Τρακαδόρος τσιγάρων.

- Αυτός καπνίζει μάρκα «Απόλλων».

Σχετικό: τράκα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όπως φαίνεται κι εδώ, όταν λέμε: «τα μεγάλα πνεύματα συναντώνται» εννοούμε όταν τύχει κάποιοι να κάνουν παρόμοιες σκέψεις. Η ατάκα αυτή εξυψώνει τους ομιλητές, υποβοηθώντας το μεταξύ τους επικοινωνιακό κλίμα.

Όταν κάνουμε μια μικρή επέμβαση στη φράση, προκύπτει ο όρος της συγκεκριμένης περίπτωσης.

Διακρίνουμε τρεις περιπτώσεις:

  1. Εδώ συμφωνούμε με την άποψη «τα μεγάλα πνεύματα συναντώνται», άποψη που μόλις ακούσαμε. Αποκαλώντας το πνεύμα οινόπνευμα, συμβάλλουμε στο να προσδοθεί μια χιουμοριστική νότα στα πράγματα και να βελτιωθεί περισσότερο η μεταξύ μας επικοινωνία (βλ. παράδειγμα 1).

  2. Όταν διαπιστώνουμε πως κάποιοι, που τους ξέρουμε ως δυνατούς πότες, τα πίνουν και παρέα. Όταν τα πίνουν, το πνεύμα τους γίνεται... οινόπνευμα. Αυτό μπορεί να συμβεί συγκυριακά, μπορεί όμως να συμβαίνει και συχνά και εμείς να το αγνοούμε (βλ. παράδειγμα 2).

  3. Όταν κάποιοι που είναι λιάρδα, συμφωνούν για παράλογα πράγματα.

Ο όρος εκφέρεται από κάποιον που διαπιστώνει πως για μια τέτοια... συμφωνία, δεν μπορεί να μιλάει το πνεύμα, αλλά το οινόπνευμα.

Πώς το διαπιστώνει αυτό;

Όταν βλέπει πως, για θέμα που απαιτεί την απλούστερη νοητική επεξεργασία, κι οι δυο πότες καταλήγουν στην ίδια μπαρούφα, όταν βλέπει πως κι οι δυο θεωρούν πως μπορούν να πραγματοποιήσουν τα πλέον αδύνατα πράγματα, κλπ.

Ο τύπος θεωρεί πως, και για τα δυο, φταίει ο απίστευτος βαθμός της νοητικής χαλαρότητας που μπορεί να προκληθεί από την υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ.

Με αφορμή το συγκεκριμένο γεγονός, θα μπορούσε να αναφέρεται και σε κάποιους που από το πολύ πιόμα έχουν καταστρέψει τη διανοητική λειτουργία τους.

Για την περίπτωση 3, βλ. παράδειγμα 3.

  1. - Αγγελικούλα κι εγώ όταν το είδα, με βυσσινάκια το φαντάστηκα (τα μεγάλα πνεύματα συναντώνται) ή με γλυκό κερασάκι επίσης.....
    - Nαι Έλενά μου είδες; Τα μεγάλα οινοπνεύματα συναντώνται! Δες

  2. - Είδα τον Μήτσο και τον Κώστα να τα πίνουν στην ταβέρνα της πλατείας. Τους ήξερα για κρασοπατέρες, αλλά δεν γνώριζα πως τα πίνουν και παρέα.
    - Τους σύστησαν τις προάλλες κι από τότε έγιναν αχώριστοι. Μιλάμε... βρήκε ο Φίλιππος τον Ναθαναήλ. - Ετς! Κάποια στιγμή... τα μεγάλα οινοπνεύματα συναντώνται ... χε χε.

  3. - Είχαμε βγει χθες με τους υπόλοιπους της σαββατοπαρέας. Ο Κώστας κι ο Πέτρος ήπιαν... ήπιαν... ήπιαν. Από κάποια στιγμή και πέρα... έλεγαν τα... κουλά. Ό,τι μαλακία πέταγε ο ένας, την έβρισκε έξοχη ιδέα ο άλλος. - Τα μεγάλα οινοπνεύματα συναντώνται, φίλε μου. Απ' τις πολλές τις μεταξύ τους συναντήσεις όμως, έχουν καταντήσει να 'χουν μυαλό με λειψό ειδικό βάρος, λόγω της μόνιμης κατακράτησης οινοπνεύματος στον εγκέφαλο. Έτσι, ό,τι πουν, προσεγγίζει το ό,τι πιουν.

Ουσίες κι οινοπνεύματα (από GATZMAN, 05/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βλ. μπυροκοιλιακοί.

- Εμ βέβαια. Κάθε βράδυ λιάρδα, νά 'τοι οι μπυριακοί που ξεπρόβαλαν!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηριστικό είδος ανθρωποειδούς που κινείται καίγοντας το ευρέως αγαπητό αλκοολούχο ποτό.

Ο χαρακτηρισμός μπυροκίνητος αντιπροσωπεύει κυρίως τύπους που «παίρνουν μπρος» πίνοντας μπύρα, καθώς μια γουλιά είναι αρκετή για να αρχίσουν να απελευθερώνουν την εύθυμη πλευρά του εαυτού τους. Η συνέχιση της κατανάλωσης εγγυάται την παρατεταμένη εμφάνιση του φαινομένου.

Απαραίτητο εξάρτημα κάθε μπυροκίνητου τύπου είναι το ειδικό ντεπόζιτο τοποθετημένο στα κατωτέρα μέρη της κοιλιακής χώρας, ευρέως γνωστό ως «μπυροκοιλιά». Το μέγεθος της μπυροκοιλιάς διαφέρει ανάλογα το μοντέλο, συχνά προδίδοντας την ποιότητα και την εμπειρία του μηχανήματος στην μπυροποσία.

Μοναδικό μειονέκτημα των μπυροκίνητων απέναντι στα υπόλοιπα αυτοκινούμενα ανθρωποειδή είναι οι συχνές αλλά άκρως απαραίτητες στάσεις για κατούρημα, δεδομένου τη φύσης του καυσίμου.

- Γιατί είναι τόσο ντάουν ο Κώστας σήμερα;
- Άσ' τον, αυτός είναι μπυροκίνητος. Θα νιώσει με το που παραγγείλουμε...

(από ksekolliaris, 25/07/11)Μπυροκίνητο σε λειτουργία! (από ksekolliaris, 25/07/11)

Δες και μπυρόβιος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κοκάκιας, αυτός που σνιφάρει κόκα.

Κάποτε ήταν καλός ποδοσφαιριστής, τώρα έχει γίνει ένας χοντρός κοκακολάς.

Got a better definition? Add it!

Published

Τελευταίο στάδιο Pokemon του τζιβάτου, ίσως με εξειδίκευση και μετεκπαίδευση στον σιτσουασιονισμό ή λικβινταρισμό (εκ των situation και liquidation, κοινώς ο μπαχαλάκιας) ή τον αλκοολισμό ή την πρέζα. Καμία σχέση πάντως με όλους εμάς τους βολεμένους αστούς και λοιπές πόρνες του καπιταλισμού.

Πιθανόν να μιλάμε για εξέλιξη του κοινού ορκ και όχι απαραίτητα τζιβάτου.

- Δεν ξαναπάτησα σε πάρτι στο Πολυτεχνείο από τότε που κουρεύτηκα και άρχισαν να με στραβοκοιτάνε οι διάφοροι εξαρχειωμένοι τύποι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που έχει συνηθίσει να κατεβάζει μεγάλες ποσότητες μπύρας και δεν τον πιάνει τίποτα.

- Τον βλέπω, έχει αρχίσει να θολώνει το ματάκι του, μετά από το πέμπτο ποτήρι.
- Μπα δεν έχει ανάγκη αυτός. Είναι πολύ έμπυρος για να πάθει κάτι τέτοιο.

(από Khan, 02/04/14)

Δες και εμπυρία.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εναλλακτικός χιουμοριστικός όρος που υποδηλώνει το άτομο που είναι χρήστης κάνναβης.

- Εσύ κομμουνιστής και ο γιος σου χουντικός;
- Όχι χουντικός, φουντικός!

(από komikotragiko.blog, 03/02/14)

Got a better definition? Add it!

Published

Δεν επρόκειτο αγαπητοί μου δια τον τεχνίτη οικοδομικών τε και μη εργασιών, αλλά δια τον ιδιαίτερα ικανό εις την ιεράν τέχνη του μπάφινγκ, κοινώς πάτα-ρούφα-τράβα-τόνε, άναφτώνε κτλ.

Μάστουρας καλείται όποιος ημπορεί να μεταλαμπαδεύση δε τας σ' εαυτόν γνώσεις εις νεοφώτιστον νεανίαν. The legend lives on!

Πρεζοκλής: - Καλημέρα νέοι μου, καλώς ήλθατε εις την σχολήν πρεζοκομικής, χασισοφουντικής, εμπορίας και διακινήσεως!

Χασικλόφρων: - Δάσκαλε... εεε μάστουρα εννοώ, πότε θα μάθουμε να στρίβουμε; Γουστάρω τρελά δικέ μου κι έτσι...

Πρεζοκλής: - Σιωπή αναιδέστατε! Οποία γλώσσα! Ίνα τιμωρήσω σε, φέρε μοι αύριο 100 στίχους του Βωβού Μάρλεϊου και 50 του Δημητρίου Μορρισωναίου!

(Ημερίς χασιστών τε και φουντικών)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τυφλίτης, ο μεθυσμένος λιώμα.

-Άσε ρε Μάνο, που να στα λέω τα χθεσινοβραδινά.
-Ρίχτα ρε.
-Να μωρέ, αφήσαμε το Γιώργο να μας κάνει τον ταρίφα με το σαξόραλο του και πήγε ο Λέας και έγινε σκουπίδι με τεκίλες.
-Α καλάουα τώρα, σάμπως και είναι η πρώτη του φορά.
-Ρε συ, λέμε λειάδα, αφού μετά από καυγά να μην οδηγήσει, μου αρπάει τα κλειδιά, πάει και μπαίνει από την πίσω πόρτα και έψαχνε το τιμόνι να μιζάρει στο πίσω κάθισμα. Παντελώς λιουμίδης λέμε.

Λιουμίδης (από Vrastaman, 12/08/09)(από electron, 13/12/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified