Πούτσα Αράπικη! Πηγάζει από διάσημη τηλέ-φάρσα που στο πέρασμα των χρόνων έχει τροποποιηθεί για λόγους ευκολίας στη χρήση.
πούτσα αράπικη > πούτσα 'ράπικη > τσα 'ράπικη > τσαράπικη
- Τσαράπικη έχεις φάει; Να την βάλεις στο στόμα και να τρέχεις;
Πούτσα Αράπικη! Πηγάζει από διάσημη τηλέ-φάρσα που στο πέρασμα των χρόνων έχει τροποποιηθεί για λόγους ευκολίας στη χρήση.
πούτσα αράπικη > πούτσα 'ράπικη > τσα 'ράπικη > τσαράπικη
- Τσαράπικη έχεις φάει; Να την βάλεις στο στόμα και να τρέχεις;
Got a better definition? Add it!
Βλέπω (γκομενάκι), το εξετάζω από τη κορυφή μέχρι τα νύχια και είμαι έτοιμος να δώσω το μήνυμα στον εγκέφαλο για κατά μέτωπο επίθεση!
Ώπα παιδιά πάρτε μάτι το μωρό, δεν της την πέφτει κανείς... Πρώτος το μπανιζοκοζάρισα το μωρό!
Σχετικά: μπανίζω, μπανιστηροκάμερα, μπανιστήρι, παίρνω μάτι
Got a better definition? Add it!
Πρακτικό αστείο κατά το οποίο ο αστειάτωρ εναποθέτει την (συνήθως βρώμικη) πατούσα του στο πρόσωπο ανυποψίαστου και συνήθως αφηρημένου θύματος.
Βλ. και ποδομουτροfighting το παραθαλάσσιο.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο έχων εξαιρετικά μικρό πέος.
— Πώς πήγε χτες το βράδυ με τον Μάκη;
— Άσ΄τα Νίτσα μου, τζάμπα η αναμονή... Όλα καλά στην αρχή, με πήγε στο καλό εστιατόριο, με τα ακριβά κρασιά, μετά για ποτό στο Galaxy... Αλλά... όταν πήγαμε στο σπίτι του και αρχίζουμε τα διάφορα, βγάζει κάποια στιγμή το παντελόνι και τι να δω; Μια σταλιά... Λιλιπούτσειος, σου λέω Νίτσα μου... Λιλιπούτσειος!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Αυτός που την έχει μικρή.
Καλά να είμαι τόσο γκαντέμω ρε γαμώτο; Να είναι μαύρος και να μου βγει λιλιπούτσειος;!
Got a better definition? Add it!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Το μπες-βγες σε πολλά μπαράκια μέσα στην ίδια νύχτα, ή απλώς το πέρασμα έξω από αυτά.
Έχω πεθυμήσει μια μπαρότσαρκα. Είναι χρόνια που δεν το έχω κάνει.
Σε άλλες γλώσσες: pub-crawl (βρετανικά), bar-hopping (αμερικάνικα), Kneipenbummel, Kneipentour (γερμανικά)
Got a better definition? Add it!
Έτσι αποκαλούμε κάποιο προσφιλές άτομο όταν θέλουμε να το πειράξουμε χαριτολογώντας.
- Πού εξαφανίστηκες μωρή παπαρόσκονη; Έναν μήνα έχουμε να μιλήσουμε, το ξέρεις;
Got a better definition? Add it!
Η γυναίκα που είναι φτιαγμένη για να κάνει σεξ διαρκώς καθώς δεν το χορταίνει ποτέ. Η νυμφομανής.
- Θα βγω απόψε με την Κάτια, λες να καταφέρω να κάνω κάτι μαζί της; - Είσαι σοβαρός; Η κοπέλα είναι πουτσόδουλη! Θα περάσεις πολύ καλά!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η γνωστή σε όλους μας τυροκαυτερή!
Προς τον σερβιτόρο εστιατορίου (συνήθως σουβλατζίδικου):
-Πιάσε μας μια τυροκάψα ακόμα!
Got a better definition? Add it!