Ιδιότητα που χαρακτηρίζει καθυστερημένο, ηλίθιο άτομο. Από τον Κατέλη.
Με τον κατελισμό που τον διακρίνει, πως να μην τα σκατώσει ο βλάκας...
Ιδιότητα που χαρακτηρίζει καθυστερημένο, ηλίθιο άτομο. Από τον Κατέλη.
Με τον κατελισμό που τον διακρίνει, πως να μην τα σκατώσει ο βλάκας...
Got a better definition? Add it!
Παρακλάδι του σουρεαλισμού που καταπιάνεται με την λατρεία των ημικαθυστερημένων. Γνώρισε άνθηση στην Ελλάδα στο τέλος του 20ου αι. με το θέατρο και συνέχισε στις αρχές του 21ου αι. στη μουσική.
«Ντοσμου ιτσου ιτσου, τοραστή τσουυυυυ!!! φου φου φου»
- Πάμε από δω παιδάκι μου θα μας φάει η μαϊμού!
- Έλα ρε μάνα, τέχνη κάνει ο άνθρωπος...
Σχετικό: Κατέλης
Got a better definition? Add it!
Υπαρξιακή σχολή, η οποία βασίζεται στο ρεύμα της ηλιθιότητας που αναπτύσσεται και ακμάζει στην Ελλάδα τις τελευταίες δεκαετίες.
Κάνει τη μια μαλακία πίσω απ' την άλλη. Τέτοιος κατελισμός ούτε ο ίδιος ο ηγέτης...
Σχετικό: Κατέλης
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Nτιτζέι (DJ), ανεξαρτήτως σεξουαλικού προσανατολισμού, που παίζει υπερβολικά πολλές φορές το «I Will Survive». Mία φορά είναι ήδη υπερβολικά πολλές.
Μωρέ καλό μπαράκι, καλή ατμόσφαιρα... αλλά κάτι δεν πήγαινε καλά... πολλοί άντρες, καθόλου γυναίκες. Άσε που είχε και ντιγκέι...
Πηγή: Πλαθολόγιο - H απουστειρωμένη έκδοση, εκδ. Intro 2008, του Λύο Καλοβυρνά
Got a better definition? Add it!
Τύπος τραγουδιστή/ίστριας που εμμένει στην άποψη ότι είναι «επαγγελματίας με σπουδές στο εξωτερικό» αλλά στην ουσία έχει ξεπεράσει ακόμα και τον χαρακτηρισμό τραγουδιάρης /-άρα (και εννοείται ότι οι σπουδές του/της έχουν ολοκληρωθεί στο ΤΕΙ καφεκοπτικής). Ερμηνεύει «τεράστιες επιτυχίες» με στίχους «υψηλών νοημάτων», του τύπου «Χίλιες φωτιές με καίνε, τα μπούτια μου το λένε». Λόγω της «δεινής» τραγουδιστικής του/της ικανότητας, το κέντρο διασκέδασης που εμφανίζεται είναι συνήθως εξαιρετικά καθαρό (κατσαρίδες και λοιπά έντομα μετοίκησαν μόλις άνοιξε το στόμα του/της). Ανήκει στην πάνιδα, όπως και το 99% των υπολοίπων έμβιων όντων του εν λόγω μαγαζιού και έχει εντονότατα δείγματα γουστέλλειψης. Σε περιπτώσεις που η κατάσταση του/της έχει φτάσει σε απελπιστικά επίπεδα, χρησιμοποιείται και ο όρος «τραγουβιαστής (ο,η)» οπότε επιτρέπεται (και επιβάλλεται) ευθανασία.
- Εγώ είπα το σουξέ μου αγάπη μου «Με τρέλανες αλάνι μου, μπες στο σιντριβάνι μου» σε μεγάλες πίστες! Στα «Ξεφαντώματα», στο «Γλεντοκόπι», στη «Σκάλα»…
- Του Μιλάνου;
- Τι ν’ αυτό; Καλέ όχι, του Ωρωπού!
(Κλασικό παράδειγμα από εξώφυλλο δίσκου τραγωδιάστριας, βλ. εικόνα).
Got a better definition? Add it!
Η λίμνη των κύκνων στα τούρκικα.
(Σε κατάστημα πώλησης δίσκων κλασσικής μουσικής μπαίνει χαβαλετζής πελάτης)
- Περικαλώ πιάσε το παπί χαβούζ εφέντημ Τσαϊκόφσκι.
- Τι εννοείτε;
- Α καλά. Ρε μεγάλε πιάσε τη λίμνη των κύκνων του μπάρμπα-Τσαϊκόφσκι και δώστο στα γρήγορα. Το πάω δώρο σε ένα γκομενάκι που κάνει κρα για τέτοιου είδους άσματα.
- Εσάς δε σας αρέσουν αυτά τα άσματα;
- Ποσώς. Εγώ να την ασπαστώ θέλω. Και από εκεί και πέρα αναλαμβάνει ο φούφουτος. Και μη ρωτήσεις ποιος είναι ο φούφουτος.
Got a better definition? Add it!
Πώς μπορείς όσο πιο λακωνικά γίνεται να περιγράψεις τη συμπρωτεύουσα; Αρκεί να αλλάξεις το «θ» με «ξ»... Μια πόλη που έννοιες όπως χαλαρότητα, διασκέδαση, καλοφαγία, ομορφιά (κυρίως γυναικών) κτλ οδηγούν αναπόφευκτα σε αυτό που περιγράφει η παραπάνω λέξη-έννοια: το απόλυτο ξεσάλωμα... Η λέξη χρησιμοποιείται από γηγενείς αλλά κυρίως από όλους εμάς που όταν μπορούμε απολαμβάνουμε τις παραπάνω ομορφιές της Θεσσαλονίκης.
Όσον αφορά την προέλευση της λέξης, πάμε στο 1993 και στο ομώνυμο άλμπουμ (και τραγούδι) των Ξύλινων Σπαθιών «Ξεσσαλονίκη».
- Πού θα πας ρε Ανδρέα πάλι τριήμερο;
- Φίλε ένα έχω να πω στα παιδιά... Ξεσσαλονίκη ...
- Όχι ρε τύπε, κατάλαβα! Πανικός!
- Άσ' τα θα γουστάρουμε τρέλα!
Got a better definition? Add it!
(Εισ-)πνευστό όργανο, όπως και το κλαρίνο, το τρομπόνι, το πουλόφωνο και η φυσαρμόνικα. Παραπέμπει σε πιο τζαζ, ή μάλλον γαμοτζάζ καταστάσεις. Το επανέφερε στην μόδα ο Μπιλ Πλύντον, για τον οποίο καθιερώθηκε και το σύνθημα «Κλίντον, φασίστα σαξοφωνίστα», πριν το γυρίσει στην φυσαρμόνικα.
(Από το τραγούδι του πλανητάρχη Τάσου Μπουγά «Αμερικάνα όμορφη»)
Γι' αυτό, λοιπόν, ο Μπίλυ από σαξοφωνέ,
γι' αυτό, λοπόν, ο Μπίλυ από σαξοφωνέ,
το γύρισε στο πούρο,
και στο κλαρινέ, και στο κλαρινέ, και στο κλαρινέ, (δις)
Got a better definition? Add it!
Λέγεται κι έτσι ο σεπούλτουρος, ο φανατικός του συγκροτήματος Sepultura, για να ακούγεται ειρωνικά προς το «κουλτουριάρης».
Ο μεγάλος αδερφός μας βγήκε πολύ κουλτουριάρης. Ο μικρός πάλι σεπουλτουριάρης.
Got a better definition? Add it!
Got a better definition? Add it!