Αυτοαναφορικές χρήσεις:

  1. Καβουροσλανγκόσαυρος που γυρνά ξανά και ξανά στον τόπο του εγκ-λήμματος, προσπαθώντας να βγάλει από την μύγα ξίγκι.

  2. Ψωνισμένος Σλάνγκος που την αυτοβρίσκει και γυρνάει για να δει άστρα και σχόλια κατά το «ένας Σλάνγκος μετράει τα άστρα».

  3. Σπεκουλαδόρος ή, το χειρότερο, σπαστήρ, που επιστρέφει, οπωσδήποτε όχι για καλό...

Ασίστ: Από την μια δαγκάνα στην άλλη.

Ο καβουροσλανγκόσαυρος χτυπάει πάντα δυο φορές!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτοαναφορικώς, η μάνα του καβουροσλανγκόσαυρου, η κυρία καβουρίνα. Ή ο Υπερθετικός του τοιούτου σλανγκόβιου οργανισμού. Το κοινό είναι ότι και των δύο ειδών οι καβουρομάνες διακρίνονται για την καθήλωσή τους στο πρωκτικό στάδιο ανάπτυξης. Οι σλανγκικές καβουρομάνες απλώς είναι ενίοτε και διασκεδαστικές, ενώ οι κοινές καβουρομάνες σχεδόν ποτέ...

- Κάνεις αυτοαναφορική προσθήκη στο λήμμα «καβουρομάνα»; Ε, είσαι μεγάλη καβουρομάνα ρε Ντέρτι, πάει και τελείωσε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άμα κάποιος δεν έχει σχολιαστεί από τον χρήστη του slang.gr sarant στην προσωπική του ιστοσελίδα, η οποία θίγει (μεταξύ άλλων) όλα τα κακώς κείμενα της ελληνικής γλώσσας.

Από το lexilogia.gr εδώ.

- Καλά, έγραψες «Εβραίως γνωστός» κι έχεις μείνει ασαράντιστος;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτοαναφορικώς, είναι τα λήμματα νέας κοπής του σάιτ, που το αποδομούν το νόημα, κάνοντας ευρεία χρήση μετα(σο)δομιστικών κατηγοριών για να προσεγγίσουν το γεγονός του slanguage. Το αποτέλεσμα είναι συχνά κάτι ανάμεσα σε αποδόμηση του Jacques Derrida και σε ανατολίτικους ρυθμούς ντιριντάχτα ή ντιριντάχ τσουτσού. Άλλωστε, όπως κατεδείχθη από τον θεράποντα του είδους John Black, ο μετα(σο)δομισμός έχει ανδρωθεί (pun intended) στο αραβικό Μαγκρέμπ, όθεν κατάγονται οι Ντεριντά, Αλτουσέρ, Σιξούς και όπου δίδαξε ο Φουκώ. Οπότε το «ντεριντάχντα» για την σάτιρα παρομοίων λημμάτων είναι κάτι πολύ πιο βαθύ από ένα απλό λογοπαίγνιο του Βράσταμαν, υιοθετημένο από κουλτουροφοβικούς Σλάνγκους παλαιάς κοπής. Χρήζει περαιτέρω ανάλυσης η σχέση ανάμεσα στην ποστίλα και την ντιριντάχτα αισθητική και είναι συναφές το ερώτημα αν πρόκειται για τον νέο τιραμισουρεαλισμό.

Διάλογοι Σλάνγκων:

- Καλά, τι γυρεύει ο Μισέλ Φουκώ σε ένα λήμμα του σλανγκρ;
- Τίποτα, άρχισαν τα όργανα!
να το βάλει να χορέψει και μπουζούκι να τού παίξει
Ντεριντάχτα, ντερι-ντεριντάχτα...

- Μα καλά πώς είναι δυνατόν 7 Σλάνγκοι να μου βάζουν 10άστερα και μετά να πέφτει η βαθμολογία στα 4;
- Μάλλον πέρασε κάποιος Σλάνγκος παλαιών αρχών, που δεν του αρέσει η ντεριντάχτα αισθητική.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο αργόσχολος που δεν κάνει τίποτα άλλο όλη μέρα από το να καταχωρίζει λήμματα αργκό, να γράφει σεντόνια στα σχόλια, είτε σλανγκαρχιδιές, είτε λεπτότατες αποχρώσεις σλανγκιών, είτε ντιριντάχτα, οργώνει το γούγλε για μήδια, το παίζει μαρινόπουλος, εις βάρος άλλων δραστηριοτήτων του.

Πού είναι οι παλιές καλές εποχές που ο Βράστα ήταν αργκόσχολος; Τώρα τον ψάχνουμε με το σταγονόμετρο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (ΛΚΝ) του Μανόλη Τριανταφυλλίδη, από το Ίδρυμα Τριανταφυλλίδη. Λογοπαίγνιο με το Τριανταφυλλίδης.

Το ΛΚΝ κυκλοφόρησε το 1998, λίγους μήνες μετά το ΛΝΕΓ του Μπαμπινιώτη, ενώ δέκα χρόνια πριν (1987) είχε κυκλοφορήσει ένα τεύχος-δείγμα για τα γράμματα Ζ, Η, Θ και Ι. Ανάμεσα στις βασικές του καινοτομίες ήταν η συστηματική δήλωση της προφοράς και οι πίνακες κλιτικών υποδειγμάτων, ενώ επιλογή αρχής ήταν η μη ετυμολόγηση των αρχαίων λέξεων ή των ξένων δανείων (Γ. Τράπαλης 2007). Μεγάλο ρόλο στη δημοφιλία του ΛΚΝ έπαιξε η ψηφιοποίηση και δωρεάν διαδικτυακή του διάθεση στον Ηλεκτρονικό Κόμβο του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας.

Ο Τριαντάφυλλος και ο Μπάμπης αποτελούν τα βασικότερα βιβλία αναφοράς στις λεξικογραφικές συζητήσεις του σλανγκ τζι αρ.

  1. Πρόκειται πράγματι για καραμπινάτη περίπτωση, όπου το γεγονός οτι Μπάμπης και Τριαντάφυλλος έχουν γνώση, ουδόλως πρέπει ως σλανγκ.γκρ να μας απασχολήσει. Η έκφραση είναι αρκούντως «βρόμικη» / ζόρικη / μαγκιόρικη κλπ και διατηρεί σχεδόν ακέραιο τον αντισυμβατικό λαϊκό χαρακτήρα της. Κάνενα λεξικό της αργκό δεν δικαιούται να την αγνοεί. (σχόλιο του τζονμπλάκ εδώ)

  2. Και το σλανγκρ πιάνω κότσο και ο Τριαντάφυλλος και ο Μπάμπης το έχουν με όμικρον. Αυτοί ξέρουν. (Από κότσο κομμώσεως μάλλον). (σχόλιο του Χαν εδώ)

(από dryhammer, 01/06/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (ΛΝΕΓ) του Γιώργου Μπαμπινιώτη, από το Κέντρο Λεξικολογίας. Μετωνυμία από το Μπάμπης.

Το ΛΝΕΓ έχει κυκλοφορήσει μέχρι τώρα σε τρεις εκδόσεις (1998, 2002 και 2008), και είχε μεγάλη εμπορική επιτυχία, η οποία ενμέρει οφείλεται στις ποικίλες χρηστικές καινοτομίες του, όπως το ενιαίο λημματολόγιο (αρκτικόλεξα, κύρια ονόματα και λοιπά, ενσωματωμένα στο κύριο λημματολόγιο), συνοδευτικά σχόλια για τη χρήση των λέξεων, γλωσσικοί πίνακες, συστηματική ετυμολόγηση και άλλα (Γ. Τράπαλης 2007).

Ανάμεσα στις επιλογές του ήταν η ακραία ιστορική ορθογράφηση, που οδήγησε σε τύπους όπως αγώρι, τσηρώτο και άλλα, η οποία έγινε αντικείμενο οξείας κριτικής και πολεμικής (ένα παράδειγμα, αυτό το κείμενο του Σαραντάκου).

Ο Μπάμπης, με όλες του τις ιδιαιτερότητες, παραμένει ένα από τα κυριότερα βιβλία αναφοράς στις συζητήσεις του σλανγκ τζι αρ, μαζί με τον Τριαντάφυλλο.

  1. κάποιες από τις αργκοτικές λέξεις μπαίνουν στα μεγάλα λεξικά (οι πολύ αποδεκτές, πχ. σκατά, μαλάκας και τέτοια αντίστοιχα σε κάθε γλώσσα. ο Μπάμπης έχει ακόμα και το μουρόχαβλος, για παράδειγμα) (σχόλιο της ιρονίκ εδώ)

  2. Επάνω χρησιμοποιούμε με παρόμοιο τρόπο τη λέξη σεργιάνι ή και συργιάνι. Τα λεξικά (ΛΚΝ & Μπάμπης) ορίζουν το σεργιάνι ως ο περίπατος, η βόλτα - τελεία. Και δεν διευκρινίζουν ότι σεργιάνι είναι η βόλτα σε μέρος που έχει κόσμο - σεργιάνι στην ερημιά δεν νοείται. (σχόλιο του πονηρόσκυλου εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

1. Σάη ή φλώρουμ που έχει καταντήσει σκέτο εργοτάξιοΗΛΠΑΠ από τον καταιγισμό τρόλεϊ.

2. Μεγάλη συνομοταξία από ιντερνετομαλάκες, σπαστήρες, βιζιτούδες, ποντοκλαίουσες, e-μπούληδες, κλικαδόρους, e-Παναήδες, μπαγαποντοδότες, κ.α. μικυμάου.

[Λολ. τρολ- + -κομείο, κατά το μπουρδελοκομείο].

- Να ταΐζετε τους καβουροσλανγκόσαυρους, όχι τα τρολοκομεία!
(αρχαίον απαύγασμα σοφίας)

- Συνταγές για τρολοκομεία!
(εδώ)

- χαχαχαχχαχα , ρε τρολοκομειο ακομα δεν ηρθες αρχισες να με κοροιδευεις;;;;;;
(νταξ, αυτό παίζει να είναι και τυπογραφικό)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το «εν κατακλείδι», αποδομημένο δίκην αντίστροφου τουκανισμού και επαναδομημένο σλανγκική αδεία κατόπιν ισχυρού κατακαυκαλιδίου.

Μαμά: Ironick,
Κατά λάθος μπαμπάς: xalikoutis.

- καλά εγώ στην αρχή διάβαζα ξανά και ξανά «κατακαυλίδι» ... και ακόμα όταν το βλέπω, αυτό διαβάζω σε πρώτη φάση.
(Ironick, σχολιάζοντας το χαλικούτειο κατακαυκαλίδι)

- Εν κατακαυλείδι, άπαξ και ο προκληθείς τελικά καταφέρει να περάσει τον λάκκο με τα κωλοδάχτυλα, θα βρεθεί εκεί απ' όπου ξεκίνησε, στην ανυποληψία, την ταλαιπωρία και τον εξευτελισμό.
(Perkins, εδώ)

- Εν κατακαυλείδι, τόσο ο όρος βλάχος όσο και ο όρος ντίσκο εννοούνται στην ευρύτατη δυνατή έννοια, σημαίνοντας ο μεν βλάχος τον τοπικισμό, η δε ντίσκο, κάποιο ξενόφερτο ή παγκοσμιοποιημένο άκουσμα.
(Khan, εκεί)

- ironick: αχ πόσο παιδεύτηκα πρωινιάτικα, διάβαζα και ξαναδιάβαζα το λήμμα λάθος, «μουνοκλανάκης» έβλεπα -κι ακόμα δεν μπορώ να συνηθίσω το σωστό...
- Vrastaman: Ορκίζομαι στο λόγο της αρρενωπής μου τιμής ότι ετοιμαζό-μουνα να αναρτήσω το ίδιο ακριβώς σχόλιο!!!!!!!
- ironick: εσύ μη μιλάς, μου έχεις κολλήσει το «εν κατακαυλείδι» και δε σου το σχωρνάω...
(σχόλια λήμματος μπουνακλάκης)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επιθετικός προσδιορισμός, που δύναται να περιγράψει αποκλειστικά εκπροσώπους του θεωρούμενου ως «ισχυρού» φύλου.

Οι έχοντες πέος λοιπόν, το χρησιμοποιούν να «γεμίζουν» τυχόν αδειανά - και πιθανώς άπατα - μέρη του ανθρώπινου σώματος του συντρόφου τους.

Χρησιμοποιείται αποκλειστικά σε περιπτώσεις μόνιμων σχέσεων.

- Είδα τον Κώστα και τη Τζίνα (εναλλακτικά: τον Κώστα και το Γιάννη) εχθές να περπατάνε χεράκι-χεράκι.
- Ναι ρε, αφού είναι ο γεμιστήρας της (εναλλακτικά: αφού είναι ο γεμιστήρας του) εδώ και πέντε μήνες.

Αν ο πέοντας είναι γεμιστήρας, τότε το μουνί είναι όπλο? (από Vrastaman, 22/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified