλαίου.

Στις 22 Μαρτίου 2008 ανακηρύχτηκε η Παγκόσμια Μέρα Μαξιλαρομαχίας. Οργανώθηκε μπαχαλοφλασιά σε 25 πόλεις σ' όλον τον κόσμο και οι μπαχαλάκηδες έκαναν κολοσσιαίες μαξιλαρομαχίες μεταξύ τους και με τους περαστικούς.Σύμφωνα με την Wall Street Journal, περίπου 5.000 μπαχαλοφλασάκηδες συμμετείχαν στη Νέα Υόρκη. Η μπαχαλοφλασία χρησιμοποίησε τα εξής μέσα: Facebook, Myspace, blogs, public forums, ιστοσελίδες, text messaging, email. Οι πόλεις που διεξήχθη η μπαχαλοφλασιά ήταν οι εξής: Basel, Beirut, Boston, Budapest, Chicago, Copenhagen, Dublin, Houston, Innsbruck, London, Los Angeles, Melbourne, Monterrey, New York City, Paris, Pécs, Shanghai, San Francisco, Stockholm, Sydney, Vancouver, Washington, D.C., Ζurich.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για ελληνική απόδοση του όρου sexting, της μόδας που θέλει την νεολέρα να ανταλλάσσει γυμνές φωτογραφίες τους μέσω των κινητών τους. Εκ των γυμνό και μήνυμα.

Η υπέροχη αυτή πρακτική έχει λάβει διαστάσεις επιδημίας, καθώς σύμφωνα με έρευνα του Teenage Research Unlimited, το 22% των έφηβων κοριτσιών και 18% των αγοριών έχουν ανταλλάξει γυμνύματα.

Ένα εγγενές ρίσκο που ενέχει ο γυμνυματισμός είναι ότι, μετά τον χωρισμό, ορισμένοι τσόγλανοι διοχετευτούν εκδικητικά τα γυμνύματα των πρώην στο ευρύ κοινό είτε μέσω κινητού είτε μέσω συσιφονίου. Η πρακτική αυτή αποκαλείται αποστολή μπαγαποντογυμνυμάτων.

Λίλιαν: Ακόμα δεν το πιστεύω, ο Πέρι με τον γερομπινέ Μπρίλιο από την μαρτυρική μεγαλόνησο... Λάουρα: Νομίζω ήρθε η ώρα να διαρρεύσουν τα γυμνύματά του! Λίλιαν: Μ.Α.Ο.– Μ.Α.Ο.!

Δες και μούνυμα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο όρος προκύπτει από εκ της αγγλικής λέξης fuck (φακ) που σημαίνει συνουσιάζομαι και της επίσης αγγλικής λέξης backup (μπακάπ), που σημαίνει εφεδρικός, λέξης που χρησιμοποιείται κατά κόρον στην ορολογία των Η/Υ, με την έννοια του αντιγράφου ασφαλείας των δεδομένων (π.χ. μεταφορά των αρχείων του σκληρού δίσκου σε DVDs, σε άλλον σκληρό δίσκο, στο σκληρό δίσκο ενός άλλου Η/Υ ενός δικτύου Η/Υ, κλπ).

Όταν λοιπόν οι δυο παραπάνω λέξεις (φακ και μπακάπ), παντρεύονται (εκκλησιαστί έσονται εις σάρκα μία), προκύπτει ο όρος φακ απ. Τι θέλει να πει ο Δροσίνης εδώ πέρα;

Όταν εκφέρουμε τον όρο, αναφερόμαστε στο γεγονός πως το αποτέλεσμα μιας διαδικασίας bakup είναι: γάμησε τα στην κασέτα.

Αυτό θα μπορούσε να συμβεί, π.χ: όταν συμβεί διακοπή ρεύματος, ή πτώση τάσης κατά τη διαδικασία (μ' αποτέλεσμα να διακοπεί η ροή των δεδομένων, ή ακόμα χειρότερα, θα μπορούσε και να καταστραφεί κι ο σκληρός δίσκος που περιέχει τα πρωτότυπα αρχεία), όταν γίνεται η μεταφορά των αρχείων στο δίσκο προορισμού χωρίς να υπάρχει εκεί ο απαιτούμενος χώρος, όταν το σετ των πρωτότυπων αρχείων είναι μολυσμένο από ιό κλπ.

  1. – Που λές χθες πήγα να γράψω τα αρχεία του σκληρού μου δίσκου σε ένα DVD και τσουπ στην τηλεόραση εμφανίζεται ο Μητσοτάκουλας κάνοντας δηλώσεις για την οικονομική στύση και τσουπ πέφτει το ρεύμα, και τσουπ έρχεται το ρεύμα, και τσουπ, το back up είχε γίνει φακ απ, ενώ... ο εθνικός γκαντέμης συνέχιζε απτόητος να κάνει δηλώσεις.
    – Καλά άσ' τα αυτά. Τι είπε ο Μητσοτάκης; Αυτό μας καίει!
    – Ε... είσαι και ο... μαλάκας.
    – Εντάξει μωρέ. Μια τουκανιά έκανα για να γελάσουμε.
    Βάλε τη γαργαλιέρα στο maximum.

  2. Πέρι: Που λές Μιστόκλα, χθες πήγα να πάρω backup τα αρχεία του Η/Υ μου, σε ένα δίσκο, στο τοπικό μου δίκτυο. Βάζω να γίνει κόπι το πίτα, λέω στον αδελφό μου να προσέχει τη διαδικασία και φεύγω για να πάω σε ένα μπαράκι για να συναντήσω το Λίλιαν. Και αυτός μου τα 'κανε μούτι.
    Μιστόκλας: Γιατί;
    Πέρι: Παρακολουθούσε βλέπεις παράλληλα και Star channel. Κι όταν βγήκε η Πετρούλα να πει τον καιρό, αποσβολώθηκε. Κι όταν την άκουσε να λέει: «μόλις τελείωσα», ενστικτωδώς σταμάτησε κι αυτός το backup. Οπότε το βράδυ που γύρισα, δε βρήκα backup, φακ απ βρήκα. Ευτυχώς αυτό διορθώνεται.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προκύπτει με παράφραση της αγγλικής λέξης user (γιούζερ), που σημαίνει: χρήστης.

  1. Ο όρος μπορεί να αναφέρεται σε κάποιον ουζοπότη (που χρησιμοποιεί ούζο, ως υγρό καύσιμο, βλ. παρ. 1).

  2. Θα μπορούσε να αναφέρεται και σε κάποιον κατ' επίφαση χρήστη (γιούζερ) μηχανήματος, εφαρμογής κ.λπ., που απαξιωτικά ή χιουμοριστικά μπορεί, να αποκαλεστεί ή να αυτo-αποκαλεστεί ούζερ (λόγω παραπομπής της λέξης ούζερ, στη λέξη ούζο και στις αρνητικές συνδηλώσεις της αρχικής συλλαβής της, ου).

Κάποιες χαρακτηριστικές περιπτώσεις της χρήσης του όρου, παρουσιάζονται παρακάτω. Θα μπορούσαμε να μιλάμε λοιπόν για κάποιον:

- Kαθ' όλα εντάξει χρήστη, στα πλαίσια τριγκαρίσματος (βλ. παρ. 2).

- Tζακντανιελίστα χρήστη, που δεν έχει καμιά συναίσθηση του καθήκοντος κατά την επιτέλεση μιας εργασίας, π.χ.: λόγω ιδιοσυγκρασίας, λόγω ταπηροκρανίασης με τον προϊστάμενο του, κ.λπ. (βλ. παρ. 3)..

- Aνεπίδεκτο μαθήσεως με μυαλό αϊκιού ραδικιού, ή για κάποιον κακό εφαρμοστή των όσων έμαθε. (βλ. παρ. 4).

