Έκφραζει, με τους ανάλογους χαρακτηρισμούς βέβαια, τα προσόντα μιας γυναίκας. Εμπνευσμένο από λαϊκο άσμα.
Έκφραζει, με τους ανάλογους χαρακτηρισμούς βέβαια, τα προσόντα μιας γυναίκας. Εμπνευσμένο από λαϊκο άσμα.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Επιθετικός προσδιορισμός, που δύναται να περιγράψει αποκλειστικά εκπροσώπους του θεωρούμενου ως «ισχυρού» φύλου.
Οι έχοντες πέος λοιπόν, το χρησιμοποιούν να «γεμίζουν» τυχόν αδειανά - και πιθανώς άπατα - μέρη του ανθρώπινου σώματος του συντρόφου τους.
Χρησιμοποιείται αποκλειστικά σε περιπτώσεις μόνιμων σχέσεων.
- Είδα τον Κώστα και τη Τζίνα (εναλλακτικά: τον Κώστα και το Γιάννη) εχθές να περπατάνε χεράκι-χεράκι.
- Ναι ρε, αφού είναι ο γεμιστήρας της (εναλλακτικά: αφού είναι ο γεμιστήρας του) εδώ και πέντε μήνες.
Got a better definition? Add it!
Η πονηρή αυτή παρομοίωση χρησιμοποιείται για γυναίκες που είναι χρόνια στο κουρμπέτι και υποδηλώνει τη συχνή πράξη στοματικού έρωτα. Με τον όρο «σπαθί» τονίζεται η μεγάλη διεισδυτικότητα του ανδρικού φαλλού στον στοματικό φάρυγγα.
Αυτή η Πόπη τόσα χρόνια από δω κι από κει πάει. Έχει καταπιεί κάτι σπαθιά...
Got a better definition? Add it!
Έτσι λένε το χρόνο που περνάει κάποιος εξασκώντας το σπορ της κτηνοβασίας για μια ολόκληρη ώρα.
Μονάδα μέτρησης της συγκεκριμένης ενέργειας είναι τα κτηνοβάτ, τα οποία καταναλίσκονται κατά την διάρκεια μιας κτηνοβατώρας.
- Πς μωρή Διαμάντω κοίτα τι κούκλος που είν' ο Μήτρος!!!
- Ναι καλά. Έχει γράψει αυτούνος κτωνοβατωωωωωωωωωωώρες !!!
Got a better definition? Add it!
Εισχώρηση του πέους στο λαρύγγι της γκόμενας (ή του γκόμενου για τις απανταχού λουγκρητίες). Συνώνυμο της βαθυλαρυγγωτής πίπας.
Σε αντίθεση με την πίπα, όταν λέω κάνω λαρυγγοσκόπηση εννοώ ότι έχω τον ενεργητικό ρόλο (δηλαδή μου τον ρουφάνε).
Άσε φίλε, η Στέλλα τρελό μωρό... Της έκανα και μια λαρυγγοσκόπηση προχτές, τα είδα όλα...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η προετοιμασία και καθαριότητα του πρωκτού πριν το πρωκτικό σεξ.
Γίνεται με τη χρήση του σωλήνα του τηλεφώνου του μπάνιου χωρίς το τηλέφωνο, ο οποίος τοποθετείται εντός της πρωκτικής χώρας και με καυτό νερό πραγματοποιεί κάτι σαν κλύσμα. Είναι σαφής η σχέση της λέξης με τον κώλο. Προέρχεται δε από τη γαλλική λέξη décoller (= ξεκολλάω / απογειώνομαι) > décollage.
- Τί έκανες τόση ώρα στο μπάνιο;
- Άσε, έκανα ένα ντεκολάζ άλλο πράμα! Πολύ το φχαριστήθηκα!
Βλέπε και γκαζόζα.
Got a better definition? Add it!
Σημαίνει ότι οι επιδόσεις με μια γυναίκα στο κρεβάτι είναι εξαιρετικές.
Μάνος: - Πώς τα πήγες με την Άννα δικέ μου;
Κώστας: - Φίλε, χθες την ξέσκισα την καριόλα... Έγινε παρακαύλωμα του πυρός!!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Έκ του πέρασα ΚΤΕΟ. Η έκφραση αυτή χρησιμοποιείται από γυναίκες και από gay. Συγκεκριμένα σημαίνει ότι γαμήθηκε μια χρονική περίοδο.
Λόλα: - Βγήκες τελικά με το παιδί που σου σύστησα;
Λίλη: - Ναι. Και με πέρασε ΠΕΟ μάλιστα!!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο υπερβολικά σεξουαλικά διεγερμένος.
Πολύ γκόμενα σου λέω. Πύρκαυλος έγινα μόλις την είδα.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ορίζεται ως η εκσπερμάτιση σε γυναικείο πρόσωπο, κατόπιν πεολειχίας ή/και συνουσίας. Αποτελεί λογοπαίγνιο της ταυτοπροσωπίας και λέγεται σε περιπτώσεις όπου δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί η λέξη χυσομαπίδι, πουτσομούρα, χυσοκέφαλο κλπ.
- Για πε ρε, τι έκαμες με το Σούζυ;
- Πω πω δικέ μου, άσε έπαιξε Σκόττι Πίππεν, και πεοράπισμα κ σπερματοπροσωπία... Δεν μπορώ και να μιλήσω είμαστε στην εκκλησία...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified