Αρσενικό που είτε είναι μοναχικό, είτε κυκλοφορεί σε αγέλες αρσενικών και είναι τούμπανο και βελόνας.
Ας αποφύγουμε καλύτερα την αγέλη με τους λύκους. Ας αλλάξουμε πεζοδρόμιο.
Αρσενικό που είτε είναι μοναχικό, είτε κυκλοφορεί σε αγέλες αρσενικών και είναι τούμπανο και βελόνας.
Ας αποφύγουμε καλύτερα την αγέλη με τους λύκους. Ας αλλάξουμε πεζοδρόμιο.
Got a better definition? Add it!
Μειωτικό για τον ιερωμένο, τον ιερέα, από το τουρκικό tavlabas. Λόγω παρετυμολογίας από το ταύρος, συχνά χρησιμοποιείται για τον ογκώδη, παχύσαρκο ιερωμένο.
Got a better definition? Add it!
Ο παχύς και μαλθακός άνθρωπος, ο μούσχαρος, το μοσχάρι.
Άντε να βγει να δουλέψει λίγο το δαμάλι που κάθεται και τρώει όλη μέρα!
Got a better definition? Add it!
Νταλάκι είναι είδος ερπετού και νταλάκας είναι αυτός που έχει φουσκωμένη κοιλιά, αυτός που νταλακιάζει. Η προέλευση δεν είναι σαφής. Μπορεί να αναφέρεται στην επίδραση δηλητηρίου του ερπετού ή στην εικόνα ερπετού, που βαρυστομαχιάζει ύστερα από την κατανάλωση άλλου ζώου, ή σε κοιλιά σαν βάτραχου.
Κείνος που πρόκοψε πολύ ήταν ο Θανάσης ο νταλάκας ή μπακοκοίλης, - όλο κοιλιά ήτανε μικρός. (Όμηρος Πέλλας).
Got a better definition? Add it!
Ο παχύς άνθρωπος.
Got a better definition? Add it!
Ο παχύς και ογκώδης άνθρωπος.
Πού να κουνηθεί και να τρέξει ο βίσονας!
Got a better definition? Add it!
1.Ιδιωματισμός για την ακρίδα, σε χρήση στην Ήπειρο, σε περιοχές με επαφή με την αλβανική γλώσσα ή τα αρβανίτικα.
Ιούνιος 1932, Στα Μέγαρα έπεσαν σύννεφα από καρκαλέτσια, φάγανε όλα τα αμπέλια των Μεγάρων (Ιστορία των Μεγάρων)
2.Ο επίμονος βήχας, ο κοκκύτης, αναφερόμενος και ως κάρκαλος ή καρκαλέτζης ή καρκαλιάς.
Ο επίμονος και ιδιόρρυθμος βήχας, που σε περίοδο παροξυσμού κόβει την ανάσα, κάνει τη διαφορά και οδηγεί όλους στην ασφαλή διάγνωση: Καρκαλέτσι. Αλλιώς καρκαλιάς. (Χρήστος Παπακίτσος, "Το καρκαλέτσι και τα γιατροσόφια του", Τζουμερκιώτικα Χρονικά, 2012, σ. 28).
3.Μεταφορικά ο ψηλός και κάτισχνος άνθρωπος.
Τι καρκαλέτσι πήγε και παντρεύτηκε! Είναι σαν τη Μητρόπολη με τον Άγιο Λευτέρη.
Got a better definition? Add it!
Η αρσενική γάτα.
Η λέξη προέρχεται μάλλον από τον ήχο που βγάζουν οι γάτοι όταν ανταλλάσσουν αρχαία μπινελίκια, στυλώνοντας τα γκουρλωμένα μάτια τους ο ένας πάνω στον άλλο.
Λέγεται (τουλάχιστον) στην ανατ. μακεδονία και προφέρεται μαρλόκj.
Κατά το (τουρκογενές) κουπούκι.
Γιοκ παράδειγμα γραπτό ή απ' το δίχτυ, (κάτι υποψίες μόνο για νικνέιμσ με γατοφωτόζ)⋅ όμως είναι σε χρήση τ.:
«μαρ' Κούλα, τι κοιτάς σαν μαρλόκι;»
Got a better definition? Add it!
Ντύσιμο μεθοδέ, που περιλαμβάνει κοστούμι με μαύρο σακάκι και μαύρο παντελόνι και άσπρο πουκάμισο. Με αρκετή φαντασία θυμίζει το ομώνυμο πτηνό, όπου το άσπρο περιβάλλεται από το μαύρο κάνοντας έντονο κοντράστ, και όπου τα πτερύγιά και η πλάτη του είναι μαύρα, ενώ άσπρη είναι η κοιλιά και το στήθος. Πρόκειται για ένα ντύσιμο κυριλέησον για επίσημες εμφανίσεις, αλλά μάλλον συντηρητικό, καθώς το έντονο κοντράστ είναι αρκετά άκαμπτο.
Got a better definition? Add it!
Οι ρυτίδες και ζάρες που σχηματίζονται στο πλάι των ματιών. Ο λόγος είναι ότι η επιφάνεια της επιδερμίδας γύρω από τα μάτια κινείται διαρκώς, με την εκφραστική του προσώπου, το γέλιο, την ομιλία. Σχηματίζονται ρυτίδες, επομένως, γύρω από τα μάτια πιο νωρίς από ό,τι στο υπόλοιπο πρόσωπο λόγω της ιδιαίτερης κινητικότητας των μυών σε αυτήν την περιοχή (δες). Το πόδι της χήνας μπορεί να αντιμετωπιστεί με ενυδατικές κρέμες, αλλά και με προϊόντα διατροφής, με μέτρα προστασίας από τον ήλιο, και εντέλει, με μπότοξ. Για περισσότερα βλ. τα παραδείγματα, αλλά και εδώ, εδώ κι εδώ. Προφ λέγεται έτσι επειδή με λίγη φαντασία θυμίζει πόδι χήνας.
Chenopodium ή πόδι της χήνας είναι, τέλος, και το όνομα ενός φυτού (βλ. σύνδεσμο).
Πάσα από το πάλαι ποτέ Δημόσιο Πρόχειρο: Gatzman.
Got a better definition? Add it!