Further tags

Ο καψούρης και κλάψας μαζί.

Ο κλαψούρης είναι ο τύπος ο οποίος χρησιμοποιεί την ικανότητά του να φαίνεται συγκινημένος και την δυνατότητα να κλαίει, πάνω που έχει χάσει το παιχνίδι με την εκάστοτε γυναίκα. Απώτερος σκοπός του κλαψούρη είναι η ερωτική συνεύρεση. Μπορεί να γίνει λιώμα προκειμένου να πετύχει τον στόχο του.

Ο κλαψούρης έχει πάντα μαζί του κολλύριο tears, για να βοηθάει σε περίπτωση που δεν κατεβαίνει το κλάμα.

Ο Μήτσουρας βγαίνει εδώ και καιρό με τη Γωγώ κι εκείνη ήταν έτοιμη να τον στείλει γιατί τον νόμιζε αναίσθητο, αλλά ο πονηρός το γύρισε σε κλαψούρης κι εκείνη έπεσε αμέσως μόλις τον είδε να βουρκώνει με τον Τιτανικό. Τι κάνει ο άνθρωπας για να πηδήξει...

Got a better definition? Add it!

Published

Η γκόμενα που κυκλοφορεί χωρίς σουτιέν. Τα βυζιά βόσκουν ελεύθερα, συνήθως μέσα σε ένα κολλητό μπλουζάκι ή ένα πολύ αεράτο ριχτό.

(αραχτοί στο παρακμιακό κάμπινγκ)
-Αμάν...
-Τι ρε;;;!!
-Δες αυτό το ελευθέρας που περνάει...
-Ωχ... δες τα πως βοσκάνε.
-Εμείς πότε θα τα βοσκήσουμε να δω...
-Μπορούμε να μετακομίσουμε τη σκηνή δίπλα στη δική της!
-ΟΚ, μέσα.

Got a better definition? Add it!

Published

Η πολύ ψηλή -σε σημείο αποθάρρυνσης- γυναίκα. Συναντάται και ως «μπασεκετεμπολίστριασεσεσε»

- Καλά, τι ύψος είν' αυτό;
- Άσε, μπασεκετομπολίστρια!

Got a better definition? Add it!

Published

Πιο cool τρόπος να πεις μαλάκα. Σχεδόν ταυτόσημο απλά συνήθως αφορά μικρότερες ηλικίες. Στους παλιούς φέρνει δάκρυα στα μάτια θυμίζοντάς τους τα σχολικά τους χρόνια.

Παράγωγο του μαλάκα και της χλέπας, άγνωστο γιατί...

- Παιδιά αύριο πάμε εκδρομή Ζούμπερη!
- Πωπω μαχλέπαααα!!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται για άτομα που εκτελούν καθήκοντα κουβαλητή, χαμάλη. Απο τη λέξη χαμάλης και την αρμένικη κατάληξη -ιαν.

-Έλα yo, σου χω 2 moet, 2 absolute, 1 black κι 1 green label. Ετοίμασε το cash, και θα σε δω με τους χαμαλιάνς μου με το σταφ τουέντι χάντρεντ τζάστ.
-Μπέργκετ δικέ μου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παραλλαγή της αγγλικής retard (=καθυστερημένος), για άτομα που είναι εκ γενετής καθυστερημένα και στον κόσμο τους. Δεν συμμετέχουν ποτέ σε κουβέντα και δεν καταλαβαίνουν τίποτα, κι όταν τους γίνεται κάποια ερώτηση απαντάνε στο θέμα που συζητιόταν πριν 2 μέρες ή για θέματα που τους απασχολούν, π.χ. βούτυρο ή peanut butter κάτω από τη μαρμελάδα.

- Ρε δικέ μου, έτσι σου λεω με το κόκαλο.
- Χαχα, ε την κωλόμπα. - (Richard στο άσχετο): Ρε μαλάκες, δεν κατάλαβα ακόμα για το προχτεσινό σκηνικό. Ο Λέλος πήγε για τσαμπούκι πριν ή μετά ο άλλος λιποθυμήσει;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Θεογκόμενα, μανουλομάνουλο, μωράκλα, εργαλείο, όλα αυτά σε ένα άλογο κούρσας ΑΑ γκανιάν.

- Πω ρε φίλε άραγκον για μια μπύρα ακόμη και ελπίζω να έφερες καπότες... Απέναντι σκάνε δυο γκανιάν τρελά! Λίρα εκατό σου λέω!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο βοηθός διαιτητή (για τους παλαιότερους ο επόπτης γραμμών). Ο αφανής ήρωας κάθε Κυριακής δεδομένου ότι λόγω της μικρής απόστασής του από την εξέδρα ακούει τα εξ αμάξης.

(οπαδός προς τον επόπτη γραμμών μετα από σώστή υπόδειξη οφ-σαϊντ)

-Ρε λαλάκα πλαϊνέ, πού το είδες αυτό... Θα μπώ μέσα και θα σε λαλήσω.

Got a better definition? Add it!

Published

Η λούγκρα.

λούγκρα + Λουκρητία = λουγκρητία.

-Κοίτα το Λέλο τη λουγκρητία ρε. Κρίμα τον πατέρα του που κέρναγε στα καφενεία κι έλεγε «έκανα γιο ρε!». Τσκ τσκ...

Got a better definition? Add it!

Published

Παραπέμπει στο ιταλικό πρωτάθλημα ποδοσφαίρου, ωστόσο αναφέρεται σε μια παρέα από γκόμενες που είναι μπάζα, οι λεγόμενες κάμπιες.

- Πήγαμε για καφέ και η Μαρία κουβάλησε και το καμπιονάτο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified