Γουγούτσικο υποκοριστικό του πέοντος, της κρεμοταΐστρας δηλαδή που τρέφει τις ψωλογλειφίδες με άφθονη, παχύρρευστη και λιπαρή ψωλόκρεμα στην ιδιόλεκτο του σλανγιωτάτου ποιητού Ανδρέου του Εμπειρίκου.
- Πούτα!... Χονδροπουπούτσα!... Γλυκοπούτσα!... Πούτσα!... Ώωωωωχ!...
Ἀααααχ!... Ψώλα!... Ψωλή!... Ψωλάρα!... Ἀλογόπουτσα!...
Κρεμοταΐστρα!...Σπερμοπιτσίλα!... Πούτσα!... Πουπούτσα!...
Ἀααααχ!...Ώωωωωχ!... Ἀααααχ!...
(Ἀνδρέας Ἐμπειρῖκος «Ὁ Μέγας Ἀνατολικός», Τόμος Β', Μέρος Πρῶτον, Κεφ. 13, σελ. 40)
Το έργο του Εμπειρίκου γέμει από εξελίξεις της πουπούτσας, όπως χοντροπουπούτσα, γλυκοπουπούτσα κ.ταλ. Βλ. επίσης: μουμούνα, καυλομουμούνα, πουπούτα, κ.ταλ.