- Που του ανατίθεται στο εταιρικό περιβάλλον, ένα σύνθετο έργο, άνευ: εκπαιδεύσεως, παροχής του κατάλληλου υλικοτεχνικού εξοπλισμού, λοιπής υποστήριξης, κλπ. Έτσι ο όρος θα μπορούσε να λεχθεί, π.χ: στα πλαίσια αυτοσαρκασμού κάποιου για τον εταιρικό ρόλο του. (βλ. παρ. 5).

.

  1. - Ωχ πάλι, ο κ. Ουζούνογλου πίνει τα ουζάκια του σήμερα. Χάλια θα γίνει πάλι.
    - Ούζερ, όνομα και πράγμα ο τύπος. Σαν το ούζο 12 πίνει!

  2. - Γεια σου ρε ούζερ!
    - Ούζερ; - Έλα ρε σε πειράζω. Αφού είναι γνωστόν πώς είσαι ο μόνος στην εταιρεία, που ξέρεις την εφαρμογή απέξω κι ανακατωτά, γι’ αυτό και δεν παίρνεις κι ανάσα.
    - Ούτε γιούζερ, ούτε ούζερ. Λούζερ είμαι φίλε.

  3. - Σ' αυτόν θέλεις να αναθέσεις τη δουλειά; Σώθηκες. Μη βασιστείς σ' αυτόν. - Μα ξέρω πως είναι εύκαιρος τώρα και ξέρω επίσης πως ξέρει να χρησιμοποιεί το συγκεκριμένο μηχάνημα.
    - Κοίτα γιούζερ του μηχανήματος δεν τον λες, ούζερ σίγουρα, γιατί τη δουλειά που θέλεις να σου παραδώσει μέχρι αύριο, θα στη δώσει την επόμενη βδομάδα. Ο άνθρωπος, παίρνει τις...δόσεις γραψαρχιδίνης.

  4. - Τον έχω εκπαιδεύσει όσο δεν πάει. Το....ντουβάρι! Σιγά μη γίνει γιούζερ αυτός! Ούζερ μπορεί!

  5. - Άσε, μου 'χουν, αναθέσει μια πολυσύνθετη εργασία. Αλλά ούτε εκπαίδευση μου 'χουν κάνει, ούτε άλλη βοήθεια έχω, ενώ παράλληλα με έχουν βαφτίσει και εξπέρ γιούζερ της εφαρμογής, για να μου φορτώσουν την ευθύνη σε περίπτωση μαλακίας. Ούτε καν γιούζερ, δεν μπορείς να με πεις. Ούζερ είμαι o μαλάκας, αφού παρά τις ελλείψεις συνεχίζω να την παλεύω. Θα πρέπει να 'μαι και το... ψώνιο αν κάποιες στιγμές καυλώνω στη σκέψη, πως είμαι εξπέρ γιούζερ.

Βλ. και luser

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκ του αγγλικού edit (έντιτ).

Σημαίνει την μικροαλλαγή, το μερεμέτι, την ψιλο- ανακαίνιση, τη μικροπαρέμβαση.

Μπορεί να χρησιμοποιηθεί για πράγματα, σπίτια, ρούχα, τροχοφόρα οχήματα, κείμενα, τραγούδια, προγράμματα υπολογιστή, ακόμα και για τη μάπα, βυζιά κ.λπ. (μέσω πλαστικής).

Τέλος, χρήσιμο είναι και στα φόρουμ, όταν δεν επιτρέπεται να κάνουμε edit το κείμενο που έχουμε ήδη postάρει: Αν θέλουμε να δώσουμε έμφαση στο ότι ξαναποστάρουμε διότι θα θέλαμε να είχαμε κάνει edit στο αρχικό μας κείμενο, ξεκινάμε με τη λέξη «εντιτιά», πατάμε enter, και γράφουμε.

  1. Έκανα 2-3 εντιτιές στο παπάκι και έχει να μου μείνει μια βδομάδα!!!

  2. Η Σούλα έκανε κάτι εντιτιές στα χείλη της (υπονοεί με πλαστική) και τώρα παίρνει κάτι πίπες...

  3. Καλό το σεναριάκι σου, αλλά με 2-3 εντιτιές θα γίνει πιο πιασάρικο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified